Ακούγοντας τον Κώστα Σημίτη

Πρώτον, ο Κώστας Σημίτης αναγνώρισε ότι η Ευρωζώνη έχει ένα εγγενές, δηλαδή δομικό και διαρκές, δεσπόζον χαρακτηριστικό: την άνιση ανάπτυξη Βορρά- Νότου, βάσει της οποίας τα πλεονάσματα του Βορρά προκύπτουν εν πολλοίς από τα ελλείμματα του Νότου και εν τέλει- μπορούμε να συνάγουμε- η ενίσχυση του πρώτου, από την αδυναμία του δεύτερου. Η παραδοχή του χαρακτηριστικού αυτού- το οποίο βεβαίως χρήζει μεγάλης ανάλυσης και από οικονομικής, κοινωνικής και από πολιτειακής ακόμα σκοπιάς- απαντά με τον καλύτερο τρόπο σε εκείνες τις κυρίαρχες αφηγήσεις οι οποίες φορτώνουν τις ευθύνες για την ελληνική εκδοχή της κρίσης σε άλλες, δευτερεύουσες ή και ανύπαρκτες αιτίες.
ARIS MESSINIS via Getty Images

Η συνέντευξη του Κώστα Σημίτη στο τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Όχι όμως τόσο σε ό,τι αφορά τη μη αναγνώριση ευθυνών του για κρούσματα διαφθοράς- άλλωστε ο πρώην πρωθυπουργός δε φημίζεται για την αυτοκριτική του- στην οποία στάθηκαν αρκετοί σχολιαστές αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με εκείνα που συνάγονται από όσα είπε σε σχέση με την Ευρωζώνη και τα οποία για ευνόητους λόγους οι περισσότεροι σχολιαστές αποσιωπούν. Είναι δε, σημαντικό να ακούγονται ορισμένα πράγματα από το στόμα του συγκεκριμένου προσώπου δεδομένου ότι αποτελεί την αντικειμενικά ηγετική προσωπικότητα των ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων που θεωρούν θέσφατο τη συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ.

Πρώτον, ο Κώστας Σημίτης αναγνώρισε ότι η Ευρωζώνη έχει ένα εγγενές, δηλαδή δομικό και διαρκές, δεσπόζον χαρακτηριστικό: την άνιση ανάπτυξη Βορρά- Νότου, βάσει της οποίας τα πλεονάσματα του Βορρά προκύπτουν εν πολλοίς από τα ελλείμματα του Νότου και εν τέλει- μπορούμε να συνάγουμε- η ενίσχυση του πρώτου, από την αδυναμία του δεύτερου. Η παραδοχή του χαρακτηριστικού αυτού- το οποίο βεβαίως χρήζει μεγάλης ανάλυσης και από οικονομικής, κοινωνικής και από πολιτειακής ακόμα σκοπιάς- απαντά με τον καλύτερο τρόπο σε εκείνες τις κυρίαρχες αφηγήσεις οι οποίες φορτώνουν τις ευθύνες για την ελληνική εκδοχή της κρίσης σε άλλες, δευτερεύουσες ή και ανύπαρκτες αιτίες- πχ. Μη επαρκής δήθεν υλοποίηση των μνημονίων, συντεχνιασμός κλπ. Ο πρώην πρωθυπουργός αναγνώρισε εμμέσως, το προφανές: η ελληνική και όχι μόνο, κρίση είναι στο ειδικότερο ευρωπαϊκό πλαίσιό της, κυρίως αποτέλεσμα ενός χάσματος ανταγωνιστικότητας, μεταξύ των διαφορετικών οικονομιών της ΟΝΕ, που παρότι προϋπήρχε της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ γιγαντώθηκε με εκρηκτικό τρόπο μετά από αυτήν. Αυτή δε, η εξέλιξη δε συνιστά τυχαίο αποτέλεσμα ή -μόνο ή κυρίως- εγχώρια, δική μας ανεπάρκεια, αλλά απότοκο της ίδιας της ύπαρξης της Ευρωζώνης.

Δεύτερον, σε συνέχεια του πρώτου, ο Κώστας Σημίτης διατύπωσε μια απλή αλήθεια: η Ευρωζώνη χτίστηκε στη βάση δημοσιονομικών και μόνο κριτηρίων. Τόσο ασφυκτικών μάλιστα που σχεδόν κανένα κράτος δεν μπορούσε να επιτύχει. Έκτοτε εξακολουθεί να πορεύεται στη βάση αυτών και υπό το πρόσχημά τους επιβάλλει ευρύτερες πολιτικές. Πρόκειται δηλαδή για έναν οργανισμό που προσπαθεί να περπατά με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω.

