Αποστολή στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. H HuffPost Greece συναντά τους πρόσφυγες του Κομπάνι και τις οικογένειες μαχητών κατά του ISIS

Αποστολή στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. H HuffPost Greece συναντά τους πρόσφυγες του Κομπάνι και τις οικογένειες μαχητών κατά του ISIS

Τελικός προορισμός, Σουρούτς, ΝΑ Τουρκία. Περίπου 2.400χλμ οδικώς από την Αθήνα και μια «ανάσα» από το Κομπάνι της Συρίας. Τις δύο περιοχές χωρίζει μόνο ένα συρματόπλεγμα. Αρκεί ένα βήμα για να βρεθείς από τη μία στην άλλη πλευρά. Από την ασφάλεια στην οδύνη του πολέμου.

Αυτό το βήμα προς την Τουρκία έκαναν χιλιάδες κάτοικοι του Κομπάνι από τα μέσα Σεπτεμβρίου όταν ξεκίνησε η πολιορκία από το Ισλαμικό Κράτος, αναζητώντας καταφύγιο στους αδελφούς τους, Κούρδους του Σουρούτς. Πίσω ηχούσε και μύριζε παντού ο πόλεμος. Φωτιές, βομβαρδισμοί, ανταλλαγές πυρών…χάος. Αποχαιρέτησαν όσους έμειναν πίσω και πήραν την υπόσχεση πως σύντομα θα ανταμώσουν ξανά στην πατρίδα τους.

Η «καρδιά» του Κομπάνι χτυπά από τότε και από τις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος. Σε μια μικρής έκτασης γη, 5000.000 κατοίκων που είτε βρίσκονται στην πλευρά της Συρίας είτε της Τουρκίας μάχονται με το δικό τους τρόπο.

Αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους, που «γνωρίσαμε» όλοι τόσο απότομα μέσα ΜΜΕ, ξεκίνησε να συναντήσει η μια ανθρωπιστική αποστολή. Αυτή των Αλληλεγγύη για όλους, ΚΕΘΕΑ, Κοινωνικών Ιατρείων και Φαρμακείων, ΑΔΕΔΥ και του ραδιοφωνικού σταθμού Στο Κόκκινο, 105.5FM. Στόχος ήταν να προσφέρει, όπως και έπραξε, τη μεγαλύτερη σε όγκο μέχρι σήμερα ανθρωπιστική βοήθεια από την Ελλάδα. Μια νταλίκα- μετά από αναρίθμητες ώρες δουλειάς από τη βάση μέχρι την κορυφή αλλά και με ατελείωτες συνεννοήσεις όπως και προβλημάτα που κάθε φορά έπρεπε να ξεπεραστούν, κατάφερε να γεμίσει. Φάρμακα, είδη προσωπικής υγιεινής, κουβέρτες και συσκευασμένα τρόφιμα αλλά και…αλληλεγγύη. Όλα προσφορά απλών ανθρώπων, από την Ελλάδα που δοκιμάζεται από την οικονομική κρίση, η οποία έχει μετατραπεί για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, σε ανθρωπιστική.

Την 24μελή ανθρωπιστική αποστολή ακολούθησε η HuffPost Greece από την Αθήνα στο Σουρούτς και μαζί με τους εκπροσώπους των φορέων γνωρίσαμε την ικανοποίηση που «γεννά» αυτή η προσφορά, τους πρωταγωνιστές της και τις αγωνίες τους αλλά και κάποιους από τους τελικούς παραλήπτες αυτής της βοήθειας.

Χαμόγελα αντί για δάκρυα

Από την πόλη Σανλιούρφα όπου ήταν η βάση της αποστολής, ξεκινάμε με βαν για τους προσφυγικούς καταυλισμούς του Σουρούτς. Διασχίζουμε ένα καταπράσινο, χαμηλής βλάστησης τοπίο μια γκρίζα μέρα. Η μουντάδα του ουρανού ήταν «σύμφωνη» με το σφίξιμο στην καρδιά. Στο μυαλό μας όλοι έχουμε εικόνες προσφύγων και καταυλισμών. Τα σκυθρωπά πρόσωπα, την οδύνη στα μάτια, τις τραγικές ιστορίες για το πριν και για το τώρα.

