Πουλώντας λαχεία με ένα στίχο. Αλούς Αβντούλι: Ποιημάτων λαχειοπώλης.

Ήρθε να μου πουλήσει λαχεία και ξεκίνησε με ένα στίχο. Αλούς Αμπντούλι: Ποιημάτων λαχειοπώλης.

Τον γνώρισα στο δρόμο. Ήρθε να μου πουλήσει λαχεία και ξεκίνησε με έναν στίχο. Ασυνήθιστο μάρκετινγκ σκέφτηκα- και του απάντησα με άλλον. Πρέπει να κουβεντιάζαμε καμιά ώρα. Του πρότεινα να καθήσει. Αρνήθηκε σεμνά, «να μην ενοχλήσω», είπε. Στη μαύρη, δερμάτινη τσάντα του ξεχώριζαν ανάκατα λαχνοί, βιβλία, ξυστά και σημειώσεις. Για τον Αλούς Αβντούλι «ο λαχειοπώλης» είναι ένας ρόλος, η εικόνα που αφήνει στους πολλούς. Η ποίηση είναι η βαθιά ψυχή του θα έλεγα εγώ, ο Αλούς, φύσει και πνεύμα προβοκάτορας, ίσως να το αρνιότανε κι αυτό, να του φαινότανε στενό «κουστούμι». Συγγραφέας τριών ποιητικών συλλογών στα Αλβανικά, με το έργο του έχουν ασχοληθεί καθηγητές στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων, η δημόσια τηλεόραση της Αλβανίας και σημαντικοί κριτικοί. Και μεταφραστής, σε λογοτεχνικά περιοδικά της γειτονικής χώρας, σημαντικών Ελλήνων ποιητών- Σαχτούρη, Καρούζου, Κατερίνας Γώγου, Κικής Δημουλά. Αυτή είναι η ιστορία του. Τον διέκοψα ελάχιστες φορές.

1954, Κονίσπολη.

Γεννήθηκα στην Κονίσπολη, μια κωμόπολη δίπλα στην Ηγουμενίτσα, στο αλβανικό έδαφος. Το 1954, μέσα σε ένα κοιμητήριο. Εκεί έσπασαν τα νερά της μάνας μου. Την ξεγέννησαν οι γριές από την κηδεία που γινότανε, αυτές μου έκοψαν τον αφαλό. Ήρθα με κλάματα στη ζωή λοιπόν αλλά δεν ήταν μόνο τα δικά μου… (γελάει).

Οι παππούδες.

Η οικογένεια μου ήταν ευκατάστατη. Και οι δυο παππούδες μου είχαν κτήματα, τα πατρογονικά μου σπίτια είναι πετρόκτιστα αρχοντικά. Οι κομμουνιστές του Χότζα μας πέταξαν έξω. Μας βάλανε σε ένα καλύβι και τα σπίτια μας τα πήραν οι «προλετάριοι», όχι οι αγρότες ή εργάτες, η υψηλή ιεραρχία του κόμματος. Ο παππούς από τη μάνα μου έκανε φυλακή 25 χρόνια στη βόρεια Αλβανία επειδή ήταν αντίθετος στο δικτάτορα. Είχαμε φόβο ακόμα και να μιλάμε για αυτόν.

Λουκουμάδες στη φτώχεια.

Μεγαλώσαμε σε μεγάλη φτώχεια. Έξι παιδιά, τα δυο πέθαναν από πείνα. Η πείνα δίνει κακές συμβουλές. Κάποτε άρπαξα από μια κοπέλα έναν λουκουμά. Πεινούσα. Η μάνα της μου τον έβγαλε από το στόμα. Όχι λουκουμά δεν έφαγα, αλλά ξύλο. Στο σχολείο, «ξυποληταρία», είχα πρησμένα πόδια αλλά ήμουν άριστος. Πανεπιστήμιο δεν μπόρεσα να πάω, αποκλεισμένος «λόγω πολιτικών φρονημάτων». Οι περισσότεροι φίλοι μου έφυγαν για σπουδές. Έμεινα μόνος και άρχισα να εργάζομαι στον συνεταιρισμό, αγροτικές δουλειές κυρίως, στο καλαμπόκι και τα στάρια. Νύχτα διάβαζα, ότι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου.

