Βραβεία, τοπ τεν, ματαιοδοξία

Δημοτικοί σύμβουλοι σε δήμο της Αττικής, που στο βιογραφικό τους αναγράφεται πως «πραγματοποίησαν περίοδο ανταλλαγής με το πρόγραμμα Erasmus με υποτροφία μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ένωσης»- λες και υπάρχει άνθρωπος που για το Erasmus του δεν έλαβε την αντίστοιχη υποτροφία, και αυτοί μας βγήκανε τόσο ξεχωριστοί. Δήμαρχος ενός εκ των πλέον τουριστικών νησιών της χώρας που στο δικό του βιογραφικό τονίζει πως πραγματοποίησε «πρακτική άσκηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με υποτροφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», λες, και πάλι, και αυτά δεν είναι προκαθορισμένα πράγματα, και υπήρξε άνθρωπος που ανέλαβε την ίδια θέση ποτέ, δίχως να λάβει υποτροφία. Ως και υποψήφια βουλευτή που μας ζήτησε να την ψηφίσουμε, επειδή είναι προσωπική φίλη του Κοέλιο, είδαμε σε αυτή τη χώρα.
Jonah_M via Getty Images

Κουβέντα στο εορταστικό τραπέζι, την Κυριακή του Αρνιού: «Ωραία μπύρα αυτή, έχει κερδίσει και βραβείο, άκουσα, ε;». Απάντηση από τον παρευρισκόμενο που συμμετείχε στην παραγωγή της συγκεκριμένης ετικέτας και ήταν εκείνος που την είχε φέρει στο τραπέζι: «Τόσα βραβεία που δίνονται πια, όλοι βραβεία παίρνουμε, μη νομίζεις».

Έτσι είναι. Κάθε τόσο ξεφυτρώνουν νέα βραβεία, νέες λίστες που διατρανώνουν πως εντός τους συγκαταλέγονται οι εκλεκτοί των εκλεκτών κάποιου τομέα, νέες διακρίσεις που προσμένουν να δοθούν. Αυτό που στην πραγματικότητα παρακολουθούμε, ωστόσο, είναι άλλο: η δραστηριοποίηση εκείνων που αυτο-παρουσιάζονται με τους πλέον μεγαλόσχημους τίτλους, στην προσπάθειά τους να περιχαρακώσουν και να διασφαλίσουν το δικό τους μερίδιο, σε αυτό που ζούμε.

Δεν είναι οι μόνοι, βεβαίως. Οι ματαιόδοξοι του σήμερα βρίσκουν να προϋπάρχουν κάτι δήθεν Ινστιτούτα και Κέντρα Ερευνών που το κείμενο διακήρυξης των αρχών και σκοπών τους είναι μεγαλύτερο και πιο περιεκτικό, από το περιεχόμενο του συνόλου των δημοσιεύσεων τους στα χρόνια ύπαρξής τους. Κάτι Διεθνείς Ενώσεις και Οργανισμοί με πομπώδεις ονομασίες, που τα ενεργά τους μέλη αντιστοιχούν σε δύο οικογένειες- η μία χωρίς παιδιά. Και ο κατάλογος παραμένει πλούσιος: συγγραφείς ακαδημαϊκών εγχειριδίων και συγγραμμάτων που αν δουν το όνομά τους δίχως το PhD από κοντά κάτι πρέπει να παθαίνουν και αναρωτιέσαι αν έτσι συστήνονται και σε μια παρέα, συγκροτήματα που πανηγυρίζουν για sold-out συναυλίες και ας επιλέγουν να παίζουν σταθερά σε χώρους που αντιστοιχούν σε ασανσέρ, δισκογραφικές που επιμένουν να απονέμουν δήθεν χρυσούς και πλατινένιους δίσκους προκαλώντας αμηχανία ακόμη και στους συντελεστές των δίσκων, μπάρμαν του συνοικιακού καφέ να δίνουν συνεντεύξεις στα μπλογκ των αδερφών τους με ύφος Escobar και πάνω.

