Τα βασικά λάθη της ελληνικής κυβέρνησης που οδήγησαν στο τρίτο μνημόνιο

Το δεύτερο σημαντικό λάθος ήταν η κακή εκτίμηση των ισορροπιών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη που μοιραία οδήγησε και στην επιλογή λανθασμένης στρατηγικής. Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα ήταν, και εξακολουθεί να είναι, αδύναμη για να επηρεάσει σε καθοριστικό βαθμό τις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Σε κυβερνητικό και πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και εξαιρετικά δημοφιλής τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του στο εσωτερικό, δεν είχε κανέναν σημαντικό σύμμαχο στο εξωτερικό. Το μόνο που μπόρεσε να βρει ήταν κάποιους συνομιλητές που είχαν τη βούληση να τον ακούσουν και συνυπάρξουν μαζί του. Αυτό όμως απείχε πάρα πολύ από το να έχει κάποιον σημαντικό παίκτη στο πλευρό του.
Cathal McNaughton / Reuters

Αυτές τις μέρες ακούμε και διαβάζουμε όλο και πιο συχνά τη φράση «ξαναζούμε τις περσινές ημέρες», σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές. Η φράση κάνει σαφή αναφορά στην αγωνία που βίωσε η κοινή γνώμη καθ' όλο το πρώτο επτάμηνο του 2015 και την απογοήτευσή της, όταν η διαπραγμάτευση κατέληξε στη δέσμευση για άλλο ένα (τρίτο) σκληρό μνημόνιο προσαρμογής.

Τι ήταν τελικά αυτό που πήγε στραβά για την Ελλάδα εκείνη την περίοδο; Ποια ήταν τα λάθη της ελληνικής πλευράς και πόσο κόστισαν τελικά; Αν και η πολιτική εκτίμηση μπορεί να διαφέρει, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του κάθε ενός, η κρίση για τους διαπραγματευτικούς χειρισμούς είναι σαφώς πιο ξεκάθαρη. Δυστυχώς κατά το παραπάνω διάστημα σημειώθηκε πληθώρα λαθών. Ας δούμε όμως ποια ήταν τα τρία σοβαρότερα από αυτά:

Πρώτο ήταν η επιλογή του Γιάνη Βαρουφάκη για τη θέση του υπουργού Οικονομίας και η λευκή επιταγή για το χειρισμό της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Αποδείχτηκε ότι με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, τις παλινωδίες του, τους μη ρεαλιστικούς στόχους του, την τάση του για ατελείωτη επιχειρηματολογία και την παντελή άγνοιά του για «τη μηχανική» μιας διαπραγμάτευσης, εξελίχθηκε σε έναν πολλαπλασιαστή λαθών, με βαρύτατες συνέπειες για τους Έλληνες φορολογουμένους που τα πλήρωσαν και θα τα πληρώνουν για πολλά ακόμη χρόνια. Ο Βαρουφάκης ήταν καταδικασμένος ν' αποτύχει από την πρώτη ημέρα της κυβερνητικής του θητείας για τρεις λόγους. Παίρνοντας (σχεδόν) λευκή επιταγή από τον Α. Τσίπρα να χειριστεί τη διαπραγμάτευση όπως εκείνος έκρινε, δεν είχε κανέναν έλεγχο στους χειρισμούς του. Αυτό δείχνει έλλειμμα ηγεσίας. Οι άστοχες προτάσεις του, που αγνοήθηκαν αμέσως από τους συνομιλητές του, ανέδειξαν το κενό προετοιμασίας του. Η διαπραγματευτική εμπειρία και πρακτική δείχνει ότι το τελικό αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα της προετοιμασίας. Εδώ υπήρξε τεράστιο έλλειμμα προετοιμασίας. Τέλος, όταν κατεδαφίστηκε η αξιοπιστία του και απαξιώθηκε από τους συναδέλφους του κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup στη Ρίγα, φάνηκε ότι δεν είχε καμία ιδέα πώς να χειριστεί το αδιέξοδο που είχε προκύψει. Αυτό δείχνει άγνοια βασικών διαπραγματευτικών χειρισμών.

Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι Έλληνες πολιτικοί έχουν προβληματική σχέση με την έννοια του χρόνου, ειδικά στο ρόλο που αυτός παίζει σε μια διαπραγμάτευση.

Το δεύτερο σημαντικό λάθος ήταν η κακή εκτίμηση των ισορροπιών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη που μοιραία οδήγησε και στην επιλογή λανθασμένης στρατηγικής. Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα ήταν, και εξακολουθεί να είναι, αδύναμη για να επηρεάσει σε καθοριστικό βαθμό τις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Σε κυβερνητικό και πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και εξαιρετικά δημοφιλής τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του στο εσωτερικό, δεν είχε κανέναν σημαντικό σύμμαχο στο εξωτερικό. Το μόνο που μπόρεσε να βρει ήταν κάποιους συνομιλητές που είχαν τη βούληση να τον ακούσουν και συνυπάρξουν μαζί του. Αυτό όμως απείχε πάρα πολύ από το να έχει κάποιον σημαντικό παίκτη στο πλευρό του. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 την εκστρατεία του για να αλλάξει τις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές, είχε μια εντελώς λάθος εικόνα για το πόσο ισχυροί ήταν οι συνομιλητές του, για τη στήριξή του από άλλους εταίρους που δεν ήρθε ποτέ, και για την (ελάχιστη) απήχηση που θα είχαν οι θέσεις του στα ευρεία λαϊκά στρώματα στην Ευρώπη.

Το τρίτο λάθος έχει να κάνει με την εκτίμηση των αποθεμάτων χρόνου και χρημάτων. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι Έλληνες πολιτικοί έχουν προβληματική σχέση με την έννοια του χρόνου, ειδικά στο ρόλο που αυτός παίζει σε μια διαπραγμάτευση. Όταν ένας διαπραγματευτής τελεί υπό πίεση χρόνου, τα λάθη χειρισμών παραμονεύουν και είναι πιο εύκολο να γίνουν. Υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες ο χρόνος «πυκνώνει». Τότε παίζουν σημαντικό ρόλο η εμπειρία και η ταχύτητα των αποφάσεων. Όταν στην πίεση χρόνου προστεθεί και η έλλειψη χρημάτων, (όλοι θυμούνται τη συγκέντρωση χρημάτων από δήμους και περιφέρειες, μέχρι νοσοκομεία και οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα κατά τον Ιούνιο 2015), η αδύναμη πλευρά γίνεται ακόμη πιο ευάλωτη και τα λάθη της στοιχίζουν ακόμη περισσότερο. Η ελληνική κυβέρνηση είχε κάθε συμφέρον να επιταχύνει από την αρχή τη διαπραγματευτική διαδικασία. Έπραξε όμως το ακριβώς αντίθετο, θεωρώντας ότι τα χρονικά της περιθώρια ήταν σχεδόν ανεξάντλητα.

Αν και τα παραπάνω λάθη ήταν τα σημαντικότερα, δυστυχώς δεν ήταν τα μόνα. Υπήρξε σημαντικός αριθμός άλλων λανθασμένων χειρισμών. Κάποιοι είχαν μικρό ή συμβολικό κόστος, κάποιοι άλλοι ζημίωσαν την Ελλάδα σε σημαντικό βαθμό. Το μεγαλύτερο δυστύχημα όμως δεν είναι τα λάθη που έγιναν πριν από περίπου ένα έτος. Αυτά δεν μπορούν ν' αναστραφούν και η ιστορία δεν μπορεί ν' αλλάξει. Η ατυχία της Ελλάδας έγκειται στο ότι οι πολιτικοί της δεν δείχνουν να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Το ποσοστό των λαθών που επαναλαμβάνονται είναι αποκαρδιωτικό και δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.

Δημοφιλή