Ο Συνεταιρισμός.

Στο συνεταιρισμό ο υπεύθυνος του Κόμματος έρχονταν πάντα καβάλα πάνω σε έναν γάιδαρο, όπως ο Σάντσο Πάντσα, ο ήρωας του Θερβάντες. Τον αγαπούσε πολύ, αν δεν κολάκευες τον γάιδαρο να σε στείλει στην κόλαση μπορούσε. Μια μέρα τον «πείραξα»- γάιδαρος είναι αυτός… Με έστειλε να δουλέψω στο ρύζι, «μισός» μες στα νερά, 3 μέρες για 30 λέκια μεροκάματο. Όταν τον ξαναείδα του λέω, «συγνώμη, αυτός είναι ο γάιδαρός σου; Δεν είδα καλά τις προάλλες, αυτός είναι σαν το άλογο του Μεγαλέξανδρου». (γελάει)

Η γυναίκα.

Φαντάρος όταν πήγα δε μου έδωσαν όπλο, θεωρούμουν λόγω οικογενειακού ιστορικού εχθρός του καθεστώτος. Στην περιοχή μου δεν έβρισκα ούτε γυναίκα, δεν ήμουν «καλός γαμπρός». Εθελοντής… όπως όλη η νεολαία της Αλβανίας τότε, γνώρισα τη γυναίκα μου. Ελληνικής καταγωγής, είχε επίσης πολιτικό πρόβλημα. Ένας θείος της, απλός άνθρωπος ήταν αλλά θεωρούνταν πράκτορας από το καθεστώς. Ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Η δικτατορία έκανε τότε ανθελληνική προπαγάνδα, έσπερνε το μίσος, τόσο έντονα που αναρωτιόμουνα καμιά φορά μήπως και ερωτεύτηκα το μίσος μου… Κάναμε τρία παιδιά που μάθανε όλα ελληνικά από τη μάνα τους. Όλα παντρεμένα σήμερα, δύο στην Αλβανία και η κόρη μου στην Αθήνα. Έχω και τέσσερα εγγόνια.

«Κολόμβος».

Μέχρι να πέσει το καθεστώς το ’90, δούλευα εργάτης στο συνεταιρισμό. Θέριζα στάρι, μάζευα καλαμπόκι, χειριστής στις μηχανές και χειρωνακτικά. Ήμουν 36- 37 χρονών τότε. Ποιήματα έγραφα από τα δεκάξι μου. Στο λύκειο είχαν διαβαστεί μερικά ποιήματά μου, ένιωθαν ότι δεν κινδυνεύουν από ένα παιδί. Σε περιοδικά δε μπορούσα να δημοσιεύσω λόγω της πολιτικής μου ταυτότητας, πόσο μάλλον να εκδώσω μια συλλογή. Όλα ήταν «κλειστά», μια χώρα κλειδωμένη από μέσα. Μετά την Αλβανία δεν ήξερα τι υπάρχει. Το ’90 έγινα «Κολόμβος», ανακάλυψα την Ελλάδα και τον έξω κόσμο.

Κόκα κόλα στα Γιάννενα.

Το καθεστώς κλονιζόταν αλλά δεν είχε αρχίσει ακόμα το κύμα των Αλβανών μεταναστών. Στα σύνορα έκαναν εμπόριο ζώων. Κάποιος μου ζήτησε να συνοδέψω ένα κοπάδι βόδια. Πήρα μαζί έναν μπατζανάκη της γυναίκας μου που ήξερε ελληνικά και περάσαμε τα σύνορα. Μείναμε 3 μέρες στα Γιάννενα και την Ηγουμενίτσα, μας μετακίνησε ο Έλληνας τσοπάνος. Στην παραλία της Ηγουμενίτσας πήρα μια κόκα κόλα, που την είχα διαβάσει στον Χεμινγουέι και δεν είχα πιει ποτέ. Στο μπουκάλι είχε ένα καλαμάκι. Ούτε καλαμάκι είχα ξαναδεί. Έβλεπα τους άλλους να ανακατεύουν με αυτό τον καφέ τους και έκανα το ίδιο με την κόκα κόλα. (γελάει). Αυτή τη φορά επιστρέψαμε. Κανείς δε μας είχε πάρει χαμπάρι.

