Η αστική φιλοσοφική ανθρωπολογία και η εκπαίδευση της αγοράς

Τι σημαίνει όμως αμορφωσιά και ακρισία, ποιο είναι το περιεχόμενό τους και πώς συνδέονται με την εκπαίδευση και την οργάνωση της οικονομίας και της πολιτικής; Αμφότερες αναφέρονται στους πολίτες που χωρίς να έχουν στοιχειώδεις γνώσεις του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της (αστικής) οικονομίας άγονται και φέρονται από ανόητους και λαοπλάνους πολιτικούς, από τη λαϊκιστική Δεξιά και Αριστερά, εφόσον είναι ανοιχτοί «στην παραπληροφόρηση, στη δημαγωγία (και) στην ατιμώρητη συκοφαντία».
inFocusDC via Getty Images

Σε καιρούς κρίσης, ο κριτικά σκεπτόμενος πολίτης οφείλει να θέτει ερωτήματα σχετικά με το πώς μπορεί να βελτιωθεί η δημοκρατία και οι όροι λειτουργίας της. Μια τέτοια παρέμβαση από τη φιλελεύθερη σκοπιά κάνει ο Ομότιμος Καθηγητής Γιώργος Δερτιλήςσε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα Liberal. Διαβάζοντας κανείς τις απόψεις του μπορεί να πάρει μια σύντομη γεύση της φιλοσοφίας της ιστορίας και της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας που επεξεργάζεται ο φιλελευθερισμός και που αποτελεί τη βάση όλης της περαιτέρω ανάλυσής του για την πολιτική, την κοινωνία και την ηθική.

Με τον όρο πολιτική φιλοσοφία και φιλοσοφική ανθρωπολογία αναφερόμαστε στους όρους βάσει των οποίων κρίνεται η πρόοδος του πολιτισμού μιας κοινωνίας και το ζήτημα της δυνατότητας του ανθρώπου να βελτιώνει τη φύση και τη θέση του εντός της κοινωνίας και της ιστορίας. Στη φιλελεύθερη παράδοση το στοιχείο που κυριάρχησε ήταν η πίστη ότι ο πολιτισμός ταυτίζεται με την προοπτική ανάπτυξης του καπιταλιστικού πνεύματος και πρακτικής. Ο Άνταμ Σμιθ στον «Πλούτο των Εθνών» ταύτισε τα πολιτισμένα με τα πλούσια έθνη, ενώ ο άνθρωπος ως έλλογο ον λειτουργεί αποκλειστικά ως φορέας των ποικίλων καπιταλιστικών κατηγοριών, δηλαδή του κέρδους και του χρήματος που οφείλει να πολλαπλασιάζεται διαρκώς και απρόσκοπτα.

Ομοίως, ο Καντ βλέπει την κοινωνία ως ένα δάσος του οποίου η διατήρηση στηρίζεται στον ανταγωνισμό των επιμέρους μονάδων που το αποτελούν, μια πρακτική που δεν ταυτίζεται με τη σύγκρουση και την απορρύθμιση, αλλά με την αρμονία και ευημερία. Τέλος οι Τόμας Χομπς και Τζον Λοκ φτάνουν το επιχείρημα στα άκρα υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να εξαναγκαστούν να μάθουν να εργάζονται με καπιταλιστικούς όρους, αν θέλουν να θεωρούνται πλήρη μέλη του παρόντος πολιτισμού, ενώ οι φτωχοί θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά για την οκνηρία και απροθυμία τους.

Γενικά, η φιλελεύθερη φιλοσοφική ανθρωπολογία και φιλοσοφία της ιστορίας στηρίζεται σε αρχές όπως η άοκνη και σκληρή εργασία, ο πολλαπλασιασμός του χρήματος με κάθε τρόπο και η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών ως ανταμοιβή για το ότι το άτομο ανταποκρίθηκε με επιτυχία στις απαιτήσεις του κέρδους και της μετατροπής του χρήματος σε κεφάλαιο.

Ο Δερτιλής ακολουθώντας αυτή τη γραμμή σκέψης, παρατηρεί στο τελευταίο μέρος της συνέντευξής του ότι: «η χώρα μας παράγει λιγότερα από όσα χρειάζεται για να ζει καλά, [...] (ενώ από) τα αγαθά που παράγει ελάχιστα είναι διεθνώς ανταγωνιστικά [...] Ακόμη και χωρίς χρέος δεν θα έχουμε αυτομάτως ανάπτυξη χωρίς τη θεμελιώδη προϋπόθεσή της που είναι να προσελκύσουμε επενδύσεις σε όλους του τομείς της οικονομίας».

