Προσφυγικός Καταυλισμός Ελαιώνα- «Εδώ μας σέβονται και μας φροντίζουν. Σας ευχαριστούμε όλους για αυτό»

Προσφυγικός Καταυλισμός Ελαιώνα- «Εδώ μας σέβονται και μας φροντίζουν. Σας ευχαριστούμε όλους για αυτό»

Αν δεν υπήρχε ένα περιπολικό σταθμευμένο στην είσοδό του, επί της Αγίου Πολυκάρπου στην περιοχή του Ελαιώνα, δύσκολα θα αντιλαμβανόσουν ότι στο μέχρι πρότινος άδειο οικόπεδο του Δήμου Αθηναίων έχει δημιουργηθεί ένας προσφυγικός καταυλισμός. Γύρω μας παρκαρισμένα φορτηγά και μάντρες αυτοκινήτων. Ένα τοιχίο και μια συρόμενη καγκελόπορτα εμποδίζουν τη θέα στο εσωτερικό του. Επικρατεί απόλυτη ησυχία- μέσα από το camp ελάχιστοι ήχοι φτάνουν, σαν κάποιος να τοποθέτησε ένα αόρατο ηχοπέτασμα. Μάλλον, όμως, απλώς όλα εξελίσσονται φυσιολογικά, σε σύγκριση με την ένταση που μονίμως σιγοέβραζε και κάθε τόσο ξεσπούσε στις «δομές» της Αμυγδαλέζας. Μπαίνουμε στον καταυλισμό μαζί με μια μικρή ομάδα Αφγανών προσφύγων- αυτοί στον άνθρωπο που ανοιγοκλείνει την πόρτα δείχνουν την προσωρινή άδεια διαμονής τους, διάρκειας ενός μήνα, που πήραν από τις ελληνικές αρχές στα νησιά (είναι το μοναδικό προαπαιτούμενο για να τους επιτραπεί η είσοδος), εμείς επικαλούμαστε την άδεια που μετά από συνεννόηση εξασφαλίσαμε από τη διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής του υπουργείου Εσωτερικών.

Σειρές άσπρων οικίσκων και άνθρωποι να πηγαινοέρχονται- πρόσφυγες, υπάλληλοι του υπουργείου και των ΜΚΟ, εθελοντές που συνδράμουν, αυτή είναι η πρώτη εικόνα. Αριστερά μας ένας οικίσκος σαν «ρεσεψιόν» όλης της εγκατάστασης- IN/ OUT γράφει μια ταμπέλα στο παράθυρό του, που σημαίνει πως όποιος θέλει να βγει πρέπει να το δηλώσει πρώτα εκεί. Στον άνθρωπο πίσω από το ίδιο παράθυρο δηλώνουν τα στοιχεία τους και οι νεοεισερχόμενοι για να τους καθοδηγήσουν οι υπεύθυνοι στο προσωρινό τους σπίτι. Στα δεξιά της εισόδου το ιατρείο του ΚΕΕΛΠΝΟ, ο οικίσκος του Ερυθρού Σταυρού και η «κουζίνα», ο οικίσκος από όπου μοιράζεται το συσσίτιο που ετοιμάζει για τους πρόσφυγες το Πολεμικό Ναυτικό. Στον καταυλισμό ζούνε κυρίως Αφγανοί που θέλουν να αποφύγουν τα παγκάκια και τις ανθυγιεινές συνθήκες της πλατείας Βικτωρίας.

Οι περισσότεροι δεν παραμένουν περισσότερες από 2- 3 μέρες, όσο να φτάσουν τα χρήματα από τους συγγενείς και τους φίλους τους για να συνεχίσουν το ταξίδι. Στο βάθος, κάτω από μια μεγάλη τέντα ο παιδότοπος είναι το πιο ζωηρό σημείο του camp.

Γνωρίζω εκεί, με τον μόνο τρόπο που μπορείς να γνωρίσεις ένα παιδί 2-3 χρονών τον Σαιέντ Αχμάν, έναν μπόμπιρα που λίγο να τον «τσίγκλαγες», ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Μου θυμίζει την κόρη μου, κυρίως ότι τα παιδιά παντού είναι ίδια- και για τις ψυχές μας πολύτιμα. Ο πατέρας του, ο Ατματζάν είναι 42 χρονών. Ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τη σύζυγό του, τον μικρό Σαιέντ και τον ακόμα μικρότερο, βρέφος σχεδόν, αδερφό του, τον Ετμά. Ξεκίνησαν από την πόλη τους 40 μέρες πριν- και άφησαν πίσω τις δυο τους κόρες, 9 και 7 χρονών, «με τους παππούδες».