Ομόνοια, 5 π.μ.

Μετά από λίγους μήνες μαζί με δυο φίλους πληρώσαμε 20.000 δραχμές ένα ταξί και μας έφερε στην Ομόνοια, πέντε το πρωί. Η πρώτη μου σύλληψη σαν «λαθρομετανάστης» έγινε αμέσως. Στο λεωφορείο που μπήκα δεν ήξερα ότι έπρεπε να χτυπήσω το εισιτήριο, νόμιζα ότι αρκούσε που το είχα αγοράσει. Από τον ελεγκτή βρέθηκα στο Α.Τ.. «Καλός άνθρωπος φαίνεσαι» μου είπε ο διοικητής, με άφησε.

Η κυρα-Λένη

Οι πρώτοι άνθρωποι που συνεννοήθηκα στην Ελλάδα ήταν δυο παιδιά που μου μίλησαν αρβανίτικα στα Άνω Λιόσια. Έμεινα στο σπίτι της κυρά Λένης, μια άγια γυναίκα, Καραϊσκάκη λεγόταν στο επώνυμο. Όλη η γειτονιά εκεί με βοήθησε, έφεραν ρούχα, φαγητό, ακόμα και έπιπλα. Μετά από δύο μήνες επέστρεψα στην Αλβανία σαν «αμερικάνος», ντυμένος και με λίγα λεφτά στα χέρια μου.

Αλέκος

Την οικογένεια την έφερα το ’96. Ένας από τους πρώτους που με βοήθησαν ήταν ο Κουταλιανός, ο λαϊκός παλαιστής. Είχε έναν πάγκο μικροπωλητή στο κέντρο, μου τον νοίκιασε κι έβγαζα ένα μεροκάματο. Δούλεψα οικοδομή, καλουπατζής. Ο εργολάβος, ένας καλός άνθρωπος, μου λέει- «σε λένε Αλούς, εγώ θα σε φωνάζω Αλέκο». «Φώναζε με όπως θες», του είπα. Ήταν στον δεύτερο όροφο, εγώ στον πρώτο, και φώναζε, «Αλέκο, Αλέκο». Έκανα ότι δεν άκουγα. Κατεβαίνει βρίζοντας, όπως οι Έλληνες ξέρουν (γελάει), «είσαι και κουφός» μου κάνει. «Συμπάθα με», του λέω, «είναι και φρέσκο το όνομα που μου ‘δωσες, δεν το θυμάμαι. Αλούς με λένε». Κατάλαβε. «Έχεις δίκιο. Τέρμα το Αλέκος. Αλούς».

Έλληνες φίλοι

Προσπαθούσα μια ζωή να κάνω φίλους Έλληνες, μόνο με έναν τα κατάφερα. Και είμαστε (με τον Λευτέρη) φίλοι ακόμα, παλιατζής αυτός και τον βοηθούσα. Μου δάνεισε κάποτε ένα εκατομμύριο δραχμές και αγόρασα σπίτι στην Αλβανία. Του έλεγαν, «πως πιστεύεις τον Αλβανό, ούτε χαρτιά δεν έχει». «Δε φοβάμαι», τους έλεγε. «Ξέρω τον άνθρωπο, κι ας είναι παράνομος, θα μου τα επιστρέψει». Με τη βοήθεια του έβγαλα την οικογένεια μου από το αχούρι που νοίκιαζα. Δούλεψα και στα τρένα, στον ΗΣΑΠ. Πάντα νύχτα, 12.30- 4:00 ξημερώματα στη συντήρηση της γραμμής.