Θεωρώ ότι σε μία μόνο αποστροφή του λόγου του, ο Δερτιλής αποδεικνύει γιατί η φιλελεύθερη σκέψη είναι ταυτοτική και φετιχιστική. Το περιεχόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης, ο πλούτος ως το μέσο για την κάλυψη των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, ταυτίζεται κλειστά και αποκλειστικά με τη μορφή που τώρα λαμβάνει, δηλαδή με τα εμπορεύματα που πρέπει να παραχθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγούν στην κερδοφορία. Δεν χρειάζεται απλώς να παράγονται αγαθά, αλλά ανταγωνιστικά εμπορεύματα. Οι μορφές, όπως το κέρδος και το κεφάλαιο, φετιχοποιούνται, φυσικοποιούνται, θεωρούνται απολύτως αυτονόητες, με την ισχύ φυσικών φαινομένων που όσο κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ή να παρακάμψουμε. Θεωρούμαστε επιτυχημένοι στον βαθμό που υποτάσσουμε τη ζωή, την πράξη και όλο μας το είναι στους ηθικώς ανώτερους σκοπούς της ακατάπαυστης κερδοφορίας. Πρόκειται για μια οικονομία που σκοπό δεν έχει την κάλυψη των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, αλλά την ακατάπαυστη ανακίνηση των αστικών κατηγοριών. Οι ιδιαίτερες ανθρώπινες ανησυχίες, ανάγκες και επιθυμίες αντιμετωπίζονται ως κάτι ασήμαντο και δευτερεύον μπροστά στην ανάγκη του χρήματος να πολλαπλασιαστεί για τους δικούς του σκοπούς.

Η αποτυχία μας να λειτουργήσουμε καπιταλιστικώς αποτελεσματικά όχι μόνο μας καθιστά αντι-πατριώτες και αντι-ευρωπαίους, αλλά «θα οδηγήσει (τελικά) στη διάσπαση και οριστική παρακμή της Ευρώπης». Η κρίση δεν είναι ένα εγγενές φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής οργάνωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά κάτι που ανακινείται από «τους οκνηρούς Έλληνες πολίτες και τους άφρονες πολιτικούς τους». Το χρήμα είναι απολύτως λογικό και αυτονόητο ότι μπορεί και πρέπει να πολλαπλασιάζεται ομαλά, ενώ η όποια αποτυχία εντοπίζεται σε ένα τεχνικό και πολιτικό επίπεδο, δηλαδή στην αποτυχία των πολιτικών να ασκήσουν τα καθήκοντά και κυρίως στην «απαιδευσία, ακρισία και αμάθεια των πολλών». Εδώ η φιλελεύθερη σκέψη εμφανίζεται πλήρως αντιδραστική εφόσον η δημοκρατία εμφανίζεται ως κάτι στο οποίο μόνο λίγοι φωτισμένοι και μορφωμένοι μπορούν να έχουν πρόσβαση ή δικαιούνται να ασκούν.

Η διατύπωση του Δερτιλή είναι χαρακτηριστική: «Σε μια κοινωνία, αυτοί που πάσχουν από αμάθεια ή από ακρισία, προστιθέμενοι στο πλήθος των ανοήτων [...] σχηματίζουν μαζί ένα τεράστιο και συμπαγές πληθυσμιακό στρώμα. Η ανοησία συνυπάρχει με την αμάθεια, αλλά και συγγενεύει εύκολα μαζί της: οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονται και υποστηρίζονται [...] Σε πολλές κοινωνίες [...] το πλήθος των αμαθών και των ανοήτων καλύπτει το μισό έως τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος [...] Η αμάθεια και η ακρισία [...] δεν είναι μόνο πρόβλημα του εκπαιδευτικού συστήματος, είναι το μείζον πρόβλημα της Δημοκρατίας».

Τι σημαίνει όμως αμορφωσιά και ακρισία, ποιο είναι το περιεχόμενό τους και πώς συνδέονται με την εκπαίδευση και την οργάνωση της οικονομίας και της πολιτικής; Αμφότερες αναφέρονται στους πολίτες που χωρίς να έχουν στοιχειώδεις γνώσεις του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της (αστικής) οικονομίας άγονται και φέρονται από ανόητους και λαοπλάνους πολιτικούς, από τη λαϊκιστική Δεξιά και Αριστερά, εφόσον είναι ανοιχτοί «στην παραπληροφόρηση, στη δημαγωγία (και) στην ατιμώρητη συκοφαντία».