Δημοτικοί σύμβουλοι σε δήμο της Αττικής, που στο βιογραφικό τους αναγράφεται πως «πραγματοποίησαν περίοδο ανταλλαγής με το πρόγραμμα Erasmus με υποτροφία μάλιστα της Ευρωπαϊκής Ένωσης»- λες και υπάρχει άνθρωπος που για το Erasmus του δεν έλαβε την αντίστοιχη υποτροφία, και αυτοί μας βγήκανε τόσο ξεχωριστοί. Δήμαρχος ενός εκ των πλέον τουριστικών νησιών της χώρας που στο δικό του βιογραφικό τονίζει πως πραγματοποίησε «πρακτική άσκηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με υποτροφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», λες, και πάλι, και αυτά δεν είναι προκαθορισμένα πράγματα, και υπήρξε άνθρωπος που ανέλαβε την ίδια θέση ποτέ, δίχως να λάβει υποτροφία.

Ως και υποψήφια βουλευτή που μας ζήτησε να την ψηφίσουμε, επειδή είναι προσωπική φίλη του Κοέλιο, είδαμε σε αυτή τη χώρα.

Πέραν της πλάκας, η ματαιοδοξία και η υπερβολή αποτελούν αν μη τι άλλο γνώρισμα των όσων ζούμε και αποτελούν ταυτόχρονα, ως κάποιο βαθμό, εργαλεία κατανόησης των όσων θα ζήσουμε. Άποψη μου είναι πως οι δήθεν λίστες, οι δήθεν διακρίσεις, τα δήθεν βραβεία έχουν τη δική τους συμβολή στην καθιέρωση των φαινομένων αυτών. Και, μαζί, από κοντά, ευθύνη φέρουν πολλά ελληνικά Μέσα, κυρίως του Διαδικτύου. Από εκείνα που θα αναγκαστούν να δημοσιεύσουν- τώρα, που έφτασε το καλοκαίρι- δύο με τρεις διαφορετικές λίστες την εβδομάδα που αφορούν τις «10 καλύτερες παραλίες του κόσμου- Ανάμεσα τους δύο ελληνικές!», ως εκείνα που δίχως αιδώ ανακοινώνουν «το καλύτερο εστιατόριο/μπαρ/βιβλίο της Αθήνας/Ελλάδας/Υφηλίου» το λιγότερο μιά φορά την εβδομάδα- ώσπου να ανακοινώσουν το επόμενο.

Σε κάποιο βαθμό, η υιοθέτηση της υπερβολής από τα Μέσα είναι κατανοητή: αποτελεί κάτι που γίνεται περισσότερο επειδή το θέλουν οι επισκέπτες, παρά οι δημιουργοί των ειδήσεων. Στην υπερπροσφορά των εναλλακτικών που απολαμβάνει κανείς, άπαξ και συνδεθεί στο Διαδίκτυο, είναι δεδομένο πως κανείς δε θα κλικάρει σε θέματα με τίτλους, όπως «κυκλοφόρησε ένα καλούτσικο τραγούδι», «να ένα αστείο βίντεο» και «10 ποτήρια νερό την ημέρα κάνουν καλό». Οι αντίστοιχοι «Τί τραγουδάρα έβγαλε πάλι ο Τάδε!», «ΑΥΤΟ είναι το πιο ξεκαρδιστικό βίντεο της χρονιάς!» και «Το μυστικό για να μην αρρωστήσετε ποτέ ξανά!» θα έχουν μάλλον καλύτερη τύχη.

Ένα άλλο αγαπημένο θέμα των ελληνικών Μέσων αφορά «τον Έλληνα που διέπρεψε». Είναι πιασάρικο, ασφαλές θέμα, καθώς είναι δεδομένο πως και likes και κοινοποιήσεις θα συγκεντρώσει. Ταυτόχρονα, εξυπηρετεί ένα εκ των κορυφαίων εθνικών αφηγημάτων: «οι Έλληνες όταν πάνε έξω θριαμβεύουν». Δεν λέω πως αυτό δεν ισχύει απαραίτητα- αν και για κάποιο λόγο, ποτέ δεν ακούμε ιστορίες για όσους δεν πέτυχαν, σύμφωνα με όσα κάποιοι αποφασίσουν να ορίσουν ως επιτυχία. Υπάρχουν φορές, όμως, που η ανάγκη να αποδειχθεί πως κάποιος διέπρεψε, εξυπηρετείται με τόση υπερβολή, που καταντάει την όλη παρουσίαση γελοία. Ακόμη θυμάμαι ένα κείμενο πριν από δύο ή τρία χρόνια, που μιλούσε για «το σουβλατζίδικο που έχει κάνει την Νέα Υόρκη να παραμιλάει» ή κάτι ανάλογο. Την Νέα Υόρκη των 20 εκατομμυρίων κατοίκων, με ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης και, αν μη τι άλλο, δεκάδες ακόμη σουβλατζίδικα.