Ο ρατσισμός

Έχω ζήσει χρόνια και στο Ζεφύρι. Οι καλύτεροι μου φίλοι είναι οι Τσιγγάνοι, γλεντάγαμε, «τα τσούζαμε» παρέα. Ο ρατσισμός για μένα είναι ο πολιτισμός του ηλίθιου και το τελευταίο καταφύγιο του απατεώνα. Ένας λαός όπως οι Έλληνες δε μπορεί να είναι ρατσιστής πλειοψηφικά, είναι αδύνατον για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, εδώ γεννήθηκε η Δημοκρατία και πνεύματα σωκρατικά. Ο ρατσισμός είναι φύσει αντίθετος σε ανθρώπους και λαούς που επιδιώκουν την ελευθερία.

Λαθραία χρόνια.

Το ’96 πήρα τα πρώτα μου «χαρτιά», μέσω της γυναίκας μου. Μέχρι τότε φοβόμουν, έβλεπα αστυνομία και κρυβόμουν. Ο φόβος της δικτατορίας έδωσε τη θέση του στον «φόβο της δημοκρατίας», ήμουν «λαθραίος».

Αστυνομία

Περιστατικά με την αστυνομία δεν είχα πολλά. Αλλά ήταν αδύνατο να μην υπάρξουν. Το ’92 έβαφα με έναν φίλο την εκκλησία του Αγίου Σωτήρη στα Λιόσια. Γυρίζαμε περπατώντας για να κάνουμε οικονομία στο εισιτήριο και μας έπιασε η ασφάλεια. Δεν είχαμε χαρτιά, μας πήραν μέσα. Η κύρα Λένη προσπάθησε να μας βγάλει, έρχονταν στο τμήμα, παρακαλούσε, έβριζε, τελικά απελαθήκαμε. Κάποιες νύχτες ένας αστυνομικός ερχόταν στο κελί μας και μας έβριζε, μας απειλούσε. «Εγώ θα σας σκίσω, θα σας…», ψευτόμαγκας.

Στην πλατεία της Λούτσας, αρχές δεκαετίας ’90, όταν ο Μπερίσα είχε δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία των ελληνικών μειονοτικών σχολείων, μας ξεχώρισαν οι ασφαλίτες όλους τους Αλβανούς από ένα συνεργείο και μας κόλλησε με τα χέρια στον τοίχο. Στο κελί ήμασταν 34 άτομα. Όταν ρώτησα έναν αξιωματικό το λόγο άρχισε να μου λέει για τον Μπερίσα «που κλείνει τα σχολεία των Ελλήνων». «Εμένα η γυναίκα μου είναι δασκάλα στα σχολεία αυτά», του απάντησα.

Ποιητής λαχειοπώλης.

Το 2010 βρέθηκα πάλι άνεργος. Τότε ξεκίνησα να πουλάω λαχεία. Δεν την ήξερα τη δουλειά, φοβόμουν μήπως ενοχλώ τον κόσμο, ότι θα με διώχνουνε. Και όντως σαν λαχειοπώλης άρχισα να αντιμετωπίζω πάλι κάποια περιστατικά ρατσισμού, ίσως γιατί μιλάω κάθε μέρα με εκατοντάδες ανθρώπους. Πρόσφατα, στο Παγκράτι, δύο κυρίες μου «έφραξαν» το πεζοδρόμιο και με παρότρυναν, έναν «κωλοαλβανό» σαν του λόγου μου να γυρίσω πίσω. Τους απάντησα ότι αν δε με αφήσουν να περάσω θα πρέπει να κάνω αναστροφή προς τα πίσω και να μπω πιο μέσα στην Ελλάδα. Και μια παρέα έκανε «έρανο» στην πλατεία και μάζεψαν 30 ευρώ για το εισιτήριο της επιστροφής μου. Υπήρξαν άνθρωποι που έδωσαν χρήματα… Δεν τα πήρα.

