Γιουτλάνδη: 99 χρόνια από μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της ιστορίας

Γιουτλάνδη: 99 χρόνια από μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της ιστορίας

Μπορεί σήμερα αδιαμφισβήτητος «βασιλιάς» των ωκεανών και σύμβολο της ναυτικής ισχύος να θεωρείται το αεροπλανοφόρο, ωστόσο τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι, καθώς κάποτε, την θέση αυτή κατείχε το θωρηκτό. Βαριές, κολοσσιαίων διαστάσεων μονάδες επιφανείας, με βαρύτατη θωράκιση και πυροβόλα, βρέθηκαν στο επίκεντρο της κούρσας ναυτικών εξοπλισμών από την αρχή μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα (ειδικά μετά την εμφάνιση της εμβληματικής κλάσης «Dreadnought»), οπότε και αποδείχτηκε ο «εκθρονισμός» τους από τα αεροπλανοφόρα, μέσα από μια σειρά επώδυνων «μαθημάτων», υπό τη μορφή κυρίως των αεροναυμαχιών μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στόλου στον Ειρηνικό Ωκεανό.

Τα θωρηκτά και τα μεγάλα τους κανόνια αποδείχτηκαν απλά άχρηστα απέναντι στα κύματα αεροσκαφών που απογειώνονταν από τα αεροπλανοφόρα και έπλητταν στόχους σε τεράστιες αποστάσεις, κρίνοντας αναμετρήσεις χωρίς καν οι αντίπαλοι στόλοι να «δουν» ο ένας τον άλλον. Χαρακτηριστικότατα παραδείγματα ήταν οι ιστορίες των θωρηκτών «Γιαμάτο» και «Μουσάσι» του ιαπωνικού ναυτικού – των ισχυρότερων θωρηκτών που κατασκευάστηκαν ποτέ- τα οποία όμως ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να αποδείξουν την δύναμή τους εναντίον εχθρικών πολεμικών πλοίων, όπως είχαν σχεδιαστεί: Αντ'αυτού, βυθίστηκαν από αεροπορικές επιθέσεις. Αντίστοιχα, ούτε το γερμανικό θωρηκτό «Τίρπιτς» είδε δράση εναντίον μεγάλων εχθρικών πλοίων- χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν σημειώθηκαν καθόλου αναμετρήσεις μεταξύ βαρέων μονάδων επιφανείας, με χαρακτηριστικότατο παράδειγμα την αναμέτρηση και το κυνήγι που οδήγησε στην καταβύθιση του «Μπίσμαρκ». Εδώ βεβαίως αξίζει να σημειωθεί ότι το δόγμα του Kriegsmarine ήταν διαφορετικό όσον αφορά στη χρήση βαρέων μονάδων επιφανείας, καθώς τις χρησιμοποιούσε ως «επιδρομείς» παρά ως «σιδηρά γροθιά» που θα επεδίωκε μια αποφασιστική αναμέτρηση με το Βασιλικό Ναυτικό.

Αυτή η «φοβισμένη» αντίληψη που διακατείχε το Kriegsmarine κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για τα μεγάλα πολεμικά του ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της εμπειρίας του κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο- και ειδικότερα της ιστορικής ναυμαχίας της Γιουτλάνδης, η οποία έλαβε χώρα πριν 99 χρόνια, στις 31 Μαΐου 1916. Κατά τη ναυμαχία, η οποία διήρκεσε ως την 1η Ιουνίου, ο «Στόλος Ανοιχτής Θάλασσας» (Hochseeflotte) της αυτοκρατορικής Γερμανίας ήρθε αντιμέτωπος με τον «Μεγάλο Στόλο» (Grand Fleet) του Βασιλικού Ναυτικού της Μ. Βρετανίας, σε μια αμφίρροπη αναμέτρηση περίπου 70 ναυτικά μίλια από τις ακτές της χερσονήσου της Γιουτλάνδης στη βόρεια Ευρώπη, η οποία, αν και κάποιοι ήλπιζαν ότι θα έκρινε το μέλλον του πολέμου, τακτικά δεν είχε νικητή (με ένα ελαφρύ προβάδισμα για τη Γερμανία), και στρατηγικά είχε ως συνέπεια ο γερμανικός στόλος επιφανείας να κλειστεί στα λιμάνια του για το υπόλοιπο του πολέμου.