Φτάνοντας στον πρώτο από τους καταυλισμούς, τον «Αρίν Μιρχάν» (μαχήτρια του YPJ - Μονάδα Προστασία Πολιτών γυναικών και μάρτυρας), μπροστά μας απλώνονται 477 σκηνές που φιλοξενούν περί τα 3.150 άτομα εκ των οποίων 1.700 παιδιά.

Λάσπη παντού, ρούχα απλωμένα στα συρματοπλέγματα ή σε σκοινιά ανάμεσα στις σκηνές, γυναίκες που γεμίζουν δοχεία με νερό από κοινόχρηστες βρύσες, παιδιά που τρέχουν από δω και από εκεί.

Βαθιά ανάσα και ξεκινάμε…Στην υποδοχή οι άνδρες, κυρίως ηλικιωμένοι που κλήθηκαν να συνοδεύσουν στην ασφάλεια του Σουρούτς γυναίκες και παιδιά. Το πρώτο πράγμα που ακούμε είναι το θερμό τους καλωσόρισμα που επαναλαμβάνετε από όσους και αν συνντήσουμε: «Στο κεφάλι μας και στα μάτια μας»- κάτι αντίστοιχο του ελληνικού «σας έχουμε στην καρδιά μας».

Τα παιδιά, ήδη σχηματίζουν μπουλούκια γύρω μας, μας περιεργάζονται, μας ακολουθούν. Ένα κοριτσάκι κρεμιέται από το μπουφάν μου και περπατάμε μαζί.

Σύντομα διαπιστώνω πως η άφιξή μας, συμπίπτει με την ώρα που σχεδόν όλες οι δουλειές στον καταυλισμό έχουν τελειώσει, αφού όλοι έχουν μάθει να ξυπνάνε με το πρώτο φως της μέρας. Κάποιες γυναίκες ακόμη καθαρίζουν χόρτα ή κουβαλάνε νερό αλλά κατά κανόνα είναι η ώρα που μαζεύονται κατά ομάδες σε μια σκηνή, σχηματίζουν κύκλο και ανταλλάσσουν τα νέα της ημέρας, τα νέα από το Κομπάνι ίσως και τα όνειρα για την επιστροφή…

Οι σκηνές είναι το σπίτι τους και πως εγώ, μία ξένη να μπω μέσα χωρίς πρόσκληση…Όλα αυτά όμως είναι πρόβλημα μόνο για μένα. Υπάρχει μόνο στο δικό μου «δυτικό μυαλό». Οι γυναίκες στέκονται στην είσοδο της σκηνής και μόλις τους χαμογελάσεις ανοίγουν τα χέρια και σε προσκαλούν. Η μια προσφέρει να δοκιμάσουμε ωμά χόρτα και μια άλλη κρατώντας το μωρό αγκαλιά, μου παραχωρεί τη θέση της στον κύκλο που σχηματίζουν οι γυναίκες μέσα στη σκηνή ενώ πίνουν το τσάι τους.

«Αν με αφήσουν θα πάρω και γω τα όπλα»

Το ίδιο σκηνικό και στον καταυλισμό Rojava όπου μας υποδέχθηκε η κ.Γκουαριντέ, με το λευκό μαντίλι. Είναι η μητέρα δύο μαχητών του YPG (Μονάδα Προστασίας Πολιτών- ανδρών) και στενή φίλη μιας ακόμη γυναίκας που η κόρη της μάχεται στη γυναικεία Μονάδα, YPJ. Είναι και οι δύο περήφανες. Τις βρίσκουμε μαζί με φίλες μαζεμένες στη σκηνή σε κύκλο και τα παιδιά μπαίνουν και βγαίνουν στη σκηνή. Στη μέση ένα από τα εγγόνια της, μόλις ενάμιση ετών που ακούει αλλά δεν μπορεί να μιλήσει. Δεν ξέρουν τι έχει. Αλλά πάντα χαμογελάει και τραβάει την προσοχή.

«Οι δύο μου γιοι είναι στο YPG εδώ και τρία χρόνια. Ο ένας τραυματίστηκε και τον έστειλαν στο Άφριν και από τον άλλο δεν έχουμε νέα», μας λέει η Κούρδισα με το σκληρό βλέμμα γεμάτο καμάρι. Έχει άλλα οκτώ παιδιά που μένουν σε διάφορες γειτονικές χώρες.