«Στο Αφγανιστάν είχα δουλειά, αρκετά καλή κιόλας για τα δεδομένα εκεί, ήμουν οδηγός ασθενοφόρου και πολλές φορές δούλεψα και για τα Ηνωμένα Έθνη. Αλλά η καθημερινότητα στο Αφγανιστάν είναι πολύ επικίνδυνη- υπάρχουν οι Ταλιμπάν, οι φύλαρχοι, οι πολέμαρχοι, ο στρατός ακόμα, δεν ξέρεις από ποιον να φυλαχτείς, ποιος πολεμάει εναντίον ποιου… Πάνω στη δουλειά μου με το ασθενοφόρο έβλεπα πολλά άσχημα πράγματα. Έπρεπε να φύγουμε», μου λέει.

Τον ρωτάω για τη διαδρομή που ακολούθησε. «Σε 15 μέρες διασχίσαμε το Ιράν και σε άλλες 5 την Τουρκία. Σε όλη τη διαδρομή ήμασταν με διακινητές, φοβόμασταν να μετακινηθούμε μόνοι μας. Η αίσθηση του κινδύνου είναι διαρκής- απλώς συνεχίζεις χωρίς να ξέρεις καλά καλά που βρίσκεσαι». Ειδικά στην Τουρκία κινηθήκανε τόσο γρήγορα που δε θυμάται τίποτα από τις πόλεις που βρέθηκε και τις διαδρομές που ακολούθησαν, απλώς από ένα σημείο της (μικρασιατικής) ακτής τους «πέρασαν» με βάρκα απέναντι. «Αυτές οι ώρες μέσα στη βάρκα, με τη γυναίκα και δυο μικρά παιδιά ήταν οι πιο επικίνδυνες». Αναρωτιέμαι πόσο του λείπουν οι δυο κόρες που άφησε πίσω στην πατρίδα.

«Επικοινωνούμε καθημερινά. Αλλά η ψυχή μας σπαράζει, η γυναίκα μου κλαίει συνέχεια. Δεν ξέρουμε καν που θα καταλήξουμε, αλλά μόλις φτάσουμε κάπου θα φέρουμε και τα κορίτσια, να μαζευτούμε όλοι ξανά», μου λέει.

Η Ανθή Καραγγελή, είναι υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών/ Μεταναστευτικής Πολιτικής και υπεύθυνη για τη λειτουργία του καταυλισμού. «Από τον Φεβρουάριο, οπότε δημιουργήθηκε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, ήταν στις προθέσεις του η δημιουργία τέτοιων ανοιχτών δομών προσωρινής φιλοξενίας. Ειδικά από τη στιγμή που άρχισε η συγκέντρωση προσφύγων στο Πεδίο του Άρεως αυτό έγινε επιτακτικό. Έγινε σύσκεψη των συναρμόδιων υπουργείων και μετά από δυο βδομάδες, το σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστου, με τη βοήθεια και της Αφγανικής κοινότητας, μεταφέραμε τους ανθρώπους από το Πεδίο του Άρεως στον καταυλισμό- ήταν έτοιμος να λειτουργήσει».

Δέχτηκαν όλοι να έρθουν;

Η ανασφάλεια τους ήταν μήπως βρεθούν έγκλειστοι σε έναν χώρο όπως η Αμυγδαλέζα, στις συνθήκες που όλοι θυμόμαστε. Ήξεραν για την Αμυγδαλέζα, από συγγενείς και φίλους τους που είχαν περάσει από εκεί και τώρα βρίσκονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτούς θέλουν να φτάσουν- η Ελλάδα είναι ένας απλός, διαμετακομιστικός τους σταθμός. Και το θέλουν τόσο πολύ που οι διηγήσεις περί Αμυγδαλέζας δε στάθηκαν ανασταλτικός παράγοντας.

