Είναι το πελατειακό σύστημα, ηλίθιε!

Στις εκλογές που βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε ζήσει κάτι το οποίο πολλοί θα το θεωρούσαν αδιανόητο: ένα αριστερό κόμμα του 4,6% με ανύπαρκτο σχέδιο, αποτελούμενο από ένα πλήθος ετερόκλητων ιδεολογικών αριστερών στοιχείων που ο μόνος κοινός παρονομαστής τους ήταν οι θολοί ειρηνισμοί και οι οικουμενίστικες ηθικολογίες κατάφερε μέσα σε 5 χρόνια να εκσφενδονιστεί στο 36%. Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι εν μία νυκτί το κόμμα αυτό κατάφερε να «πείσει» το 30% των ψηφοφόρων και να τους μετατρέψει σε αριστερούς; Σαφώς όχι.
Michalis Karagiannis / Reuters

Στις εκλογές που βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ, είχαμε ζήσει κάτι το οποίο πολλοί θα το θεωρούσαν αδιανόητο: Ένα αριστερό κόμμα του 4,6% με ανύπαρκτο σχέδιο, αποτελούμενο από ένα πλήθος ετερόκλητων ιδεολογικών αριστερών στοιχείων που ο μόνος κοινός παρονομαστής τους ήταν οι θολοί ειρηνισμοί και οι οικουμενίστικες ηθικολογίες κατάφερε μέσα σε 5 χρόνια να εκσφενδονιστεί στο 36%.

Μπορούμε, όμως, να πούμε ότι εν μία νυκτί το κόμμα αυτό κατάφερε να «πείσει» το 30% των ψηφοφόρων και να τους μετατρέψει σε αριστερούς; Σαφώς όχι.

Στις επόμενες εκλογές το πιο πιθανό είναι να δούμε την Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που πρωτύτερα οι ψηφοφόροι λοιδορούσαν για την άθλια υλική κατάσταση που κατέληξε η χώρα, να ξαναπαίρνει τα σκήπτρα της εξουσίας.

Οι δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν με προβάδισμα περίπου 10%. Δηλαδή, το κόμμα αυτό κατάφερε μέσα σε ένα χρόνο να κάνει ξανά το 10% των αριστερών ψηφοφόρων που ΣΥΡΙΖΑ.... καπιταλιστές; Σαφώς και όχι. Τότε;

Οι Έλληνες πολύ απλά ποτέ δεν ψήφιζαν με ιδεολογικά κριτήρια, αλλά πάντα με πελατειακά. Γι' αυτόν το λόγο τα κόμματα ποτέ δεν κυβέρνησαν με βάση τα ιδεολογικά τους προγράμματα και γι' αυτό σε όλους δίνεται η εντύπωση του «δεν αλλάζει τίποτα». Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μπορούν να με περιγραφούν εύστοχα με το «άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς». Γιατί όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν μέχρι τώρα είχαν μόνο ένα κοινό πρόγραμμα: το πελατειακό πρόγραμμα.

Η ελληνική κοινωνία χέρι-χέρι με τις ελληνικές κυβερνήσεις πέρασε σε μια άρνηση της πραγματικότητας, αρνούμενοι εκατέρωθεν να συνειδητοποιήσουν που τους κατέληξε ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας.

Σε καμία, λοιπόν, περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπεται η αυτονομία του πολιτικού-κομματικού παιχνιδιού ως πελατειακής σχέσης μεταξύ πολιτικού και ψηφοφόρου, κατα την οποία ο μεν ψηφοφόρος παρέχει υποστήριξη προσδοκώντας προστασία, ενώ ο πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους με αντάλλαγμα να το κατέχει ο ίδιος, δηλαδή να θεμελιώνει την ισχύ του στην δυνατότητα να διανέμει -αυτός, κι όχι κάποιος άλλος- προσοδοφόρες θέσεις και αξιώματα.

Τούτη η αυτονομία του πολιτικού-κομματικού παιχνιδιού κάνει κατά κανόνα δευτερεύουσες ή και απλώς προσχηματικές τις «ιδεολογικές» αντιθέσεις.

Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους υπήρξε εξ ίσου έργο είτε των «δεξιών» είτε των «φιλελεύθερων» είτε των «σοσιαλιστών». Όλα τα ελληνικά κόμματα υπήρξαν, δηλαδή, με αυτήν την πολύ χειροπιαστή έννοια, κόμματα κρατιστικά, ανεξάρτητα απ' το πώς αντιμετώπιζαν το κράτος στο επίπεδο των προγραμματικών τους αρχών.

Στο ελληνικό κράτος λείπει, εκ προοιμίου, μια ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης: η διάσταση η προμηθεϊκή, η οποία, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο και ιδίως από της εποχή της βιομηχανικής επανάστασης συνδεόταν πρωταρχικά με τη μορφή του καινοτόμου βιομήχανου ως φορέα και πρακτικού μετουσιωτή του πνεύματος της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής, του πνεύματος της προόδου και της ρήξης με τη στείρα παραδοσιοκρατία του κοινωνικού πατριαρχισμού.

Έτσι, ο πελατειακός χαρακτήρας του κοινοβουλευτισμού του νεότευκτου τότε ελληνικού κράτους και συνάμα η σπάνη των θέσεων στην ελεύθερη αγορά εργασίας είχαν ως συνέπεια να παίξει ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα ρόλο ανάλογο μ'εκείνον που έπαιξαν τα βιομηχανική αστικά κέντρα της Δύσης: απορρόφησε μάζες αγροτικής προέλευσης για να τις χρησιμοποιήσει με τρόπο πολύ διαφορετικό και πολύ λιγότερο παραγωγικό οδηγώντας μέχρι σήμερα σε ένα ελληνικό κράτος που χαρακτηρίζεται από όγκο, δυσκαμψία και δαπανηρότητα.

Τα κόμματα --ως οργανισμοί με τα δικά τους αυτοτελή συμφερόντα και με πρωταρχικό τους μέλημα την κατάληψη του κράτους και το μοίρασμα των ανώτερων κρατικών θέσεων στα μάλλον ανυπόμονα στελέχη τους-- υποχρεώθηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και στην προάσπιση των οποιοδήποτε αιτημάτων απ' οπουδήποτε και αν προέρχονταν.

Η συγκεκριμένη αντιοικονομική λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη -- κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου.

Έτσι, η φαινομενικά ανεξάντλητη δυνατότητα του κράτους να «βολεύει» τους πάντες εμπέδωσε σιγά-σιγά στη λαϊκή φαντασία την εντύπωση ότι είναι ένας πάμπλουτος και παντοδύναμος δότης, αρκεί να θέλει να δώσει. Την αντίληψη αυτή εκμεταλλεύτηκαν αμφότερα όλα τα κόμματα στην προσπάθειά τους να ανελιχθούν στην εξουσία.

Ωστόσο, ακόμα και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ πάντος όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν παράγει αλλά εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της.

Όταν, όμως, οι δανειδοτήσεις σταματούν, τότε, δίνουν τη σειρά τους στον πόλεμο των ανεμόμυλων της δανειοδοτηθείσας χώρας. Ο πόλεμος μεταξύ του δονκιχωτισμού, ήτοι του μεθυστικού συναισθήματος κυριαρχίας και εκλεπτυσμένου καταναλωτή που καλλιεργήθηκε από την βραχυπρόθεσμη επίπλαστη ευημερία που απέφεραν τα δάνεια, και της σκληρής πραγματικότητας ότι οι αριθμοί δεν βγαίνουν.

Η ελληνική κοινωνία χέρι-χέρι με τις ελληνικές κυβερνήσεις πέρασε σε μια άρνηση της πραγματικότητας, αρνούμενοι εκατέρωθεν να συνειδητοποιήσουν που τους κατέληξε ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αντ' αυτού ξεκίνησαν ένα στρουθοκαμηλισμό άνευ προηγουμένου, έναν κουτό παιχνίδι που παίζεται από έναν πολιτικό που συνεχίζει να κοροϊδεύει και ενός ψηφοφόρου που θέλει να συνεχίζει κοροϊδεύεται και αρνείται να καταλάβει ότι:

Λεφτά δεν υπήρξαν ποτέ.

Πηγές:

Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο.

Δημοφιλή