Το Brexit ως ήττα του κεντρώου χώρου

Η πρόβλεψη ήταν τελικά λάθος, αλλά δεν έπεσε μόνο ο Κάμερον έξω. Είναι όπως με τον Τραμπ, όταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι προεξοφλούσαν διαρκώς το ξεφούσκωμα της δημοτικότητας του στις προκριματικές εκλογές, χωρίς τελικά αυτό να συμβεί ποτέ. Πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Τα πολιτικά κόμματα υποτιμούν τη δύναμη του λαϊκισμού και θεωρούν πως με την επίκληση της κοινής λογικής και ατράνταχτων επιχειρημάτων θα ξεσκεπάσουν τους δημαγωγούς. Στο τέλος όμως χάνουν.
Dylan Martinez / Reuters

Ο Ντέιβιντ Κάμερον θα μείνει στην ιστορία ως ο Βρετανός πρωθυπουργός που προκάλεσε το Brexit. Διάβασε λάθος τις προθέσεις της βρετανικής κοινωνίας, υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του, ενώ πιθανώς, θα μπορούσε με κατάλληλους χειρισμούς να αποφύγει το δημοψήφισμα.

To Brexit, όμως, δεν είναι απλώς ο λάθος υπολογισμός ενός πολιτικού προκειμένου να τακτοποιήσει εσωκομματικές εκκρεμότητες, όπως αρκετά συχνά ακούμε. Αντιθέτως, τα χαρακτηριστικά του ξεπερνούν τον Cameron ως πρόσωπο. Ο πρώην πρωθυπουργός πήρε τις αποφάσεις του μέσα σε ένα περιβάλλον σύνθετο και φορτισμένο, με τρόπο και ένταση που δεν συναντάμε μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και σε άλλες χώρες. Εκφράζει, επίσης, έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, αυτόν του κέντρου, τον οποίον οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας, όταν διαβάζουμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Ήταν το δημοψήφισμα αναπόφευκτο;

Ο Κάμερον ανήκει σε μία κατηγορία συντηρητικών ευρωσκεπτικιστών που επιθυμούν την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Το επιχείρημα τους είναι πως το δημοψήφισμα θα γινόταν έτσι κι αλλιώς, αφού ο ευρωσκεπτικισμός είχε πια προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στα χέρια των λαϊκιστών, και αποτέλεσε το όχημα προκειμένου να εκφραστεί η αποδοκιμασία του εκλογικού σώματος προς το πολιτικό κατεστημένο.

Το UKIP, όπως συμβαίνει με όλα τα πετυχημένα αντισυστημικά κόμματα, δεν αυξάνει απλώς τα δικά του ποσοστά, αλλά διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα συνολικά, συνομιλώντας με ψηφοφόρους απ' όλο το πολιτικό φάσμα που θέλουν να τιμωρήσουν το σύστημα. Από αυτή την άποψη, ο αρνητισμός απέναντι στην Ευρώπη δεν είναι απλώς εσωκομματικό πρόβλημα των Τόρις, αλλά στρέφεται ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική άποψη, όπως αυτή εκφράζεται από τα παραδοσιακά κόμματα. Αυτό, άλλωστε, μας λέει και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Το Leave κέρδισε, ενώ 492 από τους 650 βουλευτές υποστήριξαν το Remain. Ακόμη, περίπου το 35% των ψηφοφόρων του Εργατικού Κόμματος ψήφισαν Brexit, ενάντια στην επίσημη θέση του κόμματος υπέρ της παραμονής.

Η αδυναμία εναρμονισμού του πολιτικού κόσμου με το λαϊκό αίσθημα είναι ένα γενικότερο πρόβλημα, το οποίο ο Κάμερον επιχείρησε να λύσει. Θεώρησε ότι έπρεπε να βγάλει από τη μέση το εμπόδιο του λαϊκισμού που δηλητηρίαζε την πολιτική ζωή (αυτό το νιώθει κανείς παντού στη Μεγάλη Βρετανία: στα πρωτοσέλιδα των λαϊκών εφημερίδων, στις συζητήσεις με φίλους, στον αναπάντεχα επιθετικό λόγο μέχρι πρότινος μετριοπαθών πολιτικών) και αποπροσανατόλιζε την κυβέρνησή από τα μεγάλα μέτωπα της ανισότητας, του υψηλού κόστους ζωής, των υπηρεσιών υγείας. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το ζήτημα δεν ήταν αν θα γινόταν δημοψήφισμα, αλλά ποιος και πότε θα το προκαλούσε από θέση ισχύος, ώστε να το κερδίσει.

Έπεσε μόνο ο Κάμερον έξω;

Συχνά ακούμε ότι ο πρώην πρωθυπουργός κέρδισε τις εκλογές του 2015, γιατί υποσχόμενος το δημοψήφισμα συμμάχησε με την ακραία πτέρυγα του κόμματος, υιοθετώντας τη ρητορική της. Η κριτική αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι ενώ ο Κάμερον είχε ήδη δεσμευθεί για το δημοψήφισμα, επικράτησε στις εκλογές του 2015, κερδίζοντας τον μεσαίο χώρο. Το κατάφερε χάρη στις ψήφους των κεντρώων Liberal Democrats, του κατεξοχήν φιλοευρωπαϊκού κόμματος της χώρας.

