Έρευνα: Αυξημένος ο αριθμός όσων έχουν πρόσβαση στην Παιδεία παγκοσμίως- Απογοητευτικά, όμως, τα απολέσματα

Έρευνα: Αυξημένος ο αριθμός όσων έχουν πρόσβαση στην Παιδεία παγκοσμίως- Απογοητευτικά, όμως, απολέσματα
Eurokinissi

«Έχουμε πραγματοποιήσει μια σημαντική πρόοδο παγκοσμίως, όσον αφορά το να πηγαίνουν οι άνθρωποι στο σχολείο», επισημαίνει ο Eric Hanushek, ειδικός στα οικονομικά της εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο Stanford. «Αλλά ένας μεγάλος αριθμός των ατόμων που πήγαν στο σχολείο, δεν έμαθαν τίποτα».

Πράγματι, οι εξελίξεις που έχουν γίνει στον τομέα της παιδείας και, κυρίως, όσον αφορά το φλέγον ζήτημα της διασφάλισης της πρόσβασης στην εκπαίδευση για ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού ανά τον κόσμο, αν και σημαντικές, απέχουν μακράν από τους στόχους που είχαν τεθεί, για τη πρώτη δεκαπενταετία του αιώνα που διανύουμε.

Γιατί, μπορεί για το 2012 στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής να παρατηρείται ένα ποσοστό της τάξης του 78%, όσον αφορά τα παιδιά που έχουν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση- αντί ποσοστού μικρότερου του 50% που ίσχυε πριν από είκοσι πέντε χρόνια.

Μπορεί, επίσης, στις χώρες της Ανατολικής Ασία, το ποσοστό, μέσα στα χρόνια αυτά, να εκτινάχθηκε από το 75%, στο 94%. Ισχύει, τέλος, πως για τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, η καθολική, παγκόσμια πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένας από τους πρωταρχικούς, βασικούς αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετίας την οποία διανύουμε.

Όπως, όμως, επισημαίνει μια έρευνα, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 13 Μαΐου από τον Οργανισμό για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (OECD), ο οποίος κάθε τρία χρόνια πραγματοποιεί τα περίφημα διαγωνίσματα PISA, στα οποία λαμβάνουν συμμετοχή μαθητές ηλικίας 15 ετών, από περίπου 75 χώρες, ακόμη και στις οικονομικά προηγμένες χώρες, πολλοί μαθητές αδυνατούν να παρουσιάσουν ακόμη και βασικές δεξιότητες.

Στο Μεξικό, για παράδειγμα, που θεωρείται μια οικονομία μεσαίου εισοδήματος, με σχεδόν καθολική πρόσβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και πρόσβαση κατά 70% στη δευτεροβάθμια, 54% των ερωτηθέντων μαθητών το 2012 απέτυχε να ανταποκριθεί στο πιο βασικό επίπεδο επίδοσης, που ο Οργανισμός θεωρεί ως «απαραίτητο για την παραγωγική συμμετοχή σε μοντέρνες οικονομίες».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το ίδιο ισχύει για το 24% των μαθητών. Στη Βραζιλία αφορά το 64% των μαθητών, στην Ινδονησία το 74%, στην Γκάνα το 89%- η αφρικανική χώρα είναι και η τελευταία της παγκόσμιας κατάταξης.

Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην 20η θέση, γεγονός που σημαίνει πως ένας στους πέντε εφήβους τελειώνει το σχολείο δίχως να έχει ένα βασικά επίπεδο εκπαίδευσης. Η χώρα μας βρίσκεται στην 40η θέση.

Σημαντική η οικονομική παράμετρος

Οι ειδικοί επισημαίνουν πως ένας από τους βασικούς συντελεστές, λόγω και του οποίου δεν έχει επιτευχθεί πραγματική πρόοδος όσον αφορά την ουσιαστική κατάρτιση των μαθητών, παρά το γεγονός πως οι άνθρωποι που έχουν πλέον πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι όντως περισσότεροι, είναι πως επικρατεί και εδώ η χαρακτηριστική εστίαση της εποχής: η έμφαση δίνεται στην ποσότητα και όχι την ποιότητα.

