Ο Πάρις Βαριάς πέρασε ένα μήνα σαν ντόπιος στην Καμπότζη

Ο Πάρις Βαριάς πέρασε ένα μήνα σαν ντόπιος στην Καμπότζη
oneman

H ρουτίνα δεν είναι εύκολο πράγμα, ειδικά σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου τα προβλήματα και τα άγχη διαρκώς πολλαπλασιάζονται.

Ακόμη και για έναν νεαρό φοιτητή, η καθημερινότητα μπορεί να γίνει ασφυκτική και να προκαλέσει αφόρητη πίεση. Κάπως έτσι αισθάνθηκε κι ο Πάρις Βαριάς, φοιτητής του Πολιτικού Νομικής, ο οποίος πάντοτε αναζητούσε τρόπους ώστε να ξεφύγει από τη ρουτίνα του και να χτίσει έναν διαφορετικό εαυτό.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δοκίμασε και το skydiving, όμως “εθίστηκε” στην αδρεναλίνη και αποφάσισε να τα παρατήσει. Τελικά, έκρινε πως ένα μακρινό ταξίδι, σε ένα μέρος όπου θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος αλλά και να γίνει κομμάτι μιας καθημερινότητας έξω από τα δικά του νερά, τις δικές του “καλομαθημένες” συνήθειες, θα λειτουργούσε ιδανικά. Θα τον βοηθούσε να δει πως ζουν άνθρωποι μιας άλλης κουλτούρας, θα του έδινε τη δυνατότητα να ζήσει σαν ντόπιος σε ξένη χώρα, να προσφέρει και να μάθει, να δώσει και να πάρει πράγματα.

Έπρεπε απλά να βρει τον ιδανικό προορισμό. Αυτός ήταν τελικά η Καμπότζη κι έπειτα από ένα μήνα εκεί, ο Πάρης Βαριάς μίλησε στο Oneman για όσα του άφησε αυτό το ταξίδι ζωής, όλα όσα έμαθε κι όσα δεν θα ξεχάσει ποτέ.

Γιατί αποφάσισε να φύγει

Η πρώτη και προφανής ερώτηση, δεν θα μπορούσε παρά να αφορά όλα αυτά που τον οδήγησαν στη μεγάλη απόφαση να πακετάρει μια βαλίτσα και να πάει να ζήσει για ένα μήνα σε μια μακρινή χώρα της Ασίας.

“Από τον Γενάρη και μετά, ξεκίνησε ένας βομβαρδισμός αρνητικών ειδήσεων στα MΜΕ που οδήγησε σε ένα δηλητηριασμένο κλίμα. Από τον Ιούνιο αυτό κορυφώθηκε και σε συνδυασμό με την εξεταστική μου στο Πανεπιστήμιο με έκανε να νιώσω μια έντονη πίεση. Κάπως έπρεπε να ξεφύγω. Με μια απόδραση στα ελληνικά νησία δεν ξεφεύγεις, καθώς όπου κι αν πας οι συζητήσεις θα είναι μοιραία οι ίδιες. Ακόμη και κάπου στην Ευρώπη να πας, είναι δύσκολο να ξεφύγεις, αφού παντού τα προβλήματα και οι κουβέντες είναι λιγό πολύ οι ίδιες. Εγώ όμως ήθελα να δω κάτι εντελώς διαφορετικό, να “ταρακουνηθώ”, εξηγεί σχετικά με τους λόγους που τον έσπρωξαν στην αναζήτηση ενός μακρινού προορισμού. Πώς κατέληξε όμως στην Καμπότζη και γιατί;

“Άρχισα να ψάχνω την ιδέα για ένα μακρινό ταξίδι στο εξωτερικό κι εκεί συνειδητοποίησα ότι το να είσαι τουρίστας δεν είναι αρκετό για να καταλάβεις τη νοοτροπία ενός ξένου λαού, δεν ζεις την καθημερινή ζωή του. Και στην Ελλάδα να έρθεις σαν τουρίστας, θα κάτσεις μερικές μέρες, θα δεις τον Παρθενώνα και μερικά πράγματα ακόμα και θα φύγεις, δεν θα καταλάβεις τίποτα. Ξεκίνησα λοιπόν να αναζητώ το κάτι παραπάνω, ένα ταξίδι το οποίο θα μου επιτρέψει να βιώσω την καθημερινότητα μιας ξένης χώρας αλλά και να προσφέρω. Εξέτασα διάφορα site και τελικά κατέληξα στον οργανισμό http://www.eliabroad.org/. Ήμουν ανάμεσα σε Αφρική και Ασία και τελικά επέλεξα τη δεύτερη και συγκεκριμένα την Καμπότζη”.