Από τις 39 έδρες που έχασαν οι Φιλελεύθεροι σε αγγλικό έδαφος, οι 27 πήγαν στους Συντηρητικούς και μόνο οι 12 στους Εργατικούς. Από τη μία λοιπόν, η αναπάντεχη αυτοδυναμία στις εθνικές εκλογές ενίσχυσε την επιρροή του Κάμερον μέσα στο κόμμα, και από την άλλη, τα χαρακτηριστικά της ψήφου του 2015, επιβεβαίωσαν τη δυνατότητα του να απευθύνεται ως εκσυγχρονιστής σε μετριοπαθείς ψηφοφόρους και εκτός των Συντηρητικών. Η χρονική συγκυρία υπήρξε επίσης ευνοϊκή. Ο Κάμερον έκρινε πως το δημοψήφισμα έπρεπε να γίνει όσο δυνατόν πλησιέστερα στην εκλογική του νίκη, ώστε να αποφύγει ένα κλασικό πρόβλημα των δημοψηφισμάτων: την τάση του εκλογικού σώματος να ψηφίζει εναντίον της κυβερνητικής πρότασης, ανεξαρτήτως της ουσίας της, προκειμένου να αποδοκιμάσει μία φθαρμένη κυβέρνηση.

Ο πρώην πρωθυπουργός θεώρησε λοιπόν ότι είχε το πολιτικό κεφάλαιο που θα του επέτρεπε να κερδίσει, στηριζόμενος επιπλέον στο επιχείρημα της οικονομίας, το οποίο η πλευρά του remain κέρδισε κατά κράτος. Είχε δε στο πλευρό του τους ακαδημαϊκούς, τους διπλωμάτες, τον επιχειρηματικό κόσμο, την τράπεζα της Αγγλίας, τους τρεις πρώην πρωθυπουργούς της χώρας. Τον στήριξε επίσης ανοιχτά σύσσωμη η διεθνής κοινότητα, με εξαίρεση πολιτικούς (Τραμπ, Πούτιν) εξαιρετικά αντιδημοφιλείς στη βρετανική κοινή γνώμη, η οποία, επιπλέον, παραδοσιακά ψηφίζει συντηρητικά στα δημοψηφίσματα, αποτρέποντας έτσι τις βίαιες πολιτικές αλλαγές.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το να προβλέπει κανείς νίκη του leave πριν την τελική ευθεία προς το δημοψήφισμα συνιστούσε μία παρακινδυνευμένη, αιρετική άποψη. Αντιθέτως, το ότι το remain είχε το προβάδισμα υπήρξε κοινός τόπος.

Η πρόβλεψη ήταν τελικά λάθος, αλλά δεν έπεσε μόνο ο Κάμερον έξω. Είναι όπως με τον Τραμπ, όταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι προεξοφλούσαν διαρκώς το ξεφούσκωμα της δημοτικότητας του στις προκριματικές εκλογές, χωρίς τελικά αυτό να συμβεί ποτέ. Πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Τα πολιτικά κόμματα υποτιμούν τη δύναμη του λαϊκισμού και θεωρούν πως με την επίκληση της κοινής λογικής και ατράνταχτων επιχειρημάτων θα ξεσκεπάσουν τους δημαγωγούς. Στο τέλος όμως χάνουν.

Εκτός όμως, από ήττα της κεντρικής πολιτικής σκηνής, το δημοψήφισμα έπληξε καίρια τους κατεξοχήν πολέμιους του Brexit: τον παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκό κεντρώο χώρο ο οποίος στη Μεγάλη Βρετανία ιστορικά συνασπίζεται γύρω από το θέμα της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τρεις πρώην πρωθυπουργοί: Τζον Μέιτζορ, Τόνι Μπλερ, αλλά και ο Γκόρντον Μπράουν εκπροσωπούν τις μετριοπαθείς φιλοευρωπαϊκές πτέρυγες των ιδεολογικών τους χώρων. Στο πρόσωπο του Κάμερον ηττήθηκε ο μεσαίος χώρος των Συντηρητικών, οι εκσυγχρονιστές της δεξιάς με φιλελεύθερη ατζέντα, και με σύνθημα τη σύνθεση απόψεων ανάμεσα στους μετριοπαθείς όλων των κομμάτων.

Σήμερα πολιτικοί όπως ο Τζωρτζ Όσμπορν ή η Νίκι Μόργκαν, εκσυγχρονιστές κεντρώοι των Συντηρητικών βρίσκονται στο περιθώριο του κόμματος, και σε μεγάλο βαθμό και της πολιτικής ζωής. Ηττήθηκαν επίσης Εργατικοί, όπως ο Πίτερ Μάντελσον, από τους πρωτεργάτες των New Labour, αλλά και ο νέος δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Χαν. Πολιτικοί δηλαδή που συμμετείχαν στην υπερκομματική καμπάνια του Remain μαζί με τους συντηρητικούς και φιλελεύθερους, κάτι που απέφυγε ο Κόρμπιν και η ριζοσπαστική πτέρυγα του κόμματος. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά καθιστούν το αποτέλεσμα του περασμένου Ιουνίου εξαιρετικά δυσάρεστο για τον χώρο του κέντρου, αλλά και πολύπλοκο ώστε να ξεμπερδέψουμε μαζί του, περιγράφοντας το απλώς ως μία ανεύθυνη ζαριά ενός επηρμένου πολιτικού.

Δημοφιλή