Τη ρωτάω για το ΙΚ και πως έφυγε από το Κομπάνι.«Ήμουν στο χωριό και ήταν η περίοδος του Ραμαζανιού. Είχαν φτάσει πια σε μικρή απόσταση οι δυνάμει του ISIS. Έτσι όλη τη μέρα μέναμε στο σπίτι και το βράδυ βγαίναμε έξω στην ύπαιθρό για να κρυφτούμε για να μην μπουν μέσα και μας σκοτώσουν. Όταν πια καταλάβαμε πως δεν πρόκειται να γλιτώσουμε πήραμε το δρόμο για τα σύνορα», θυμάται χωρίς να αφήσει να φανεί ούτε ένας μορφασμός συγκίνησης.

Πλέον ζει στον καταυλισμό πέντε μήνες και μαζί της έχει και την κόρη του ενός γιου της και το κοριτσάκι τους που μόλις δει ξένους κλαίει. «Την εξέτασαν γιατροί που σου έμοιαζαν» μου λέει, «και τη φοβίζεις». «Αλλά δεν πειράζει. Πρέπει να μάθει να μην φοβάται».

Πριν προλάβω να τη ρωτήσω για τις γυναίκες του Κομπάνι που μάχονται τους τζιχαντιστές, ανοίγει μόνη της τη συζήτηση. «Εάν δεν ήταν χαλασμένα τα πνευμόνια μου ή έστω μπορούσα να κόψω το τσιγάρο θα πήγαινα και εγώ παρά την ηλικία μου» την οποία όμως αρνήθηκε να μας αποκαλύψει. «Αλλά ποιος ξέρει. Ελπίζω να μη χρειάζομαι αλλά μου λένε πω ίσως να μπορέσω γιατί πηγαίνω καλύτερα. Αν με αφήσουν, θα πάρω και γω το όπλο».

Τις αφήνω πίσω μου και σκέφτομαι πόσο χαμογελαστές και περήφανες είναι. Πόσο αγέρωχες. Δεν χαμηλώνουν το βλέμμα. Σε κοιτάζουν μέσα στα μάτια και σου μιλούν. Ξέρουν ότι δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα τους ούτε εκείνες τη δική σου, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Το σημαντικό είναι να σε κάνουν να νιώσεις μέλος της οικογένειας και να σε φιλέψουν τσάι. Το οποίο μάλιστα με τα λιγοστά κουζινικά που έχουν το σερβίρουν με πάσα επισημότητα η οποία διαγράφεται στις κινήσεις τους.

Όπως για παράδειγμα η κ.Ασλάν, που μας υποδέχθηκε στη σκηνή της με τον σύζυγο της.

Περιμένοντας να ανοίξουν οι Τούρκοι τα σύνορα

Μέχρι να ετοιμαστεί το τσάι, ο σύζυγος μας περιγράφει τη ζωή στο Κομπάνι. Ήταν αγρότης και ερχόταν συχνά στο Σουρούτς για προμήθειες. «Ήταν όμορφή η ζωή μας μέχρι που ήρθε ο ISIS. Έφτασε έξω από το χωριό, στα 4-5χλμ. Τους άκουγαν και από ένα σημείο και μετά κάποιοι τους έβλεπαν. Σκέφτηκα τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου και αποφασίσαμε πως πρέπει να φύγουμε. Φτάσαμε στα σύνορα με την Τουρκία αλλά δεν μας επέτρεπαν να περάσουμε. Πέρασαν τέσσερις - πέντε ημέρες και κάποια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσουμε πίσω αλλά τελικά μάθαμε πως θα ανοίξουν τα σύνορα και έτσι ήρθαμε εδώ». Τις ίδιες στιγμές αγωνίες έζησαν χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες του, όπως μας εξηγούσε αργότερα και ένας δημοτικός αστυνομικός ο οποίος μας πήγες μέχρι τα σύνορα. Εκεί- και ενώ από το Κομπάνι ταξίδευε ο ήχος των βομβαρδισμών αν και μακρινών- μας έδειξε έναν μακρύ δρόμο. Όπως μας εξήγησε επί μέρες ή και εβδομάδες σχηματίζονταν ουρές χιλιομέτρων από αυτοκίνητα και πεζούς από το Κομπάνι που περίμεναν να περάσουν στο Σουρούτς.