Εξίσου συχνά, επιστρατεύεται η αντίστροφη τακτική και κυριολεκτικά αρμέγεται, από κάθε πιθανή πηγή, οτιδήποτε μπορεί να είπε κάποιος διάσημος ξένος, που να αφορά την Ελλάδα: από το να αναφέρθηκε θετικά σε μία παραλία ή να θυμήθηκε τη γιαγιά του ή την προγιαγιά της πρώην κοπέλας του. Το ελληνικό Διαδίκτυο παίρνει φωτιά και οι εντυπωσιοθηρικοί τίτλοι παίζουν ανηλεώς χαστούκια μεταξύ τους, να διασφαλίσουν το μερτικό των διψασμένων για διεθνή αναγνώριση χρηστών.

Επιστρέφοντας στις λίστες που έχουν καταλάβει τα διαδικτυακά και ψηφιακά Μέσα, όμως, αξίζει να αναλογιστεί κανείς δύο πράγματα: πρώτον, γιατί και, δεύτερον, πώς συντίθενται. Η απάντηση είναι κοινή. Όσον αφορά τις λίστες που βασίζονται σε πρωτογενές υλικό ξένων πηγών, αποτελούν βολική λύση, καθώς αρκεί μια πρόχειρη μετάφραση, μερικές καλές εικόνες και το δημοσιευμένο άρθρο, στη συνέχεια, παίρνει μόνο την πορεία του. Ο Χανιώτης που βλέπει το Ελαφονήσι πιο πάνω και από παραλίες της Καραϊβικής αναλαμβάνει δράση: διαμοιράζει, κοινοποιεί, σχολιάζει, δημιουργεί κίνηση γύρω απ' το άρθρο, κινητοποιεί και άλλους. Η Πελοποννήσια, ο Αθηναίος, η Σαλονικιά, αντίστοιχα- είναι λες και ζούμε με τους αισθητήρες μας μονίμως σε λειτουργία, να αλιεύσουμε οτιδήποτε θεωρούμε κολακευτικό για να τα μοιραστούμε.

Προσφέρεται μία ακόμη απάντηση στο γιατί και το πώς της αφοσίωσης των Μέσων στις λίστες: συχνότατα δημιουργούνται κατά παραγγελία. Εννοείται πως δε λέμε τίποτα πρωτάκουστο εδώ, αλλά ας δούμε ένα παράδειγμα. Μέσα στον Μάιο, και πάλι, ένα απόγευμα τυχαίνει να βρίσκομαι σε ένα μαγαζί που απευθύνεται σε μικρό και σχετικά απαιτητικό κοινό, του οποίου έχει καταφέρει να αποσπάσει την αναγνώριση. Ο ιδιοκτήτης περνά κάποια στιγμή ανάμεσά μας, απευθύνεται σε κάποιον από την παρέα: «Με παίρνουν, ρε φίλε, τις προάλλες. Το σηκώνω, ακούω να μου μιλάνε αγγλικά, hello λέω και εγώ, μου μιλάνε. Κύριε Τάδε, εσείς έχετε το Τάδε μαγαζί, το ξέρουμε, μας αρέσει, το έχουμε επισκεφθεί, συγχαρητήρια. Σας καλούμε από τη Δείνα αεροπορική εταιρία, θα θέλαμε να το συμπεριλάβουμε στις προτάσεις που κάνουμε στους επιβάτες μας, με το περιοδικό μας, για τα δρομολόγια της Ελλάδας. Ωραία ρε παιδιά, εντάξει, κανένα πρόβλημα, ευχαριστώ πολύ πάω να πω εγώ- θα κοστίσει 2.000 ευρώ μου λένε αυτοί».

