Γιατί ο FRONTEX δεν αποτελεί πανάκεια...

Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ), συνηθίζουν να παραπονούνται για το γεγονός ότι οι εθνικές κυβερνήσεις «εξευρωπαΐζουν την αποτυχία, και εθνικοποιούν την επιτυχία». Ωστόσο, στον τομέα της διαχείρισης των συνόρων της ΕΕ έχουν υποπέσει σε ακριβώς το ίδιο είδος μετατόπισης της επίρριψης ευθυνών. Οι δύο υπερεθνικοί οργανισμοί δεν έχουν επαρκή νομιμοποίηση να προβούν σε μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Έχουν λοιπόν μετατοπίσει το φταίξιμο για την αποτυχία τους στον Frontex.
ASSOCIATED PRESS

Ο Frontex (Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ) ιδρύθηκε το 2004 με σκοπό τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας μεταξύ των κυβερνήσεων στον τομέα της διαχείρισης των συνόρων. Αν και εισήχθη ως ένα σώμα προσανατολισμένο στην Ασφάλεια, ανέπτυξε εργαλεία και κανόνες που αφορούν τη διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας τους, οι οποίοι διέπουν τις δραστηριότητές του.

Ωστόσο, παρά την εκ του ιδρυτικού σκοπού χρησιμότητά του, o Ευρωπαϊκός αυτός οργανισμός έχει επιδεινώσει τα προβλήματα αυτά προκαλώντας, ίσως άθελά του, νέες πολιτικές διαμάχες και μετατοπίσεις ευθυνών.

Ένας βασικός λόγος είναι ότι δεν υπάρχει ρητή αναγνώριση της νομικής ευθύνης του για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των κοινών επιχειρήσεων που συντονίζει. Ο Frontex έχει μόνο συντονιστικό ρόλο και, ως εκ τούτου η νομική ευθύνη εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών που συμμετέχουν σε κοινές επιχειρήσεις. Αν και πολλές φωνές καλούν για μια αλλαγή στο θέμα αυτό, δεδομένου ότι αυτό θα απαιτούσε την ανάπτυξη ενός πλήρους συστήματος κανόνων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκτιμάται ότι μια τέτοια αλλαγή θα δημιουργούσε πολιτικές εντάσεις όσον αφορά την πτυχή της άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων από πλευράς των κρατών μελών.

Είναι λοιπόν γεγονός ότι όταν η Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης της ΕΕ αντικατέστησε το παλαιό σύστημα της εκ περιτροπής προεδρίας των εθνικών αρχών στη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων, ένα πολιτικό κενό δημιουργήθηκε στο επίπεδο της ΕΕ, με αποτέλεσμα ένα μείγμα απραξίας και άσκησης επιρροής από τα μεγαλύτερα κράτη μέλη. Η δημιουργία ενός νέου οργανισμού της ΕΕ αναπόφευκτα δημιούργησε εντάσεις. Ένας τέτοιος οργανισμός είναι απόλυτα φυσικό να εγείρει προσδοκίες ενώ παράλληλα ανοίγει ένα νέο πολιτικό πεδίο διαμάχης μεταξύ υπερεθνικών οργανισμών και, στο βαθμό που αντικαθιστά τους παλαιούς διακυβερνητικούς τρόπους συνεργασίας, δίνει στις κυβερνήσεις το άλλοθι να συμπεριφέρονται αρνητικά. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Frontex έχει υποστεί τα αποτελέσματα αυτών των διακυβερνητικών ελλειμμάτων.

Η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ), συνηθίζουν να παραπονούνται για το γεγονός ότι οι εθνικές κυβερνήσεις «εξευρωπαΐζουν την αποτυχία, και εθνικοποιούν την επιτυχία». Ωστόσο, στον τομέα της διαχείρισης των συνόρων της ΕΕ έχουν υποπέσει σε ακριβώς το ίδιο είδος μετατόπισης της επίρριψης ευθυνών. Οι δύο υπερεθνικοί οργανισμοί δεν έχουν επαρκή νομιμοποίηση να προβούν σε μεταρρύθμιση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ. Έχουν λοιπόν μετατοπίσει το φταίξιμο για την αποτυχία τους στον Frontex. Αυτό ήταν σαφές σε πρόσφατη απάντηση του Επιτρόπου Εσωτερικών Υποθέσεων στην κρίση της Λαμπεντούζας, όταν πρότεινε ότι ο Frontex θα πρέπει να «οργανώσει ένα σχέδιο Έρευνας και Διάσωσης από την Κύπρο προς την Ισπανία». Όμως, ο Frontex δεν έχει την εντολή ή την εμπειρία για μια τέτοια αποστολή, και οι κυβερνήσεις δεν έχουν τους πόρους ή ακόμη και τη βούληση για κάτι τέτοιο. Ανάλογη μετατόπιση ευθύνης γίνεται και από το Ευρωκοινοβούλιο που παρά το γεγονός ότι αύξησε τον προϋπολογισμό και τις αρμοδιότητες του οργανισμού, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως δυνάμεις για κατασταλτικούς σκοπούς, εκτελεί μόνο απολογιστικό (post-hoc) και όχι ουσιαστικό έλεγχο και παρακολούθηση στις δραστηριότητες του Οργανισμού. Η κριτική που ασκείται εδώ είναι ότι αποφεύγεται η ανάληψη ευθύνης από τα μέλη του ευρωκοινοβουλίου.