Αμέσως πάντως ο κ.Ασλάν αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει την επιλογή του και συμπληρώνει «Σκέφτηκα πρωτίστως τα τρία παιδιά και γι αυτό δεν έμεινα πίσω να πολεμήσω… Μείναμε εδώ και ακούγαμε τις βόμβες και τον ήχο των μαχών που δίνονταν και ξέραμε πως όλα γίνονται τόσο κόντά και εκεί που ζήσαμε όλη μας τη ζωή». Στο τέλος, χαμογελώντας προς τη γυναίκα τους, μας είπε και το καλό νέο. «Σε λίγες μέρες, πιστεύω, θα επιστρέψουμε στο Κομπάνι. Έμαθα πως υπάρχει ακόμη η δεξαμενή νερού στο χωριό και θα βάλω πάλι μπρος την καλλιέργεια».

Η κ.Ασλάν, όταν τη ρωτάμε για τον ISIS κουνάει το κεφάλι. «Είχαμε μάθει τι έκανε το ΙΚ στους Γιαζίντι στο όρος Σινγιάρ. Τους έσφαξαν και πούλησαν τις γυναίκες. Εάν δεν το είχαμε θα είχαμε μείνει στο σπίτι μας και ποιος ξέρει τι μπορεί να μας είχε συμβεί». Η κουβέντα αναπόφευκτα φτάνει στις μαχήτριες τους YPJ, με την κ.Ασλάν να θέλει να πει ένα «μεγάλο ευχαριστώ για τη θυσία που κάνουν για όλες τις γυναίκες αλλά και για το Κομπάνι…Είμαι μητέρα. Έχω ένα κοριτσάκι και δύο αγόρια. Φοβάμαι να πάρω το ίδιο ρίσκο που πήραν εκείνες δεν ξέρω εάν έχω αυτό το δικαίωμα». Κοιτάζει τον άντρα της και λέει «εάν δεν ήταν αυτά θα ήμουν ελεύθεροι να τις ακολουθήσω».

Τους αποχαιρετώ και εκείνη μου ζητάει να να τη συναντήσω ξανά όταν θα έχει πια επιστρέψει στο σπίτι της.

Ίδιες «κουβέντες», συχνά χωρίς διερμηνέα και μέσα σε άλλες σκηνές. Σκηνές που είναι πάντα είναι όλα τακτοποιημένα. Το χαλί στρωμένο, οι κουβέρτες διπλωμένες σε μια γωνιά, όλα τα ρούχα σε μια άλλη και τα είδη κουζίνας ξεχωριστά και στοιβαγμένα με τάξη.

Μιλάμε ο καθένας στη γλώσσα του αλλά όταν έρχεται η ώρα να φύγω είμαι σίγουρη πως έχουμε καταλάβει η μία την άλλη και φυσικά…δεν θέλουν να σε αφήσουν να φύγεις.

Τη στιγμή του αποχαιρετισμού υπάρχει και μια μικρή έκπληξη. Ανοίγουν την αγκαλιά τους, και περιμένουν να ανταποκριθείς. Σε φιλούν σταυρωτά, αλλά στο δεύτερο φιλί στο μάγουλο κάτι συμβαίνει…Σε τραβάνε και πάλι κοντά. Μετά από αρκετές ανταλλαγές ασπασμών έμαθα πως αυτός είναι ο κουρδικός ασπασμός. Ένα φιλί στο ένα μάγουλο και διπλό στο δεύτερο!

Zimane Kurdi

Στο μεταξύ κάποια από τα παιδιά έχουν τελειώσει το μάθημα και τρέχουν μέσα στον καταυλισμό με τη σάκα στην πλάτη, τα βιβλία και τις ζωγραφιές στα χέρια.

Τα ακολουθούμε και φτάνουμε στη σκηνή όπου στεγάζεται το σχολείο. Τραβάμε φωτογραφίες και αμέσως μου τραβούν το χέρι για να δουν τις φατσούλες τους στην οθόνη και χαμογελούν ντροπαλά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μάλιστα, αφού σε έχουν δει να κάνεις μια ή δύο κινήσεις στο κινητό, αντιλαμβάνονται τι πρέπει να κάνουν και επαναλαμβάνουν τις κινήσεις σου με άνεση!

Στο βάθος ακούγεται μουσική. Έρχεται από μια σκηνή δίπλα στο σχολείο. Εκεί κάνει πρόβες η χορωδία του καταυλισμού και τα παιδιά παίζουν ένα τραγούδι, πατριωτικό και εμψυχωτικό. Για το Κομπάνι και τη Rojava- την κεντρική διοίκηση των τριών αυτόνομων καντονιών της Συρίας τα οποία συστάθηκαν εν μέσω του εμφυλίου στη χώρα.

