Περί ευρωπαϊκού κεκτημένου και εργασιακών δικαιωμάτων

Η υπεύθυνη διαχείριση του ζητήματος θα ήταν η κυβέρνηση να αναγνωρίσει ότι το όριο του 5% θα χαθεί και να προχωρήσει στην εξειδίκευση εκείνων των μέτρων σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση ώστε (όπου υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα) να βρίσκεται λύση ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Αντ` αυτού ακούμε ότι υπάρχει διαπραγμάτευση και ότι διεκδικούμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο ή τα ευρωπαϊκά πρότυπα (European standards - έννοια η οποία παραπέμπει στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας) ή ακόμα χειρότερα την προστασία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου στη χώρα μας.
Milos Bicanski via Getty Images

Ως Ευρωπαϊκό Κεκτημένο (Acquis Communautaire) ορίζουμε όλο εκείνο το σύνολο από Συνθήκες, νομολογία και διεθνείς συμφωνίες, μεταξύ άλλων, οι οποίες πραγματοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Άρα φαίνεται λίγο παράδοξη η επίκληση ενός συνόλου περίπου 108000 εγγράφων στη διαπραγμάτευση για τα εργασιακά με το κουαρτέτο. Ειδικά δε, η μετάφραση που έχουμε αποδεχτεί στην Ελλάδα (ως κεκτημένο) σημαίνει ότι είναι κάτι το οποίο κατακτήθηκε από αγώνες. Εντούτοις, ο ελληνικό όρος δεν προσδιορίζει επακριβώς τη σημασία του όρου, δηλαδή ότι το Acquis Communautaire είναι μία μορφή ευρωπαϊκού δικαίου που αποκτήθηκε και όχι κατακτήθηκε από τα κράτη μέλη, από την ίδρυση της Ένωσης το 1957.

Τώρα, όταν αναφερόμαστε σε κοινωνικό κεκτημένο στις εργασιακές σχέσεις αυτό περιλαμβάνει μία σειρά από εργασιακά δικαιώματα και τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές οδηγίες ή αποφάσεις δικαστηρίων, σχετικά με τα δικαιώματα όσων εργάζονται σε μη-τυπική εργασία, την ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων και πολλά άλλα. Ειδικότερα δε για τις κλαδικές συμβάσεις, αυτές όπως ορίζεται στο Άρθρο 28 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. προστατεύονται στα κράτη μέλη της Ε.Ε.

Η διεκδίκηση όμως, από την ελληνική πλευρά, για την επαναφορά των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων προκάλεσε την ωμή απάντηση από τους εταίρους ότι οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις στην ουσία δεν έχουν καταργηθεί, αλλά έχουν ανασταλεί για τη διάρκεια του μεσοπρόθεσμου. Αυτή η απάντηση νομικά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και οι ευθύνες βαραίνουν τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Τα παράδοξο όμως για τις κλαδικές συμβάσεις είναι ότι, κατά την προσωπική μου άποψη, η κυβέρνηση δεν θα επιθυμούσε και ιδιαίτερα την επαναφορά τους. Ας αναλογιστούμε ότι η κυβέρνηση αυτή, αριστερή, έχει πιο ισχυρές συμμαχίες με τους εργοδότες στη χώρα παρά με τους εκπροσώπους των συνδικαλιστών στον ιδιωτικό τομέα. Άρα, αν η διαπραγμάτευση δεν λαμβάνει χώρα για τις κλαδικές συμβάσεις όπως αφήνουν να εννοηθεί προς τα έξω, τότε ποιο είναι το ζητούμενο της διαπραγμάτευσης;

Το ζητούμενο είναι οι ομαδικές απολύσεις. Σύμφωνα με την Οδηγία 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 αναφέρεται στο Άρθρο 1 ότι ως ομαδικές νοούνται οι «απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών τουλάχιστον για περίοδο 30 ημερών σε 10% του αριθμού των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζομένους».

Το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το Νόμο 3863/2010 αναφέρει στο Άρθρο 74 παράγραφος 1, ότι οι ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες υπερβαίνουν το 5% και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους. Το θέμα αυτό έχει αναδειχτεί και από την προσφυγή της ΑΓΕΤ κατά του Υπουργείου Εργασίας στο Δικαστήριο της Ε.Ε. (οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι και οι ίδιες ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο) σχετικά με το δικαίωμα της εταιρίας να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις σύμφωνα με τα όσα ορίζονται από την Οδηγία 98/59/ΕΚ και όχι από το νόμο 3863/2010. Η απόφαση, εικάζω ότι θα είναι καταδικαστική για την Ελλάδα αν και η εταιρία κατηγορείται ότι δεν προέβη σε όλες εκείνες εκ του νόμου ενέργειες για την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εργαζομένων της. Το τελευταίο αποτελεί ίσως και το σημαντικότερο στοιχείο, καθώς η εθνική νομοθεσία δεν είχε εξειδικεύσει τη συγκεκριμένη ρύθμιση, ενώ η ευθύνη βαρύνει και τους συνδικαλιστές οι οποίοι είχαν εναντιωθεί στη σύσταση συμβουλίων εργαζομένων, σύμφωνα με το Νόμο 1767/1988 για τη διαβούλευση και ενημέρωση με την εργοδοσία.

Η υπεύθυνη διαχείριση του ζητήματος θα ήταν η κυβέρνηση να αναγνωρίσει ότι το όριο του 5% θα χαθεί και να προχωρήσει στην εξειδίκευση εκείνων των μέτρων σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση ώστε (όπου υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα) να βρίσκεται λύση ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Αντ` αυτού ακούμε ότι υπάρχει διαπραγμάτευση και ότι διεκδικούμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο ή τα ευρωπαϊκά πρότυπα (European standards - έννοια η οποία παραπέμπει στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας) ή ακόμα χειρότερα την προστασία του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου στη χώρα μας.

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο αποτελεί μία ασαφή έννοια, η οποία, βαδίζει σε ανάλογο βαθμό με την προσπάθεια εξεύρεσης ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (είναι ομοσπονδία κρατών; είναι κράτος; μοιάζει περισσότερο με μία πολυεθνική επιχείρηση;) και προτάσσεται απέναντι στα άλλα μοντέλα κρατών (όπως αυτά των Η.Π.Α., της Ιαπωνίας ή της Κίνας) όσον αφορά τη διαμόρφωση μίας ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας για τους πολίτες της Ένωσης. Στην ουσία περιγράφει ένα σύνολο διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων το οποίο λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των καταναλωτών και άλλων. Ο αναγνώστης, με τα λίγα αυτά στοιχεία μπορεί να καταλάβει σε τι θέση βρίσκεται η Ελλάδα, ιδιαίτερα σε ζητήματα τα οποία δεν είναι μνημονιακές υποχρεώσεις (όπως για παράδειγμα το περιβάλλον ή τα ανθρώπινα δικαιώματα).

Δημοφιλή