Στον αντίποδα, μια κατάλληλη εκπαίδευση θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση και επιλογή πολιτικών ανδρών όπως για παράδειγμα ο Ζαΐμης που «μέσα σε ένδεκα μήνες κατόρθωσε πράγματα που σήμερα φαίνονται απίστευτα [...] (κυρίως) να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος». Κάνοντας μια προβολή στο σήμερα ο ενάρετος πολιτικός άνδρας θα έπρεπε να «διαπραγματευτεί σωστά και να προτείνει κάτι θετικό, αντί να κάνει παλικαριές και μετά να υποχωρεί πανικόβλητος». Ακόμη, θα έπρεπε «κυριολεκτικώς (να) χάριζ(ε) στην COSCO τους ελληνικούς σιδηροδρόμους [...] με αντάλλαγμα (μια) ευρω-ελληνικο-κινεζική επένδυση σε μια υπερταχεία σιδηροδρομική σύνδεση με την ανατολική, κεντρική και σκανδιναβική Ευρώπη» που «πέραν του οφέλους από τις επενδύσεις, η χώρα μας θα είχε το παρεπόμενο όφελος από τη διεύρυνση των εξαγωγών και του τουρισμού [...] και τη δημιουργία μυριάδων θέσεων εργασίας σε όλους τους κλάδους».

Εν τέλει, ευρωπαϊκή αλληλεγγύη σημαίνει αποκλειστικά «τήρηση της υπογραφής σου και μη παράβαση των κανόνων εις βάρος των άλλων», δηλαδή άνευ όρων υποταγή στις ανταγωνιστικές προκλήσεις του μέλλοντος, πάση θυσία προστασία του κοινού νομίσματος και της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Ύστερα από όλα τα παραπάνω ίσως γίνεται φανερό ότι η πολιτική και η φαντασία έχουν σαφή όρια που ορίζονται από τις φετιχοποιημένες αστικές κατηγορίες. Το αν «οι Έλληνες έχουν να μεγαλουργήσουν από την αρχαιότητα» είναι γιατί δεν έχουν προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας, κάτι που θα τους επέτρεπε να «προσελκύσουν επενδύσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας». Η εναντίωση στη λογική του αυτο-πολλαπλασιαζόμενου χρήματος δεν αμφισβητείται με τίποτε και για κανέναν λόγο. Το αντίθετο είναι που ισοδυναμεί με ανοησία, ακρισία, βλακεία και αμάθεια. Η κρίση και όλες οι κοινωνικές παθογένειες οφείλονται στο ότι αρνούμαστε να αφομοιώσουμε τις προϋποθέσεις του σύγχρονου πολιτισμού και όχι στο ότι επιθυμούμε να ζήσουμε με αλληλεγγύη και συνεργασία πέρα, αντίθετα και ενάντια στη λογική του κέρδους.

Στο ερώτημα, αν μια πολιτική που στοχεύει σε έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο ή υποταγμένο στις ανθρώπινες απαιτήσεις και ανάγκες, όπως για παράδειγμα υποστηρίζουν τα σύγχρονα αριστερά-σοσιαλιστικά κόμματα - ανάμεσά τους και ο ΣΥΡΙΖΑ -, θα μπορούσε να λύσει καλύτερα τα προβλήματα, η σύντομη απάντηση είναι όχι, δεν μπορεί όμως να αναλυθεί στα πλαίσια του παρόντος σημειώματος.

Ένα από τα λιγότερα γνωστά αλλά απολύτως αποκαλυπτικά κείμενα του Λοκ όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα είναι το "Draft of a Representation Containing a Scheme of Methods for the Employment of the Poor. Proposed by Mr Locke, the 26th October 1697", στο: Political Writings of John Locke, David Wooton (επιμ.) A Mentor Book, London and New York 1993, σσ. 446-61.

Ο ίδιος παραδέχεται ότι «η δικτατορία των αμαθών» αποτελεί κεντρική έννοια και επιχείρημα του τελευταίου του βιβλίου. Βέβαια το πιο ανησυχητικό είναι ότι «μια (τέτοια) φράση [...] βρίσκεται στις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων», αλλά και ο ενθουσιασμός του δημοσιογράφου «ότι ακούστηκε τόσο δυνατά στα πλαίσια ενός σημαντικού συνεδρίου».

Δημοφιλή