Μεροκάματο

Βγάζω το μεροκάματο μου, δεν έχω ανάγκη κανέναν. Κάθε μέρα είμαι στο δρόμο, όλο το χρόνο. Παγκράτι, Βύρωνα, Καισαριανή, Ζωγράφου. Υπολογίζω να περπατάω 30- 40 χιλιόμετρα τη μέρα. Πουλάω λαϊκό λαχείο και ξυστό.

Η ελληνική κρίση

Η οικονομική κρίση με επηρεάζει αλλά δεν με ανατρέπει. Γιατί εγώ ζω στον πρώτο όροφο, αν γίνει σεισμός και καταρρεύσει το σπίτι μου, έχω πιθανότητες να σωθώ. Δεν κατοικώ στο ρετιρέ του 6ου, από εκεί σίγουρα θα τσακιζόμουν. Μετά, όσο οι γιαγιάδες βάφουν ακόμη νύχι και μαλλί, για γενικευμένη κρίση, με παγκόσμια μέτρα σύγκρισης, πως μπορείς να μιλήσεις;

Αλβανικός εθνικισμός

Και στην Ελλάδα και στην Αλβανία για τα εθνικιστικά συνθήματα, συναισθήματα και γεγονότα ευθύνονται κυρίως οι πολιτικοί. Τι ρατσισμός θα μπορούσε αλλιώς να υπάρξει στο σύγχρονο κόσμο ανάμεσα σε δυο λαούς τόσο κοντινούς, που και «ράτσες» αν τους θεωρήσεις, είναι τόσο συγγενικές, ίσως και ίδιες, μία τελικά. Αν τα σύνορα ήταν λίγα μέτρα μετατοπισμένα, αν ο ρους του Καλαμά ήταν ελάχιστα διαφορετικός, ίσως να ήμουν Έλληνας και η Βάνα Μπάρμπα, Αλβανίδα. Εγώ γοητεύομαι ακόμα από το όραμα του Ρήγα Φεραίου για μια Βαλκανική Συνομοσπονδία

Χρυσή Αυγή και πλαστελίνες

Πόσο εθνικιστές μπορεί να είναι οι Αλβανοί; Μια μικρή χώρα που δεν έχει κάνει ποτέ της πόλεμο επεκτατικό και σήμερα δεν μπορεί να θρέψει ικανοποιητικά τους ήδη πολίτες της. Αυτά τα επικίνδυνα παιχνίδια διοργανώνονται από τους πολιτικούς- όποτε πιέζονται παίζουν το τρικ του Κοσόβου ή της Τσαμουριάς. Προσπαθούν να παρασύρουν τον κόσμο. Και συνήθως το καταφέρνουν γιατί οι ηλίθιοι είναι εύπλαστοι σαν πλαστελίνη, διαμορφώνονται κατάλληλα και είναι ανθεκτικοί. Η Χρυσή Αυγή βρίθει Αλβανών…

Πολιτικοί

Απεχθάνομαι τους πολιτικούς. Τους έχω αφιερώσει ένα ποίημα μου, «με το στυλ της καρέκλας». Μου μοιάζουν με τρελούς που οδηγούν τους τυφλούς σε ανύπαρκτους γκρεμούς, άδειοι από ανθρωπιά, άδειοι ακόμα και από πάθη εκτός από την φιλοδοξία της εξουσίας.

Ήρωες

Τι σημαίνει «ήρωας»; Όλοι είμαστε άνθρωποι, η λέξη «ξένος» είναι μια ετικέτα. Σαν έννοια δεν έχει υπόβαθρο, δεν στέκει. Ήρωας λοιπόν είναι ο πιο σκληρός μιας ομάδας ανθρώπων που φορώντας διαφορετικές ετικέτες ανταγωνίζεται η μια την άλλη. Με το παράδειγμα και τις εντολές του ήρωα παράγουν εγκλήματα. Ο ήρωας της μιας ομάδας είναι εχθρός και σφαγέας της άλλης. Ανέκαθεν μόνο οι κατασκευαστές και οι έμποροι, σπαθιών, ρεβόλβερ, ρουκετών, μόνο αυτοί είχαν βάσιμους λόγους να αγαπούνε τους ήρωες.