Η ελληνική κυβέρνηση κατηγορήθηκε, και εξακολουθεί αυτή να είναι μια μομφή κεντρική στην προεκλογική πολιτική ατζέντα, ότι άνοιξε τα σύνορα.

Αυτό μόνο σαν αστείο που ηθελημένα δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις μπορεί να θεωρηθεί. Η πραγματικότητα είναι πως από τον Ιούλιο του 2014 ήδη, η χώρα δέχεται αυξημένες εισόδους προσφυγικών πληθυσμών. Δεν ενεργοποιήθηκαν εγκαίρως μηχανισμοί για την απορρόφηση κονδυλίων που θα επέτρεπαν την αξιοπρεπή πρώτη υποδοχή των ανθρώπων, ενώ όλα τα κονδύλια που είχαν «τραβηχτεί» προοριζόταν για την καταστολή και τη φύλαξη. Χρήματα λοιπόν δεν υπήρχαν για τη δημιουργία δομών υποδοχής και η Ελλάδα κληθηκε να πληρώσει υπέρογκα πρόστιμα για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δε μιλάμε λοιπόν για «αλλαγή πολιτικής» αλλά απλώς για εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών που υποστηρίζουν τους προσφυγικούς πληθυσμούς. Αυτές η Ελλάδα δεν τις τηρούσε- άνθρωποι με ξεκάθαρα προσφυγικό προφίλ βρίσκονταν φυλακισμένοι στην Αμυγδαλέζα. Η μόνη αλλαγή που συντελέστηκε είναι ότι ξεπεράσαμε το δόγμα του «κάνω τον βίο αβίωτο», το οποίο ούτε καν ανασταλτικά λειτουργεί σε ανθρώπους που βρίσκονται σε τόσο μεγάλη ανάγκη.

«Ανοιχτή δομή τι σημαίνει;», την ρωτάω.

«Ότι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι αλλά σε καμιά περίπτωση απουσία πλαισίου και κανόνων λειτουργίας. Γιατί θέλουμε να αισθάνονται πρώτα από όλα οι ίδιοι ασφαλείς και ήρεμοι εντός του καταυλισμού. Έχουν ανάγκη την ηρεμία- έχουν ταλαιπωρηθεί, έχουν ρισκάρει τις ζωές των ίδιων και των παιδιών τους, από όλο αυτό το ταξίδι και το ρίσκο που ανέλαβαν είναι όλοι τους συναισθηματικά φορτισμένοι. Εδώ παίρνουν μια ανάσα και συνεχίζουν».

Πριν τη λειτουργία του καταυλισμού υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις κατοίκων. Ζητάω από την κυρία Καραγγελή ένα σχόλιο.

«Διαμαρτυρήθηκαν επτά συγκεκριμένοι κάτοικοι, της ευρύτερης περιοχής γιατί η άμεση «γειτονιά» εδώ δεν είναι περιοχή κατοικίας. Είναι απείρως περισσότεροι, όμως, και δεν έχει αναδειχτεί αυτό, οι κάτοικοι της περιοχής του Βοτανικού, του Ελαιώνα, που έρχονται στον καταυλισμό με ρούχα, τρόφιμα, γάλατα και παιχνίδια για τα παιδιά, καρεκλάκια για τα μωρά των προσφύγων. Και φέρνουν μαζί και τα παιδιά τους, για να παίξουν με τα προσφυγόπουλα, να επικοινωνήσουν και να γελάσουν μαζί, δίχως να μιλάνε την ίδια γλώσσα».

Αξίζει να σημειωθεί πως σε ένα τμήμα του οικοπέδου κάθε Κυριακή διοργανωνόταν το παζάρι των ρακοσυλλεκτών της Αθήνας. Η Καραγγελή μου λέει ότι κατανόησαν αμέσως το επείγον της κατάστασης και τα ειδικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που θα μεταφέρονταν και συναίνεσαν να μεταφερθεί το παζάρι τους σε άλλο σημείο.

