Είδα: τις «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη

Σε αυτό το τοπίο δυστυχώς έρχεται να ενταχθεί η σημαντικότερη κατάθεση της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας από τον Ευριπίδη, μια κραυγή για δημοκρατία και δικαιοσύνη σε ένα κόσμο που βουλιάζει άναρχα μέσα στις θηριωδίες του πολέμου. Και η πρόκληση για ένα αξιοπρεπές ανέβασμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.
ethniko theatro

Πριν κανείς προλάβει να πάρει θέση στο θέατρο όπου σταθμεύουν (γι' απόψε) οι, κατά Χατζάκη, «Τρωάδες» δέχεται μια πρωτοφανή επίθεση κακογουστιάς. Ένα ογκώδες σκηνικό - ως άλλη πύλη της Τροίας - στο χρώμα της στάχτης, περιστοιχισμένο από ξύλινες πέργκολες παραλίας, προβάλλουν σε ένα θολό τοπίο από τεχνητούς καπνούς που παραπέμπει, χωρίς αμφιβολία, στη φλεγόμενη αρχαία πόλη. Και το πρώτο στιγμιότυπο της παράστασης ξεκινά με τις Τρωαδίτισσες σιωπηλές, μαυροφορεμένες με έντονα μακιγιαρισμένα μάτια να εμφανίζονται σαν φαντάσματα κάτω από αυτή την πύλη - σαν να επίκειται η έναρξη ενός θρίλερ. Δυστυχώς, η αλήθεια δεν απέχει πολύ από αυτή την πρώτη εντύπωση.

Τουλάχιστον επί της αισθητικής, δομικής και λειτουργικής πλευράς η παράσταση παίρνει μια τρομακτική τροπή που φαίνεται να έλκει την καταγωγή της από παλαιάς κοπής αναπαραστάσεις τραγωδίας, σοβαρά κενά εμπνεύσεως και άποψης, και αλλεπάλληλες εκρήξεις υπερβολής και λαϊκισμού, που παραδίδουν αυτό το σκηνικό αποτέλεσμα.

Είναι αναπόφευκτο να μην προκαταβάλει αρνητικά τον θεατή η σκηνική κατασκευή (από την Ερση Δρίνη) που θυμίζει προσόψεις από κινηματογραφικές παραγωγές των 50's. Το αισθητικό αυτό περιβάλλον τονώνεται από τα εξόφθαλμα «γεμάτα» κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ - που μοιάζει να έχει συνδυάσει τρία παλαιότερα δικά του σχέδια σε ένα - καθώς και τις περούκες, τύπου αιχμαλώτων Αουσβιτς, που παρουσιάζει ο Χρόνης Τζήμου.

Σε αυτό το τοπίο δυστυχώς έρχεται να ενταχθεί η σημαντικότερη κατάθεση της παγκόσμιας αντιπολεμικής λογοτεχνίας από τον Ευριπίδη, μια κραυγή για δημοκρατία και δικαιοσύνη σε ένα κόσμο που βουλιάζει άναρχα μέσα στις θηριωδίες του πολέμου. Και η πρόκληση για ένα αξιοπρεπές ανέβασμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.

Από εδώ, η αισθητική περιπέτεια ταυτίζεται με τη σκηνοθετική απραξία που ξοδεύει την, όποια, ενέργειά της στην επιφανειακή ανάγνωση, σκάβει μόνο για εκβιάσει τη συγκίνηση και τελικά να οδηγήσει έναν άξιο θίασο ολοταχώς προς την υπερβολή. Κυρίως στο δεύτερο μέρος της παράστασης, οπότε και εξελίσσεται το δράμα, μεγεθύνονται τα προβλήματα• την ώρα που όλη η παράσταση στηρίζεται στην άνευρη γραμμική αφήγηση, περιμένοντας τα ξεσπάσματα των σωμάτων να μας θυμίσουν πως πρόκειται για ζωντανό οργανισμό.

Η διαχείριση δε, του Χορού είναι το αποκορύφωμα αυτού του πτωχευμένου σκηνοθετικού στιλ που ολισθαίνει διαρκώς προς την καρικατούρα: Ακατανόητες, μεγάλες κινήσεις, νευρωτικές εκδηλώσεις, φωνές, στριγκλιές, αδικαιολόγητα πάνω - κάτω που επ' ουδενί δεν συνδέονται με το δράμα γυναικών που θρηνούν τις συμφορές και την τραγική τους μοίρα. Τα δε προηχογραφημένα Χορικά - στη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου που υφολογικά ταυτίζονται με φωσκολικά έπη της δεκαετίας του '70 - αναβιώνουν το κακό ρετρό του αρχαίου δράματος.

Από αυτό το σύνολο μόνο να διασωθεί κανείς μπορεί - ακόμα κι αν πρόκειται για ηθοποιούς με εμπειρία, εγνωσμένο ταλέντο και μέγεθος όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Μαρία Κίτσου, η Κόρα Καρβούνη ή ο Νίκος Ψαρράς - από την ανδρική διανομή. Και οι τρεις στους ρόλους της Εκάβης, της Κασσάνδρας και της Ανδρομάχης αντίστοιχα, δίνουν ερμηνείες έγκυρες, δυναμικές που ωστόσο δεν αποφεύγουν να φλερτάρουν με το όριο αυτής της εγκυρότητας ή να καταφύγουν σε προβλέψιμες λύσεις. Στέρεος και ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του Ταλθύβιου σε αντίθεση με τον Κρατερό Κατσούλη που κινείται και ερμηνεύει το Μενέλαο λουσμένος στην υπερβολή. Η Ελένη Ρουσσινού κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει το στερεότυπο της ωραίας Ελένης, όσο για τον Θέμη Πάνου χάνεται στην έναρξη της παράστασης (μέσα σε ένα ακόμα ανεκδιήγητο κοστούμι - μακιγιάζ) στο ρόλο του Ποσειδώνα.

Κερασάκι στην τούρτα, η ένθετη παρουσία ενός «Δαίμονα» (ναι, έτσι τον ονομάζει η σκηνοθεσία) που περιφέρεται σαν ερπετό στην αρχή και το τέλος της παράστασης, μέσα σε ένα κουρελιασμένο κοστούμι και μια ρέγκε περούκα που δεν επιτρέπει να αναγνωρίσουμε το πρόσωπό του. Μόνο κατά την στιγμή της υπόκλισης διαπιστώνουμε πως πρόκειται για την Γεωργιάννα Νταλάρα. Αυτή, ως φαίνεται, ήταν και η μοναδική συνεισφορά του Σωτήρη Χατζάκη ως νεωτεριστική παρέμβαση στο, αρχοντοχωριάτικης αντίληψης, ανέβασμά του.

Στέλλα Χαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Ακολουθήστε το www.tospirto.net στο facebook

Δημοφιλή