Το συγκεκριμένο μαγαζί δε θα βρεθεί τελικά στις σελίδες του εν λόγω περιοδικού. Υπάρχει κανείς, όμως, που να πιστεύει πως θα έμειναν σελίδες άδειες, πριν η ύλη σταλεί στο τυπογραφείο; Αν μη τι άλλο, κάποιοι θα απάντησαν θετικά, κάποιοι θα βρίσκονται αυτή τη στιγμή στα «καλύτερα μαγαζιά της Ελλάδας». Αλλά, πόσο έγκυρες είναι αυτές οι λίστες; Πόσο αξίζουν να βρίσκονται εντός τους αυτοί που βρίσκονται και, κυριότερα, πόσο αξίζουν, ποια η πραγματική κι όχι επίπλαστη αυθεντία εκείνων που τις δημιουργούν; Αξίζει να παρατηρήσει κανείς, για παράδειγμα, ξένα Μέσα που λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά βάσει λίστας, όπως το Buzzfeed, όπου πολύ δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις τί έχει δημιουργηθεί κατόπιν παραγγελίας και τί από ίδια βούληση. Κι αν υπάρχει ένα κακό με τις λίστες, είναι πως μας κάνουν να θέλουμε να χωρέσουμε σε αυτές και έτσι δημιουργούνται όλο νέες λίστες.

Για τα βραβεία εξίσου, πρέπει να αναρωτηθούμε: ποιος ωφελείται στην πραγματικότητα, εκείνος που τα δέχεται ή εκείνος που τα δίνει; Ας δούμε και πάλι ένα εγχώριο παράδειγμα: Μεγάλη ελληνική αλυσίδα προϊόντων ψυχαγωγίας θεσπίζει βραβεία βιβλίου. Στην πρώτη φάση, υποψήφιο τίθεται οποιοδήποτε βιβλίο εκδόθηκε εντός του έτους. [Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει την πλειοψηφία των εγχώριων συγγραφέων να προμοτάρουν τη δική τους υποψηφιότητα με αναγγελίες όπως «Το βιβλίο μου υποψήφιο για βιβλίο της χρονιάς!», εισπράττοντας συγχαρητήρια]. Λίγο η ματαιοδοξία των δημιουργών, λοιπόν, λίγο ακόμη η ενίσχυση των εκδοτικών οίκων που είναι φυσικό να προωθήσουν τα του οίκου τους, πολύ η κινητοποίηση φίλων και συγγενών, γνωστών και αγνώστων, και η όλη διοργάνωση φτάνει να λαμβάνει ευρεία έκταση, να γνωστοποιείται περισσότερο ο διοργανωτής παρά το περιεχόμενο της. Τόσο, που στα επόμενα χρόνια θα έχει πιθανότατα καθιερωθεί ως σημαίνων θεσμός.

Δεν γνωρίζω βάσει στοιχείων αν με την υποψηφιότητα ή την απόσπαση της διάκρισης, οι πωλήσεις ενός τίτλου ενισχύονται. Ούτως ή άλλως, οι αριθμοί είναι υποτυπώδεις: ελάχιστοι διαβάζουν, ελάχιστα βιβλία αγοράζονται. Και αμφιβάλλω για τη συμβολή του συγκεκριμένου βραβείου, με τους έως τώρα όρους, στην ενίσχυση της φιλαναγνωσίας του κοινού.

Έχω την εντύπωση, όμως, πως άπαξ και η κορδελίτσα «Βραβείο 2016» μπει επάνω σε ένα βιβλίο, εκείνος που βοηθείται περισσότερο, πιο ουσιωδώς και σε μεγαλύτερη κλίμακα, δεν είναι εκείνος που το βιβλίο του ξαφνικά στολίστηκε- είναι εκείνος που αποκτά την δυνατότητα να προσφέρει το στολίδι.

Δημοφιλή