Στον καταυλισμό υπάρχουν 94 οικίσκοι- στους 90 από αυτούς φιλοξενούνται άνθρωποι. Κάθε οικίσκος περιλαμβάνει στο εσωτερικό του 4 διπλές κουκέτες, νεροχύτη με μικρά ντουλάπια, σαν ιδιωτική «κουζίνα», τουαλέτα με ντουζ και κλιματισμό. Η δυνητική «χωρητικότητα» και δυνατότητα φιλοξενίας του καταυλισμού είναι 720 άνθρωποι, όμως οι υπεύθυνοι του καταυλισμού στον οικίσκο που στεγάζει μια 6μελη (π.χ.) οικογένεια δεν «επιβάλλουν» και δύο ακόμα άγνωστους ανθρώπους. Δύο τετραμελείς οικογένειες μπορούν να συστεγαστούν αλλά οι εργένηδες νεαροί άνδρες που ταξιδεύουν μόνοι τους στεγάζονται σε άλλο τομέα (Γ), όχι απομονωμένο αλλά ξέχωρο. Ο Μοχάμεντ και ο Χοτζιάντ, 22 και 23 χρονών αντίστοιχα, είναι δύο τέτοιες περιπτώσεις- και αντιπροσωπεύουν ένα άλλο «μοντέλο» πρόσφυγα, που όμως τυπικά θεωρείται «οικονομικός μετανάστης». Παρότι Αφγανοί είναι μεγαλωμένοι στο Ιράν, όπου οι οικογένειες τους αναζήτησαν ένα πιο ασφαλές περιβάλλον. Από μικρά παιδιά ανανέωναν μια 6μηνη άδεια παραμονής, που όπως μου λένε σε σύγκριση με τους ιρανικούς μισθούς, κοστίζει πολύ ακριβά. Συναντήθηκαν στο ταξίδι- και έγιναν φίλοι.

Τους συναντώ να ακούνε ιρανικό ραπ στα κινητά τους, σε έναν ίσκιο του camp.

Ο Μοχάμεντ έζησε 4-5 μήνες στην Τουρκία όπου έκανε μεροκάματα σαν ξυλουργός- στο Ιράν δούλευε σε οικοδομές- ενώ ο Χοτζιάντ σαν ηλεκτροκολλητής. Έφυγαν από το Ιράν γιατί το κράτος τους αντιμετωπίζει σαν ανθρώπους β΄κατηγορίας και πολλοί από τους Ιρανούς ρατσιστικά. Ο αδερφός του Μοχάμεντ ζει στην Αυστρία και του Χοτζιάντ στην Ελβετία- κάπου στον περίφημο σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης μάλλον θα χωρίσουν οι δρόμοι τους. Πέρασαν από το Ιράν στην Τουρκία, στην περιοχή του Urmiye, στα βορειοδυτικά της Περσίας, ένα κοινό πέρασμα για όλους τους πρόσφυγες που έρχονται από τα ανατολικά της Τουρκίας- Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπαγκλαντές. Πολύωρες νυχτερινές πορείες στα βουνά, μια μεγάλη ομάδα 100 περίπου ανθρώπων και μαζί τους οι διακινητές. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής ντόπιοι Κούρδοι τους λήστεψαν- προσπάθησαν να αποσπάσουν χρήματα των διακινητών αλλά τελικά αρκέστηκαν σε προσωπικά αντικείμενα και τα κινητά τηλέφωνα του ανθρώπινου «φορτίου» τους.

Στην Τουρκία πήραν κάποια υποτυπώδη έγγραφα προσωρινής διαμονής και ένα μικρό οικονομικό βοήθημα, ενώ μια φορά τη βδομάδα έπρεπε να δηλώνουν την παρουσία τους στο αστυνομικό τμήμα. Μου λένε ότι πολλοί Αφγανοί ζούνε στην Κωνσταντινούπολη, ακόμα και χωρίς χαρτιά και κανείς δεν τους ενοχλεί, όπως και για την περιοχή της Πολης (Zeytinburnu) όπου τριγυρνάνε οι διακινητές και «ψαρεύουν» πελάτες. «Αν πας εκεί, θα σε βρούνε αυτοί, δε χρειάζεται να ψάξεις. Ακριβώς όπως συμβαίνει εδώ στη Βικτώρια», λέει ο Μοχάμεντ. Για να περάσουν από το Ιράν στην Τουρκία πλήρωσαν 500$- και άλλα 1000$ για να φτάσουν στη Μυτιλήνη, με φουσκωτό.