Η πορεία προς τη ναυμαχία

Στόχος της στρατηγικής του γερμανικού στόλου, ο οποίος τελούσε υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Ράινχαρντ Σέερ, ήταν να παραπλανηθεί το βρετανικό ναυτικό έτσι ώστε ένα τμήμα του Grand Fleet να αποκοπεί, παγιδευτεί και καταστραφεί, καθώς το σύνολο του Hochseeflotte δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τη βρετανική ναυτική ισχύ. Ως «δόλωμα» θα χρησιμοποιούνταν τα γρήγορα καταδρομικά μάχης του αντιναυάρχου Φραντς Χίπερ, και ο στόχος ήταν οι μοίρες καταδρομικών μάχης του αντιναυάρχου σερ Ντέιβιντ Μπίτι. Ωστόσο, οι Βρετανοί μέσω υποκλοπής σημάτων γνώριζαν ότι ο γερμανικός στόλος ετοιμαζόταν για μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση, οπότε και στις 30 Μαΐου ο ναύαρχος σερ Τζον Τζέλικο απέπλευσε με το σύνολο του Μεγάλου Στόλου για να συναντήσει τις μονάδες του Μπίτι- πιάνοντας απροετοίμαστα τα γερμανικά υποβρύχια που ήταν να στήσουν ενέδρες για τα βρετανικά πολεμικά. Η ισχύς των δύο στόλων ήταν 151 σκάφη για το Βασιλικό Ναυτικό (μεταξύ των οποίων 28 θωρηκτά, 9 καταδρομικά μάχης, 8 θωρακισμένα καταδρομικά κ.α) και 99 για το Kriegsmarine (με 16 θωρηκτά, 5 καταδρομικά μάχης, 6 παλαιότερα- pre-dreadnought- θωρηκτά)

Η ναυμαχία αρχίζει

Η πρώτη επαφή ανάμεσα στους δύο στόλους έλαβε χώρα κατά τις 14.20, όταν η δύναμη του Μπίτι εντόπισε εχθρικά σκάφη στα νοτιανατολικά. Οι πρώτες βολές έπεσαν στις 14.28,, όταν το HMS Galatea και το HMS Phaeton άνοιξαν πυρ εναντίον γερμανικών τορπιλοβόλων, τα οποία και υποχώρησαν προς την κατεύθυνση των δικών τους ελαφρών καταδρομικών. Οι Γερμανοί ανταπέδωσαν τα πυρά, επιτυγχάνοντας το πρώτο πλήγμα στο Galatea.

Η μάχη γενικεύτηκε, και οι Βρετανοί άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα, λόγω σύγχυσης στις επικοινωνίες, που είχε αποτέλεσμα να παραμείνουν εκτός δράσης ισχυρές μονάδες και ο Μπίτι να προβεί σε ενέργειες που πολλοί αργότερα θεώρησαν λανθασμένες. Ωστόσο, ακολούθησε καταδίωξη των γερμανικών δυνάμεων, με τον Χίπερ να παρασέρνει τον Μπίτι προς τον Σέερ. Σε αυτό το σημείο, οι επιδόσεις των «καταδιωκόμενων» Γερμανών πυροβολητών ήταν υποδειγματικές, τη στιγμή που τα βρετανικά πυρά ήταν σε μεγάλο βαθμό άστοχα. Τρία βρετανικά καταδρομικά μάχης δέχτηκαν βαριά πλήγματα, ενώ το HMS Lion, η ναυαρχίδα του Μπίτι, σώθηκε κυριολεκτικά παρά τρίχα, μετά από πλήγμα στο μέσο του από το SMS Lutzow. Ωστόσο, η πλεονεκτική θέση του γερμανικού στόλου άρχισε να επιδεινώνεται όταν πλησίασαν επιπλέον δυνάμεις, και η εμπλοκή πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, κλιμακωνόμενη κατά τις 16.25, όταν το HMS Queen Mary ανατινάχτηκε μετά από πυρά των SMS Derfflinger και SMS Seydlitz.