Επιστροφή

Είμαι περίεργος άνθρωπος, αντιφατικός. Όταν είμαι στην Κονίσπολη νοσταλγώ την Αθήνα και από την Αθήνα, αντιστρόφως. Σήμερα η Αλβανία είναι σε μια «τράνζιτ», μεταβατική κατάσταση. Την εξουσία συχνά θα την δεις σε ανθρώπους που κινούνταν στις όχθες του παλαιού καθεστώτος. Η μετριοκρατία κυριαρχεί και τα «σόγια», τα «clan», κάνουν κουμάντο, περισσότερο από ότι στην Ελλάδα. Δεν έγινε καμιά επανάσταση- κι αυτό ήταν καλό γιατί δεν χύθηκε αίμα. Αλλά θα χρειαστούν ακόμα χρόνια για να ξεπεραστεί οριστικά μια σκληρή «εποχή» 45 χρόνων. Ίσως άλλα τόσα.

Αλβανοί

Οι Αλβανοί είναι έξυπνοι άνθρωποι, εργατικοί και σκληροί. Έχουνε όμως μια περηφάνια που δε μ’ αρέσει. Ο Ανδρέας Λασκαράτος είχε γράψει ότι η περηφάνια βλάπτει την ανθρωπότητα. Είναι ένα αίσθημα που αντανακλαστικά υποβιβάζει κάθε άλλον, μια δέσμευση που δε σε αφήνει ελεύθερο έναντι του παρόντος, της τωρινής ιστορίας που «μετράει».

Οι ρόλοι

Η μάζα, οι πολλοί, βλέπουν «ρόλους» αντί ανθρώπων. Για αυτούς είμαι ο λαχειοπώλης- αν με έβλεπαν γραβατωμένο και συστηνόμουν εντυπωσιακά, θα με αντιμετώπιζαν διαφορετικά. Τον γραφειοκράτη τον σέβονται, τον γραφιά κυρίως τον αγνοούν. Εγώ μιλάω σε όλους με τον ίδιο τρόπο, σε ψαρά ή υπουργό. Η ποσότητα της ανοησίας είναι κοινή σε όλα τα στρώματα και τις τάξεις. Όσοι λαχειοπώλες είναι ηλίθιοι, υπάρχουν άλλοι τόσοι πρωθυπουργοί, δεν έχει να κάνει η ανοησία με πλούτο ή φτώχεια, μόρφωση, θρησκεία, οικογένεια, με τίποτα. Προσπαθώ να μην έχω καμιά ιερή, υψηλή «εικόνα», κανενός. Κανένα σύμβολο, γιατί δε δέχομαι να γίνω αντίγραφο κανενός, υπακούοντας στο πρόγραμμα που όλοι μας έχουμε «φυτεμένο» πίσω από τα μάτια μας.

Τα χρήματα

Θες να βγάλεις φράγκα; Ανακοίνωσε ότι θα κρεμαστείς στο Σύνταγμα. Λοιπόν, κάτω από την αγχόνη της εξέδρας θα μαζευτούν χιλιάδες. Αν κόψεις εισιτήρια, οι δικοί σου- από κάτω θα είναι κι αυτοί- θα γίνουν πλούσιοι από το θάνατό σου. Ίσως μάλιστα αναρωτηθούν γιατί δεν το δοκίμασες νωρίτερα…

