Είδα: τo «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά

Ας μην γελιόμαστε. Στο θέατρο μας οδηγούν πιο συχνά τα έργα παρά οι συντελεστές τους. Αν αυτό δε συνδυαστεί εύστοχα, τότε μιλάμε για έργα που ευτυχούν και μαζί οι θεατές τους.
tospirto.net

Ας μην γελιόμαστε. Στο θέατρο μας οδηγούν πιο συχνά τα έργα παρά οι συντελεστές τους. Αν αυτό δε συνδυαστεί εύστοχα, τότε μιλάμε για έργα που ευτυχούν και μαζί οι θεατές τους.

Η αμέσως προηγούμενη σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά στο «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν» του Χουάν Μαγιόρκα άφησε οπωσδήποτε θετικές εντυπώσεις, παρά το ότι το έργο είναι αμφιλεγόμενο ως προς το περιεχόμενό του. Εδώ αντίστροφα, μεγαλύτερο δέλεαρ αποτελεί το έργο του Τομ Στόπαρντ, «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί», ένα κλασικό κείμενο με κωμική επίφαση που ωστόσο έχει πολλές στοιβάδες και ευκαιρίες για υπαρξιακό αναστοχασμό: Το θέατρο όπως εισβάλλει και εγγράφεται μέσα στη ζωή και τούμπαλιν, ο άνθρωπος απέναντι στο θάνατο, η μοίρα, η τύχη, η εξουσία, το αέναο παιχνίδι του θεάτρου και η ανάγκη του παιχνιδιού.

Για όλα αυτά, ο Στόπαρντ μιλάει μέσα από ένα πολύ πυκνό νοημάτων κείμενο, που έχει για αφετηρία τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ. Αντί όμως να στέψει για πρωταγωνιστή τον πρίγκιπα της Δανίας, στρέφεται σε δύο ασήμαντους αυλικούς του -που προορίζονται να μετέχουν στην δολοφονία του- και διατρέχει πολλά από τα θέματα που απασχολούν το πρωτότυπο έργο από τη δική τους πλευρά, από την ανάποδη δηλαδή. Η ευφυής ιδέα του αναποδογυρίσματος -για την οποία ο Τομ Στόπαρντ βραβεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου- αναπτύσσεται με δαιδαλώδη τρόπο· πειραματίζεται δηλαδή με τη δομή, συνενώνει δύο έργα και τρεις πυρήνες πρωταγωνιστών, βάζει διάφορα γλωσσικά εμπόδια κ.ο.κ.

Πάνω σε όλα αυτά τα δεδομένα, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά εμφανίζεται δυσανάγνωστη. Ειδικά για κάποιον που συναντά για πρώτη φορά το έργο, θα σκοντάψει στην προσπάθεια του να το καταλάβει, να το αφομοιώσει. Κι από τη στιγμή που δεν «ακούγεται», το έργο παρασύρει μαζί του όλο το οικοδόμημα της παράστασης. Η δε καταφυγή σε πολλά ευρήματα, «μπουκώνει» την παράσταση επιτείνοντας τη γενικότερη σύγχυση. Εντοπίζουμε δηλαδή σημεία στη ροή της όπου τα χάπενινγκ υποσκελίζουν το κείμενο ακόμη και τους ίδιους τους ρόλους.

Κάπως έτσι «χάνεται» ή δεν εκτιμάται η γρήγορη ταχύτητα με την οποία «τρέχει» η παράσταση, αλλά και ο ωραίος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το εύρημα του θεάτρου εν θεάτρω (ακόμα και σε σκηνογραφικό επίπεδο από τη Δήμητρα Λιάκουρα). Στα θετικά να προσθέσουμε και την πρωταγωνιστική ομάδα (Γεράσιμος Γεννατάς, Γιώργος Παπαπαύλου, Θοδωρής Σκυφτούλης, Αννα Ελεφάντη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης) με την υποσημείωση ότι αποδίδει σε ό,τι της έχει δοθεί από τη σκηνοθετική γραμμή. Έχει γρήγορα αντανακλαστικά και προσαρμοστικότητα μολονότι οι ηθοποιοί της δεν προσφέρουν ερμηνείες με την τυπική έννοια του όρου. Από το σύνολο πάντως ξεχωρίζει με διαφορά -και λόγω εμπειρίας- ο Γεράσιμος Γεννατάς υποδυόμενος τον Γκίλντενστερν.

Καταλήγοντας, έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια που μοιράζεται ανάμεσα σε κάποια καλά στοιχεία και σε σοβαρές αδυναμίες. Εν ολίγοις άνιση.

Στέλλα Xαραμή

Διαβάστε περισσότερα για ό,τι συμβαίνει στις τέχνες στο www.tospirto.net

Δημοφιλή