Στην Ουγκάντα, παραδείγματος χάριν, είναι γεγονός πως έχουν χτιστεί σχολικά συγκροτήματα, που στις προηγούμενες δεκαετίες δεν υπήρχαν και έχουν επισπευσθεί διορισμοί καθηγητών, όπου παρατηρούνταν σημαντικές ελλείψεις. Ωστόσο, μόνο ένας στους πέντε δασκάλους πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης καταφέρνει με τη σειρά του να επιδείξει μια βασική δεξιότητα στα μαθηματικά, τη γλώσσα και τη παιδαγωγική.

Αυτό, βέβαια, είναι το μικρότερο κακό, αφού τις γνώσεις- που οι δάσκαλοι δεν έχουν- δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να μεταδώσουν στους μαθητές τους. Σε αιφνίδιες επισκέψεις στα σχολεία της χώρας, παρατηρήθηκε πως σχεδόν το ένα τρίτο (27%) των δασκάλων απουσίαζε, ενώ από όσους βρίσκονταν στο χώρο των σχολείων, 56% δεν βρίσκονταν στην τάξη, κατά τη διάρκεια των διδακτικών ωρών που τους αντιστοιχούσαν.

Οι οικονομικές επιπτώσεις της δυσλειτουργίας της εκπαίδευσης που παρέχεται είναι τεράστιες. Εάν η Γκάνα, που βρίσκεται στην τελευταία θέση της κατάταξης, καταφέρει να διασφαλίσει απλώς ένα βασικό επίπεδο εκπαίδευσης για τους εφήβους της, η έκθεση κάνει λόγο για επίτευξη αύξησης του ΑΕΠ της κατά 38 φορές της σημερινής του μορφής, μόνο κατά τη διάρκεια της ζωής των σημερινών εφήβων.

Για τη Νότια Αφρική η αντίστοιχη αύξηση αγγίζει τις 26 φορές πολλαπλασιασμού, για την Ονδούρα τις 20, για το Μαρόκο τις 15.

Στον αντίποδα, δεν προξενεί εντύπωση πως οι πρώτες θέσεις της κατάταξης αντιστοιχούν σε ορισμένες από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες παγκοσμίως και, συγκεκριμένα, σε χώρες της Ασίας. Η Σιγκαπούρη βρίσκεται στην πρώτη θέση, με το Χονγκ Κογνκ, τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και τη Ταϊβάν να ακολουθούν, ενώ στη πρώτη δεκάδα βρίσκονται μόλις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες: η Φινλανδία, η Εσθονία, η Ελβετία και η Ολλανδία.

Ο Andreas Schleicher, διευθυντής του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά, όσον αφορά τις ασιατικές χώρες πως «Εάν μπεις σε μία τάξη των χωρών της Ασίας, θα δεις καθηγητές που περιμένουν από τον κάθε μαθητή τους να επιτύχει. Υπάρχει μεγάλη αφοσίωση, εστίαση και συνεκτικότητα».

Ακόμη, επισημαίνει την δυνατότητα των χωρών αυτών «να προσελκύουν τους πιο ταλαντούχους δασκάλους, στις πιο απαιτητικές τάξεις, ούτω ώστε κάθε μαθητής έχει πρόσβαση σε εξαιρετικούς καθηγητές».

Υποδεικνύει, επίσης, την κακή εκπαιδευτική πολιτική ορισμένων χωρών, ως παράγοντα που συντελεί σε μια παρατεταμένη κατάσταση οικονομικής ύφεσης, εκφράζοντας την πεποίθηση του πως μια βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης θα συνέβαλε σε «μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη που θα είναι πρωτοφανή».

Εξάλλου, πρόθεση του Οργανισμού είναι να καταθέσει μια πρόταση προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών προκειμένου ο στόχος της καθολικής, παγκόσμιας πρόσβασης στην εκπαίδευση να αφορά και τη δεύτερη βαθμίδα ως το 2030, έναντι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που ως τώρα ισχύει.

«Τα οικονομικά οφέλη», που θα προκύψουν για τις χώρες, ισχυρίζεται, «αξίζουν τον κόπο και με το παραπάνω».

Δημοφιλή