Ποίηση και γραφή

Δε μου αρέσει το σύστημα, τοποθετεί τον γραφιά σε μια κορνίζα. Ούτε μπορώ να κατατάξω την ποίησή μου, να την αποκαλέσω ερωτική, πολιτική ή οτιδήποτε άλλο. Ίσως λίγο σουρεαλιστική γιατί αγαπώ το παράλογο. Αλλά για μένα δεν υπάρχουν είδη ποίησης, παρά μόνο ποιήματα και μη ποιήματα. Όταν ένας άνθρωπος γράφει, μεταφράζει τη σιωπή του. Δεν είναι εύκολο αυτό γιατί οι λέξεις από τη μια δεν αρκούν, από την άλλη πώς να ντύσεις μια γυμνή γυναίκα, όπως η σιωπή, δίχως τις λέξεις; Αγαπώ πάντως τον Σωκράτη που ήταν εναντίον της γραφής και γι’ αυτό δεν έγραψε κιόλας ποτέ του. Όταν γράφεις, πάντα κάτι χάνεις. Είναι θέμα χρόνου- ο εγκέφαλος πρέπει να δώσει εντολή στο χέρι και μέχρι να φτάσει το σήμα, κάτι σίγουρα έχει χαθεί μέσα σε αυτή τη ροή. Αγαπώ όμως το διάβασμα. Μια πολύ τυχερή μέρα της ζωής μου ήταν όταν βρήκα ακουμπισμένο σε έναν κάδο σκουπιδιών έναν σωρό από 50 κιλά βιβλία…

Η ελληνική ποίηση

Αν η ελληνική ποίηση παρομοιαστεί με ένα σύμπαν, τότε στον ουρανό του υπάρχουνε πλανήτες, μετεωρίτες και αστέρια. Πλανήτης είναι ο Καβάφης. Λαμπροί είναι επίσης ο Σαχτούρης και ο Καρούζος. Έχουν καταγράψει μεγάλες στιγμές, έχουν σκάψει βαθιά. Έχω μεταφράσει Έλληνες ποιητές στα Αλβανικά. Και ξέρεις, η μετάφραση δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί πρέπει να αποδώσεις σε άλλο κώδικα, όχι μια γλώσσα σκέτα αλλά μια κατάσταση ψυχής. Πρέπει να έχεις καταλάβει τον ποιητή, την αλήθεια του. Κι αυτό δεν είναι απλό- ο Καρούζος έχει πει ότι δεν υπάρχει μία αλήθεια αλλά πολλές αλήθειες που κάνουν χιούμορ μεταξύ τους… (γελάει).

Η τέχνη

Δεν μπορώ να ορίσω την τέχνη. Μου αρέσει αυτό που είχε πει ο Χατζιδάκις, «την ώρα που εσείς κοιμάστε, εγώ κάνω τραγούδια τα όνειρά σας». Πάντως υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν και καταστρέφουν τον πολιτισμό. Επιβάλλονται με τη δύναμη της οθόνης και μας προκαλούν ασφυξία, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το χαρτί παράγεται από κομμένα δέντρα… (γελώντας). Πολλές φιλοσοφίες, πολλά ποιήματα είναι «αρωματικά», ο χρόνος τα φθείρει όπως όλες τις επιφάνειες. Η γαλλική σχολή είναι αρωματική, δεν έχει τα κότσια να κρατήσει έναν Πλάτωνα ή έναν Σαίξπηρ. Έβγαλε Ρεμπό και Μποντλέρ αλλά «εθνικός ποιητής» της είναι ο Ουγκό. Κάποιος τον αποκάλεσε «ηλίθιο» επειδή επέτρεψε να συμβεί αυτό. Η ποίηση δεν έχει εθνικότητα, αν την περιορίσεις τόσο στενά κινδυνεύεις να σκάσει στα χέρια σου.

Ποιητές και τύχη

Λένε ότι οι ποιητές είναι καταραμένοι, τον ρωτάω.

Ναι. Ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία» του ήθελε να τους πετάξει έξω, να τους διώξει. Κι εγώ θέλω να σταματήσω με τα λαχεία, να τελειώσω με το δρόμο, να ξεκουραστώ και να τον ξεράσω. Ο Μπουκόφσκι έλεγε ότι οι μεγάλες πολιτείες είναι φτιαγμένες για να σκοτώνουν τους πολίτες τους, όσους έρχονται, όσους μένουν εδώ, πολλοί για να κρυφτούνε.