Σε αυτή τη φάση της ναυμαχίας, τα γερμανικά πληρώματα πέτυχαν 44 πλήγματα σε βρετανικά σκάφη, ενώ τα αντίστοιχα βρετανικά ήταν μόλις 17. Η σκόπευση των Γερμανών πυροβολητών συνέχισε να κινείται σε υψηλά επίπεδα, κάνοντας τον Μπίτι να πει τη διάσημη στα ναυτικά χρονικά φράση «there seems to be something wrong with our bloody ships today», μετά την απώλεια του Princess Royal. Όταν ο Μπίτι είδα τις μονάδες του Σέερ να πλησιάζουν, έκανε μεταβολή, και η καταδίωξη επαναλήφθηκε, με τους Γερμανούς αυτή τη φορά ως διώκτες και τη δύναμη του Τζέλικο να κατευθύνεται προς ενίσχυση των καταπονημένων μονάδων του Μπίτι.

Η κύρια μάχη

Στις 17.33 έλαβε χώρα η πρώτη οπτική επαφή μεταξύ των δύο βρετανικών δυνάμεων, και στις 17.38 το HMS Chester ήρθε σε επαφή με με τη γερμανική εμπροσθοφυλακή. Το HMS Invincible αχρήστευσε το SMS Wiesbaden, και σε αυτό το σημείο ακολούθησε έντονη δράση μεταξύ αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων, τα οποία γέμισαν τη θάλασσα με τορπίλες, χωρίς ωστόσο να προκύψουν πλήγματα στις βρετανικές μονάδες που πλησίαζαν. Στο μεταξύ, ο Μπίτι είχε εμπλακεί ξανά με τα καταδρομικά μάχης του Χίπερ, ωστόσο νέα σύγχυση στις επικοινωνίες είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η ανάπτυξη των βρετανικών πλοίων στις κατάλληλες θέσεις ώστε να «περάσουν το “Τ”» των γερμανικών πλοίων (βασικό κομμάτι της στρατηγικής της εποχής, καθώς τα πλοία που «περνούσαν το Τ» του εχθρού είχαν τον εχθρό να τα πλησιάζει κάθετα, οπότε μπορούσαν να χρησιμοποιούν όλους τους πυργίσκους πυροβόλων τους, ενώ ο εχθρός μόνο τους εμπρόσθιους).