Στον προσφυγικό καταυλισμό Rojava, βρίσκουμε τους περί τους 100 μαθητές, ηλικίας από 6 έως 15 ετών, εν ώρα μαθήματος. Του δημοτικού είναι οι πιο ζωηροί. Μόλις μας βλέπουν να μπαίνουμε μέσα αρχίζουν να σηκώνονται από τα θρανία ενώ η δασκάλα τους, τους ζητά να ζωγραφίσουν κάτι για εμάς. Ξεφυλλίζω τα βιβλία τους, πάντα στα κουρδικά, τα οποία όπως μας εξηγεί μια από τις δασκάλες έχουν αποσταλεί από τα άλλα δύο ελεύθερα κουρδικά καντόνια το Αφρίν και το Τζεζίρα.

Τα παιδιά ζητούν να τους ζωγραφίσουμε κάτι και εμείς και το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι ένα καραβάκι και οι λέξεις Kobane και Υunan. Τουρκικά βέβαια και όχι κουρδικά αλλά συνεννοηθήκαμε με τη βοήθεια της δασκάλας τους ενώ εκείνα…πιάνουν δουλειά.

Η δασκάλα τους μας εξηγεί πως πριν από λίγο καιρό δεν πλησιάζαν ξένους εύκολα. «Ήταν πάρα πολύ φοβισμένα. Δεν μπορούσες ούτε να τα αγγίξεις μερικές φορές. Πετάγονταν επάνω ή κρύβονταν με τον παραμικρό θόρυβο».

Όταν τη ρωτάμε για τι τους αρέσει να μιλάνε αυτές τις μέρες μας εξηγεί πως πάντα περιμένουν να γυρίσουν σπίτι τους, αλλά φοβούνται πως δεν θα τα καταφέρουν.«Ακούν πως όλα πάνε καλά μέρα με τη μέρα και πως θα επιστρέψουν σύντομα στο Κομπάνι. Ελπίζουν. Το θέλουν. Αλλά όσο περνά ο καιρός και δεν γίνεται, τόσο φοβούνται πως δεν θα γίνει ποτέ».

Οι συγγενείς των μαρτύρων του Κομπάνι

Στο μεταξύ ρωτάμε εάν στους καταυλισμούς υπάρχουν και παιδιά ορφανά που δεν έχουν συγγενείς για να μείνουν μαζί τους. Η απάντηση είναι πως ναι αλλά οι συγγενείς, πρώτου ή και δεύτερου βαθμού έχουν αναλάβει τη φροντίδα τους αφού οι οικογενειακοί δεσμοί είναι πολύ ισχυροί.

Οι δε οικογένειες που έχουν χάσει γιους, παιδιά ή συζύγους στη μάχη κατά των ανταρτών του ISIS διαμένουν σε ξεχωριστό καταυλισμό, τον καταυλισμό των Μαρτύρων και τους έχουν διατεθεί αντί για σκηνές, λυόμενα. Συνολικά φιλοξενούνται 70 οικογένειες, 500 άτομα εκ των οποίων 100 παιδιά.

Από την πρώτη στιγμή που μπαίνουμε στον καταυλισμό, το κλίμα είναι εμφανώς διαφορετικό. Στην υποδοχή και πάλι οι ηλικιωμένοι άνδρες που μας χαιρετίζουν με το σήμα της νίκης.

Από τις πρώτες φράσεις που θα αρθρώσουν είναι για τη μάχη που δίνουν οι άνδρες και οι γυναίκες στο Κομπάνι (YPG, YPJ) και σπεύδουν να εξηγήσουν πως όσοι έχουν ενταχθεί στον ISIS όχι απλά δεν είναι μουσουλμάνοι, αλλά δεν είναι καν άνθρωποι. «Είχαν δηλώσει πως θα πάρουν το Κομπάνι σε λίγες μέρες αλά τους σταματήσαμε. Κάναμε περήφανο τον Κουρδικό λαό» για να μας εξηγήσει στη συνέχεια πως ο ίδιος έχει δύο κόρες μια μόλις 15 χρονών στο PKK, μια δεύτερη στο στο YPG ενώ έχει χάσει δύο γιους έναν ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος στις τάξεις του PKK και έναν τώρα στο Κομπάνι.

Από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος

Δημοφιλή