Δυόμιση ώρες τους πήρε για να πατήσουν ευρωπαϊκό έδαφος, 35 άτομα σε ένα φουσκωτό. Στα παράλια η θάλασσα ήταν ήρεμη, μεσοπέλαγα όμως φοβήθηκαν- έκανε κύμα, η βάρκα «έμεινε» από μηχανή και έβαλε νερά που έπρεπε συνέχεια να αδειάζουν. «Φοβηθήκαμε πολύ», μου λένε.

Ρωτάω τον Μοχάμεντ πως νιώθουν στον καταυλισμό του Ελαιώνα. Και ποιο είναι το πλάνο του. «Εδώ όλα είναι θαυμάσια, τέτοιος προσφυγικός καταυλισμός στην Ασία δεν υπάρχει», απαντάει.

«Τώρα περιμένω χρήματα από τους δικούς μου για να φύγω. Οι τιμές είναι 1000 ευρώ μέχρι την Ουγγαρία και άλλα 500 ευρώ μαζί με το εισιτήριο του τρένου για την Αυστρία ή τη Γερμανία. Θέλω να αποφύγω τους διακινητές, δεν ξέρω το δρόμο και φοβάμαι αλλά θα προσανατολιστώ καλύτερα- όταν φτάνεις δεν ξέρεις που βρίσκεσαι- και θα προσπαθήσουμε μόνοι μας».

Βραδιάζει. Έφηβοι και νέοι παίζουν μπάλα σε άδειους χώρους, σαν εσωτερικές πλατείες ανάμεσα από τους οικίσκους. Εθελόντριες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού απασχολούν τα παιδιά, ηλικίας από 6- 12 ετών (τα πιο μικρά είναι στον ίδιο χώρο με τις μαμάδες τους), με δραστηριότητες δημιουργικής απασχόλησης, απλά παιχνίδια με μπάλες και σκοινιά ή ζωγραφική.

«Παρά την κούραση και το στρες τους είναι γεμάτα ενέργεια, «κλασικά» παιδιά, γεμάτα θετική διάθεση και άδολη αφέλεια. Δε μπορείς να καταλάβεις πόσο χαίρονται με απλά πράγματα, όπως όταν ζωγραφίζουν, όπως τώρα, ή χθες πόσο εντυπωσιάστηκαν όταν αφήσαμε μπαλόνια στον αέρα», μου λέει η Κατερίνα, νεαρή εθελόντρια. Παρατηρώ το καταπληκτικό σχέδιο ενός μικρού κοριτσιού, σαν αφαιρετικό «κέντημα» στο χαρτί.

«Φεύγουν απότομα, παίζουμε και την επόμενης στιγμή τα βλέπουμε με τα σακίδια τους στην πλάτη. Με τα παιδάκια που έχουμε γνωριστεί καλύτερα αποχαιρετιόμαστε με αγκαλιές και φιλιά, το ζητάνε αυθόρμητα. Αλλά ποτέ δεν κλαίνε, δεν είδα ούτε ένα που να μην έφυγε με χαμόγελο», μου λέει η ίδια.

Όπως ο ήλιος αφήνει τα χρώματά του σε όλη την πόλη σβήνοντας στα δυτικά, ένας δυνατός αέρας σηκώνει στρόβιλους σκόνης, «ζωγραφίζοντας» μια μεσανατολίτικη ατμόσφαιρα στον καταυλισμό. Γυναίκες κάθονται στα σκαλιά έξω από τα σπιτάκια ή πηγαινοέρχονται με πλυμένα ρούχα, σκεύη, μικρά παιδιά από το χέρι τους. Οι άντρες συζητάνε σε παρέες ή μιλάνε στο κινητό, προφανώς με ανθρώπους που άφησαν πίσω ή θέλουν να συναντήσουν στο δρόμο τους εμπρός, βορειότερα για την ακρίβεια. Στο ιατρείο κάποιοι περιμένουν τη σειρά τους, ενώ ο Ερυθρός Σταυρός με απόλυτη τάξη διανέμει το φαγητό στους ανθρώπους που περιμένουν υπομονετικά στη σειρά τους. Ένα μικρό παιδί έχει χάσει πρόσκαιρα τη μάνα του- οι εθελόντριες αναλαμβάνουν να το βοηθήσουν. Μια οικογένεια θέλει να φύγει για το επόμενο στάδιο του ταξιδιού της, όμως ο μικρός γιος τους είναι αφυδατωμένος, θα πρέπει να περιμένουν για να νοσηλευτεί. Εντός του καταυλισμού υπάρχουν άνθρωποι από την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, την Μ.Κ.Ο. “PRAKSIS”, την Υπηρεσία Ασύλου για την ενημέρωση και οποιαδήποτε νομική καθοδήγηση και συνδρομή των προσφύγων. Υπάρχουν βράδια που οι πρόσφυγες μαζεύονται σε μεγάλες παρέες και τραγουδάνε.