Η μάχη μπήκε στο κύριο μέρος της στις 18.30, όταν συγκρούστηκαν οι κύριοι στόλοι μάχης, με τον Τζέλικο να καταφέρνει να «περάσει το “Τ”» του Σέερ, με καταλυτικά αποτελέσματα, αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς αξιωματικούς. Τα μαζικά πυρά του Μεγάλου Στόλου άρχισαν να σφυροκοπούν τις γερμανικές μονάδες, που πλέον είχαν προβλήματα ορατότητας (κάτι που είχε προβλέψει και επιδιώξει ο Τζέλικο). Κάπου εκεί ο Σέερ αντιλήφθηκε ότι, αντί για την παγίδα που είχε ετοιμάσει για τον Μπίτι, είχε ο ίδιος πέσει στην παγίδα του Τζέλικο. Με τις δυνάμεις του να υφίστανται βαριά πλήγματα (μεταξύ των οποίων και η ναυαρχίδα του Χίπερ, Lutzow), κατάφερε να απεμπλέξει τον στόλο του με μία άρτια τεχνικά συγχρονισμένη στροφή 180 μοιρών. Ο Τζέλικο δεν καταδίωξε άμεσα, αλλά κατευθύνθηκε προς το νότο, θέλοντας να κρατήσει τον γερμανικό στόλο στα δυτικά του- στο μεταξύ, οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν συντεταγμένη υποχώρηση, απειλώντας με εκτοξεύσεις τορπιλών τα καταδιώκοντα βρετανικά σκάφη. Ωστόσο, στις 19.15 ο Τζέλικο «πέρασε ξανά το “Τ”» των Γερμανών, σφυροκοπώντας τους ανηλεώς και αναγκάζοντας τον Σέερ να στραφεί προς τη δύση, αλλά αυτή τη φορά με μεγαλύτερη δυσκολία, καθώς τα βρετανικά πυρά ήταν πυκνά και εύστοχα. Προσπαθώντας να καλύψει τις κύριες μονάδες του, έβαλε στη γραμμή του πυρός τα καταδρομικά μάχης του, τα οποία δέχτηκαν βαρύτατα πυρά, με μεγάλες απώλειες.

Καθώς τα καταδρομικά τραβούσαν τα πυρά των Βρετανών, ο Σέερ διέφευγε υπό προπέτασμα καπνού, με τα κυριολεκτικά σακατεμένα καταδρομικά του να ακολουθούν αργότερα. Ακολούθησε νυχτερινή δράση, κυρίως υπό τη μορφή δράσης αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων, με απώλειες και από τις δύο πλευρές. Στις 05.20 ο στόλος του Σέερ είχε πάρει την πορεία για τις βάσεις του.

Τα αποτελέσματα

Στη Γιουτλάνδη οι βρετανικές απώλειες ανήλθαν σε 6.094 νεκρούς, 674 τραυματίες, 177 αιχμαλώτους, τρία καταδρομικά μάχης, τρία θωρακισμένα καταδρομικά, οκτώ αντιτορπιλικά. Οι γερμανικές απώλειες ήταν 2.551 νεκροί, 507 τραυματίες, ένα καταδρομικό μάχης, ένα παλαιό θωρηκτό (pre-dreadnought), τέσσερα ελαφρά καταδρομικά, πέντε τορπιλοβόλα. Τόσο οι Γερμανοί, όσο και οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν ότι νίκησαν, με τους πρώτους να υποστηρίζουν ότι ο στόλος τους ήρθε αντιμέτωπος με ισχυρότερο αντίπαλο και επέφερε μεγαλύτερες απώλειες. Ωστόσο, σύντομα η εντύπωση άρχισε να αλλάζει, λόγω της υποχώρησης του γερμανικού στόλου και περισσότερων λεπτομερειών για τις γερμανικές απώλειες, αλλά και ότι η προσπάθεια γερμανικής «εξόδου» στη Βόρεια Θάλασσα απέτυχε- οπότε επρόκειτο για στρατηγική βρετανική νίκη. Ωστόσο, ακόμα μεγαλύτερη ήταν η «κληρονομιά» της μάχης, με τους Βρετανούς να προβαίνουν σε ριζικές αλλαγές στις μεθόδους στόχευσης και επικοινωνιών, τη διαχείριση πυρομαχικών κ.α. Στη γερμανική πλευρά ωστόσο, παρά τις καλές τακτικά επιδόσεις, η Γιουτλάνδη ήταν πλήγμα στην αυτοπεποίθηση του στόλου, καθώς αποδείχτηκε ότι, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο Hochseeflotte δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, πόσο μάλλον να νικήσει κατά κράτος, τον κυρίαρχο των θαλασσών, το Βασιλικό Ναυτικό. Ως εκ τούτου, δεν τόλμησε ξανά αντίστοιχη επιχείρηση μέχρι το τέλος του πολέμου.

Πηγές:

Δημοφιλή