Είναι «τυχερό» λοιπόν να αγοράσει κάποιος λαχείο από σένα;

Τον παίκτη τον έχουμε όλοι μέσα μας, είναι ένας τρελός που προσπαθεί να σκοτώσει τη λογική, το νόμο των πιθανοτήτων, υπερασπιζόμενος τη ζωή του. Ακόμα κι αν χάνει, έχει ανάγκη την ήττα.

Την επόμενη της συνέντευξης, Κυριακή μεσημέρι τον ξαναείδα. Ακινητοποιημένος στο φανάρι και στο απέναντι πεζοδρόμιο ο Αλούς με γρήγορο βηματισμό, ζωσμένος στον ώμο του χιαστί τη μαύρη, κατάφορτη του τσάντα. «Επτά μέρες τη βδομάδα, πρωί- απόγευμα», μου είχε πει. Καθόλου λυρικό. Ο νατουραλισμός της καθημερινότητας. Δεν πρόλαβα να του μιλήσω απ’ το παράθυρο. Το φανάρι αργό, ο Αλούς αεικίνητος είχε ήδη ξεμακρύνει στην αντίθετη κατεύθυνση. Θυμήθηκα μόνο τον στίχο του αγαπημένου του Μίλτου Σαχτούρη- που ήταν κιόλας φανατικός παίκτης τυχερών παιχνιδιών και δεινός αγοραστής λαχείων- «γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη/ και τα παιδιά τίποτα δεν υποπτεύονταν».

Στην Αθήνα

Χτυπάει η νύχτα

Και ξυπνάει την αγορά της πορνείας.

Στα βρόμικα σταυροδρόμια των βλεμμάτων

Αναβοσβήνουν τα φανάρια,

Στις πλατείες της Αθήνας

Σαν ουρλιαχτό τριγυρνά

Το συνολικό σύνθημα του αίματος.

Στις οριζόντιες γραμμές των καρδιών

Η επανάσταση έχει φτάσει.

Κάτω η αγάπη των αγίων

Δόξα σοι η πορνεία!

Μεσάνυχτα. Η Πλατεία ''Ομόνοια''

Και στη μνήμη μου

Κάπου, κάποτε όταν ήμουν νέος

Έχω κάνει σεξ

Με την πιο όμορφη στη Γη.

Σαν φροϋδικό ερέθισμα

Στροβιλίζω αποπροσανατολισμένος.

Σιχάθηκα τις γυναίκες,

Αγάπες Μπριλάντια.

Απόψε είμαι

Βενιαμίν των συμφερόντων,

Συστημένος πόνος,

ψευτό- εμπιστευτικό χάδι

Λογαριασμένο ξόδεμα του εαυτού μου,

Παγίδα εναντίον του έρωτος

Σήμαντρα οι πόθοι

Και τα κύματα της αγάπης

Και τα κύματα της πεθυμιάς

Σ’ ακτές καρδιών

Χτυπάν με καμιτσίκι.

Απέναντι στη θάλασσα

Εκεί ανάμεσά τους

Αφήνω τον εαυτό μου εγώ

Άγαλμα της μετάνοιας.

Ξημερώνοντας

Την πιο όμορφη της Γης

Καλώ σε μυστήριο.

Μου μιλάνε για φώτων πλημμύρες

Κι εγώ βλέπω σκοτάδι.

Ένα βράδυ αγναντεύοντας τη δύση

Θυμήθηκα: το στάρι έχει θέρισμα.

Και μια πόρνη απ' τους Αγίους Σαράντα.

Μια συννεφιά μαύρισε το μυαλό μου

Ήταν η αντίδραση.

Τώρα;

Μοιάζω μ' ένα σκισμένο μήνυμα

Που άνεμοι τρελοί το σκορπάνε στην ομίχλη

Μ' ένα αντίο,

Που ψιθυρίζει ένα ζευγάρι σε λυπημένο χωρισμό.

Σε έναν ακριβό οίκο ανοχής

Όταν μου λένε για το φωτισμένο μέλλον.

Μετάφραση: Βασίλης Κληρονόμος.

Δημοφιλή