«Χαλαρώνουνε. Και μαζί τους ηρεμούμε κι εμείς. Ξεχνάμε να πάμε σπίτι μας», μου λέει η Ανθή Καραγγελή.

Ένας πρόσφυγας με πλησιάζει. Άνθρωπος που θέλει να πει τον πόνο του. Έχασε τα περισσότερα χρήματά του στη βάρκα, από Μπουντρούμ στη Μυτιλήνη. Είναι εδώ με την επταμελή οικογένεια του. Πήγε στη Βικτώρια αλλά ο διακινητής ζητάει 1.000 ευρώ «το κεφάλι» και τα μισά για κάθε παιδί. Αυτοί ξέμειναν με 400 ευρώ για το υπόλοιπο ταξίδι.

«Δεν ξέρω τι θα κάνω», μου λέει. Στην Τουρκία υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σαν εμάς που παρέκαμψαν αναγκαστικά τους διακινητές- γιατί δεν είχαν τα χρήματα. Αγοράζουνε με 700- 800$ ένα μικρό φουσκωτό, μπαίνουνε μέσα καμιά δωδεκαριά άτομα και φεύγουνε. Κι εμείς αυτό κάναμε. Από ‘δω και πέρα, δεν ξέρω». Μου δείχνει μια «φρέσκια», μεγάλη ουλή στο κεφάλι του- τους επιτέθηκαν Πακιστανοί με πέτρες και ξύλα στην Μυτιλήνη. Εκεί η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. «Εδώ μας σέβονται και μας φροντίζουν. Τους ευχαριστούμε, σας ευχαριστούμε όλους για αυτό», λέει με ανατολίτικη ευγένεια.

Πολυμελείς οικογένειες ή μεγάλες παρέες, με τα «μπαγκάζια» τους ανά χείρας και στην πλάτη, παιδιά με όσα παιχνίδια τους μπορούν να κρατήσουν στα χέρια ετοιμάζονται για “check out”. Ο οικίσκος τους θα καθαριστεί για να φιλοξενήσει αμέσως τους επόμενους. Βγαίνουν προς άγραν “τίκετς”, επιστρέφουν, «μαζεύουν» στα γρήγορα και φεύγουν, “φίνις”, έτσι λένε- έτοιμοι να «παίξουν» στην επόμενη, τελευταία πίστα αυτού του επικίνδυνου “hide and seek”, που ξεκινάει στο Αφγανιστάν ή τη Συρία για να τερματίσει κάπου στην κεντρική ή βόρεια Ευρώπη.

Στην έξοδό τους από το camp η Καραγγελή τους αποχαιρετά έναν- έναν, μια χειραψία, μια αγκαλιά. Εκπροσωπεί τον εαυτό της, προφανώς, αλλά και την υπηρεσία της και την ελληνική πολιτεία. Ωραία εικόνα, τιμητική για μία χώρα/ μήτρα μεταναστών και αποίκων σε όλη την ιστορία της. Ένας ηλικιωμένος της λέει «σας ευχαριστούμε για όλα», ένα κορίτσι δε θέλει να φύγει από την αγκαλιά της. «Καλό ταξίδι, να προσέχετε», τους λέει με σπασμένη φωνή.

Θυμάμαι τα λόγια του Μοχάμεντ- «τέτοιος προσφυγικός καταυλισμός στην Ασία δεν υπάρχει». Και στην Ελλάδα όμως- ίσως και στην Ευρώπη- είναι ο μοναδικός.

- Eυχαριστούμε την Ζοζεφίν Γιουχάνα για την βοήθειά της στην επικοινωνία μας με τους πρόσφυγες.

Δημοφιλή