Η επιλογή του άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά μια λογική στο μυαλό μου. Και πάλι όμως, το να ξεκινήσει να πάει μόνος του σε μια άγνωστη χώρα, παρέμενε μια ιδιαίτερα τολμηρή απόφαση. Δεν θα ήθελε τουλάχιστον μια παρέα;

“Το έψαξα αρκετά πριν πάω και πήρα τη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσω μόνος μου για να ζήσω την εμπειρία μέχρι τέλους. Μη νομίζεις βέβαια, αρχικά προσπάθησα να πείσω κάποιους φίλους μου να έρθουν μαζί μου για παρέα αλλά δεν τα κατάφερα”.

Το γεγονός ότι κανείς δεν θέλησε να πάει μαζί του, σημαίνει ότι υπήρξαν και φωνές που προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη; Οι γονείς και η κοπέλα του πώς το πήραν;

“Όλοι μου έλεγαν ότι θα είναι σκληρά, κανείς όμως δεν μου είπε “μην πας”, εκτός από την κοπέλα μου, η οποία επειδή πριν φύγω είχα εξεταστική ήθελε απλά να περάσει περισσότερο χρόνο μαζί μου. Ούτε αυτή φοβόταν όμως”.

Οι πρώτες εικόνες στην Καμπότζη

Αφού δεν κατάφερε να πείσει κανέναν να πάει μαζί του, κι αφού κανένας δεν κατάφερε να τον πείσει να μην πάει, ο Πάρις βρέθηκε ολομόναχος στην Καμπότζη, μια φτωχή χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας με πρωτεύουσα την Πνομ Πεν και πληθυσμό σχεδόν 16 εκατομμυρίων ανθρώπων.

“Τις πρώτες τρεις ημέρες το πολιτισμικό σοκ ήταν απίστευτο. Με το που προσγειώθηκα με περίμενε ένα μηχανάκι με ένα καρότσι από πίσω για να με παραλάβει. Μιλάμε απλά για ένα παπί που σέρνει ένα καρότσι. Ήταν ένας ντόπιος που εργαζόταν στην οργάνωση, με πήρε και με πήγε στον ξενώνα που έμεινα. Επρόκειτο για ένα ξενώνα που μοιραζόμασταν όσοι δουλεύαμε στην οργάνωση, αλλά και τουρίστες. Μέχρι και οι ταξιτζήδες που είχαν την πιάτσα έξω από τον ξενώνα κοιμόντουσαν στους καναπέδες και έκαναν μπάνιο εκεί. Αυτοί ήταν οι τυχεροί, άλλοι ντόπιοι κοιμούνται έξω, στους δρόμους. Μέσα στη μέρα τους συναντούσες στα υπαίθρια μαγαζιά τους κι αν έκανες μια βόλτα το βράδυ τους έβλεπες να κοιμούνται έξω”, περιγράφει και μου δίνει από πολύ νωρίς μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα των όσων συνάντησε εκεί. Όσο για το δωμάτιο που τον περίμενε;

“Ο ξενώνας έμοιαζε λίγο με Hostel όμως αν το συναντούσες στην Ελλάδα με το που έμπαινες θα έβγαινες τρέχοντας. Έμενα σε ένα δωμάτιο 2 επί 2, με ένα ξύλινο κρεβάτι έτοιμο να καταρρεύσει, μια παλιά ντουλάπα κι έναν τοίχο που έπεφταν οι σοβάδες”.

Η καθημερινότητα

Ο Πάρις δεν πήγε στην Καμπότζη για τουρισμό. Κάθε άλλο. Σκοπός του ήταν να βοηθήσει, με όποιον τρόπο μπορούσε, ώστε να κάνει τη ζωή των ανθρώπων εκεί λίγο καλύτερη. Ποια ήταν η νέα του καθημερινότητα, η νέα του ρουτίνα εκεί, για την οποία άφησε πίσω του τη ρουτίνα που ένιωθε ότι τον πνίγει στην Ελλάδα;

“Ξυπνούσα γύρω στις 7.30 το πρωί, ανέβαινα πάνω στο εστιατόριο του ξενώνα για να πάρω πρωινό, ετοιμαζόμουν και ξεκινούσα για την οργάνωση. Ήταν μισή ώρα δρόμος και κάθε πρωί με πήγαινε ένας ταξιτζής με αυτά τα μηχανάκια με το καρότσι. Αυτά που έβλεπα κάθε φορά στη διαδρομή ήταν συγκλονιστικά”, διηγείται και διακόπτει την περιγραφή μιας τυπικής του ημέρας στην Καμπότζη για να μου αφηγηθεί μια ιστορία που τον σημάδεψε.