Πέραν αυτού, μια δεύτερη αδυναμία αφορά την προσπάθεια ανάκτησης ελέγχου από τα κράτη μέλη. Αν και η ελεύθερη διακίνηση,χωρίς διαβατήριο, στην Ευρώπη σημαίνει ότι τα μέλη της ΕΕ πρέπει να συνεργαστούν σε βάθος σχετικά με τη διαχείριση των συνόρων , οι κυβερνήσεις παραμένουν απρόθυμες στο να παραδεχθούν ότι έχουν εκχωρήσει την εθνική κυριαρχία τους. Παρουσιάζουν τον Frontex ως τίποτε περισσότερο από ένα συμπλήρωμα των εθνικών μέτρων. Ο Frontex, που ιδρύθηκε έτσι ώστε να εξευρωπαϊστούν τα εθνικά συστήματα των συνόρων, αντιμετωπίζει ως εκ τούτου την σθεναρή αντίστροφη τάση από πλευράς κρατών μελών, την προσπάθεια «εθνικοποίησης» των συνόρων. Ορισμένες κυβερνήσεις ζητούν από τον Frontex να εφαρμόσει ένα πιο ενεργό πρόγραμμα απόσπασης εθνικών υπαλλήλων και να δώσει μεγαλύτερο εποπτικό ρόλο στο εθνικό συμβούλιο διοίκησης. Αυτό θυμίζει το μοντέλο οργάνωσης της EUROPOL που αν και έχει πράγματι χαρακτήρα εθνικής εκπροσώπησης απέχει πολύ από το να είναι μια αποτελεσματική Ευρωπαϊκή υπηρεσία αστυνόμευσης.

Υπάρχει, τέλος, και κάτι άλλο που εμποδίζει τον «εξευρωπαϊσμό» της δραστηριότητας αυτής. Ο Frontex παρέχει στις κυβερνήσεις ένα εν δυνάμει δίαυλο για την αύξηση του ελέγχου μεταξύ τους. Έτσι, τα Nότια μέλη χρησιμοποιούν τον Frontex ως μέσο για να επωφελούνται από τους συνοριακούς πόρους των Bορείων και αντιστοίχως τα Bόρεια μέλη χρησιμοποιούν τον Frontex ως εργαλείο για να αναγκάσουν τους Νοτίους να εφαρμόσουν τους κανόνες.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η δημιουργία ενός κεντρικού οργανισμού με (πολύ περιορισμένες) αρμοδιότητες για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων διαχείρισης των συνόρων είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η προηγούμενη έννοια της αμοιβαίας ευθύνης έχει εξαφανισθεί και αντικαθίσταται, συχνά, από τον παρασιτισμό και τη μονομέρεια ....Οι Νότιοι, για παράδειγμα, έχουν καταφύγει σε μονομερείς «επανεισδοχές» (απελάσεις), αποδυναμώνοντας έτσι το καθεστώς Frontex και μετατοπίζοντας το βάρος για τον έλεγχο των συνόρων σε τρίτες χώρες. Οι Βόρειοι είναι εξίσου «κακοί». Χρησιμοποιούν τον Frontex για να ρίξουν τα φώτα της δημοσιότητας στο Nότο και να μεταθέσουν έτσι την προσοχή από τις δικές τους ανεπάρκειες. Η Ελλάδα, γα παράδειγμα, υπόκειται τώρα σε αυστηρό ειδικό έλεγχο, με αποτέλεσμα τα οξυμένα προβλήματα των συνόρων της να έχουν μεγεθυνθεί.

Υπάρχουν προοπτικές μεταρρύθμισης ;

Είναι γεγονός οτι η ΕΕ είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει περισσότερο στρατηγικά το μέλλον της πολιτικής Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων. Αξιωματούχοι έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να συντάξουν ένα περισσότερο τολμηρό και πολιτικό έγγραφο σε σχέση με το πολυετές πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2009-2014) [1] . Πράγματι, η Επιτροπή εξετάζει ήδη τη σκοπιμότητα της δημιουργίας ενός πραγματικού «ευρωπαϊκού συστήματος συνοριακών φρουρών» (ESBG) για τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, αμφισβητείται αν αυτή η συζήτηση για το καθεστώς των συνόρων της ΕΕ είναι πιθανό να οδηγήσει κάπου. Εκφράζονται ήδη επιφυλάξεις για τον τρόπο σχεδιασμού ( από εταιρία συμβούλων), με την έννοια της πρόσδοσης εξουσίας στον οργανισμό των συνόρων μόνο επί χάρτου και όχι επί της ουσίας κάτι που θα αυξήσει την ευπάθειά του απέναντι σε ευρύτερες πολιτικές διαμάχες.

[1] Βλ. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Το πρόγραμμα της Στοκχόλμης -- Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες (2010/C 115/01)

Δημοφιλή