Το τρίτο και σημαντικότερο ωστόσο στοιχείο είναι η περιγραφή των θετικών επιπτώσεων κατά τον πρώην πρωθυπουργό, από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Η πρώτη ήταν ότι δεν έχουμε πια υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος. Μόνο, που εν μέσω κρίσης ιδίως, η αδυναμία υποτίμησης εθνικού νομίσματος αποτελεί θηλιά για μια οικονομία σαν την ελληνική και όχι όφελος. Επιβάλλει δε τη στροφή προς την εσωτερική υποτίμηση προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα, η οποία διέλυσε την ελληνική οικονομία δεδομένου ότι η τελευταία βασίζεται κυρίως στη ζήτηση και δεδομένου ότι οδήγησε σε συσταλτική νομισματική πολιτική εν μέσω ύφεσης.

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα στην Ευρωζώνη ήταν αναγκασμένη να επαναλάβει το ίδιο λάθος που είχε διαπράξει το 1929-1930 όταν και παρέμεινε δέσμια του κανόνα του χρυσού. Έχει δε, ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς σε μια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας του 2009 (σελ. 24 και 39), με τίτλο «Η Κρίση του 1929, Η Ελληνική Οικονομία και οι Εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τα Έτη 1928-1940», για να βρει αυτές ακριβώς τις παρατηρήσεις, εντοπισμένες στο ιστορικό πλαισίο. Επομένως η πρώτη θετική επίπτωση από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη δια στόματος Σημίτη, αποδεικνύεται επιζήμια έως καταστροφική.

Η δεύτερη υποτιθέμενη θετική επίπτωση είναι ο μειωμένος πληθωρισμός. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι η μείωση του πληθωρισμού ξεκίνησε και υλοποιήθηκε προ της ένταξης στην Ευρωζώνη. Η είσοδος στην ευρωζώνη αντιθέτως, σηματοδότησε μια γιγάντωση του κόστους διαβίωσης σε ό,τι έχει να κάνει με τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης η οποία δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ έκτοτε. Στην πραγματικότητα μειώθηκε το κόστος αγοράς συγκεκριμένων προϊόντων- συχνά εισαγομένων- αλλά σε ό,τι έχει να κάνει με την αξία του χρήματος όπως τη βιώνει η πλειοψηφία του πληθυσμού, υπήρξε δραματική μείωση.

Η τρίτη υποτιθέμενη θετική επίπτωση είναι η πλέον αφαιρετική και παρόλα αυτά ισχυρή στο δημόσιο αίσθημα. Συνοψίζεται στο «πώς θα τα καταφέρουμε μόνοι μας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης;». Την απάντηση εν μέρει την έδωσε ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης παρότι το επιχείρημά του είναι στεβλό. Πρώτα απ' όλα όπως ξέρουμε και εξήγησε ο ίδιος, η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν ταυτίζεται με τη συμμετοχή στον ενιαίο ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο. Η έξοδος από την ευρωζώνη, ουδόλως σημαίνει διεθνή, οικονομική, απομόνωση. Κυρίως όμως, η ζώνη του Ευρώ θα προσέφερε προστασία από τις αναταράξεις της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, εάν δεν τις συμπεριλάμβανε. Στην πραγματικότητα, η Ευρωζώνη όχι μόνο τις συμπεριλαμβάνει αλλά και τις εντείνει τρομακτικά. Ο ανέλεγκτος ρόλος του μεγάλου τραπεζικού και χρηματιστικού κεφαλαίου, το αναπτυξιακό χάσμα και ντάμπινγκ, τα δημοκρατικά ελείμματα, όλα βρίσκονται μεγεθυμένα λόγω της θεσμικής εγγύτητας, στον πυρήνα της ευρωζώνης.

Εν κατακλείδι, η συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού, παρά προφανώς τη θέλησή του, μάλλον κατέδειξε πώς και γιατί η συμμετοχή στην Ευρωζώνη λειτουργεί ως βαρίδι στην ελληνική οικονομία. Καλό θα ήταν πολλοί από εκείνους που την παρακολούθησαν επιλεκτικά, να τη δουν καθ' ολοκληρία. Άλλωστε, η αλήθεια συνήθως κρύβεται στα μισόλογα.

Δημοφιλή