“Δεν θα ξεχάσω ένα παιδί το οποίο συναντούσα κάθε ημέρα σε μια πλατεία. Έμοιαζε με τα παιδιά που βλέπεις στην Αφρική, φαινόταν πεινασμένο και ταλαιπωρημένο, τρομερά αδύνατο. Μια μέρα ήρθε στο μηχανάκι και του έδωσα πέντε δολάρια, ένα ποσό το οποίο στην Καμπότζη θεωρείται πολύ μεγάλο, σκέψου ότι εκεί ζεις με είκοσι σεντς. Το παιδάκι έκατσε στη μέση του δρόμου και κοιτούσε τα λεφτά προσπαθώντας να το πιστέψει. Ξεκίνησαν τα αυτοκίνητα κι εκείνο στεκόταν ακίνητο ανάμεσά τους, αποσβολωμένο. Από τότε δεν το ξαναείδα το παιδί, ελπίζω για καλό. Μακάρι να έδωσε στην οικογένειά του τα λεφτά και να εξασφάλισαν φαγητό για αρκετές ημέρες”, θυμάται και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ενώνει τις ευχές του με τον Πάρη για το καλό του μικρού παιδιού. Μετά από αυτές τις καθημερινές εικόνες, έπρεπε όμως να συγκεντρωθεί, να τις αφήσει πίσω του και να προσφέρει. Το ίδιο έπρεπε να συμβεί και με την κουβέντα μας κι έτσι συνέχισε να μου διηγείται πως περνούσε κάθε ημέρα του εκεί.

“Στις 8.30 ξεκινούσα τη δουλειά στην οργάνωση. Εκεί εργαζόντουσαν 3-4 μόνιμοι ντόπιοι κι οι υπόλοιποι ήμασταν περιστασιακοί εθελοντές. Εγώ ήμουν ο μόνος ξένος βέβαια, ακόμα κι οι υπόλοιποι εθελοντές ήταν από εκεί. Ήταν πολύ καλοί μαζί μου, προσπαθούσαν διαρκώς να με κρατούν απασχολημένο και να με κάνουν να αισθάνομαι χρήσιμος”.

Πώς ακριβώς βοηθούσε όμως ο Πάρις το έργο της οργάνωσης, όντας μάλιστα ο μόνος ξένος;

“Στην οργάνωση βοηθούσα πολύ λόγω της γνώσης αγγλικών, ετοίμαζα προτάσεις για χρηματοδοτήσεις σε διεθνείς οργανισμούς, μετέφραζα, έκανες πολλές γραφειοκρατικές εργασίες. Το μεσημέρι φεύγαμε από τα γραφεία και μαζί με έναν δικηγόρο της οργάνωσης επισκεπτόμασταν παραγκουπόλεις και ενημερώναμε τους ντόπιους για τα δικαιώματά τους, καθώς το κράτος είναι πολύ απολυταρχικό. Μπορούν να τους πάρουν το σπίτι με την παραμικρή αφορμή και να τους πετάξουν στο δρόμο. Τους έδιναν 100 δολάρια και τους στέλνανε στα χωράφια να γίνουν αγρότες, ενώ πουλούσαν τα σπίτια σε ιδιώτες. Εκτός από τα δικαιώματά τους, τους μαθαίναμε κάποια βασικά πράγματα για να επιβιώνουν στα χωράφια και μερικούς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής”.

“Ενημερώναμε όμως και για τα ατομικά δικαιώματα, ας πούμε τις γυναίκες, καθώς οι άντρες είναι πολύ βίαιοι και επιθετικοί απέναντί τους. Μαζεύαμε λοιπόν όλες τις γυναίκες μιας κοινότητας και τις ενημερώναμε. Μαζεύαμε υπογραφές και στη συνέχεια επικοινωνούσαμε με μέλη της κυβέρνησης, τα οποία μας έλεγαν όλο “ναι” και τελικά δεν έκαναν απολύτως τίποτα”.

Άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούσαν να πετύχουν μια αλλαγή, να αλλάξουν μια παγιωμένη κατάσταση και να βελτιώσουν τη ζωή συνανθρώπων τους. Οι άντρες αυτών των γυναικών όμως, δεν τους αντιμετώπισαν με έχθρα;

“Δεν αντιμετωπίσαμε ιδιαίτερα εχθρική αντιμετώπιση, γιατί φοβούνται. Οι άντρες είναι αμόρφωτοι, βλέπουν λοιπόν έναν καλοντυμένο δικηγόρο και σκέφτονται “ας μην μπλέξω τώρα”.

Η καθημερινότητά τους εκτός της οργάνωσης ποια ήταν;

“Το απόγευμα επιστρέφαμε στην οργάνωση, έστελνα ορισμένα μέιλ στα αγγλικά και γύρω στις 5.30 το απόγευμα έφευγα και γυρνούσα στον ξενώνα. Εκεί έτρωγα και μετά καθόμασταν με τα υπόλοιπα παιδιά. Ήμουν βέβαια τόσο εξαντλημένος που δεν είχα αντοχές ούτε για βόλτες ούτε για ξενύχτια. Κατά τις 9-10 το αργότερο την έπεφτα για ύπνο”.

Σίγουρα όχι το ταξίδι που πολλοί ονειρεύονται, σε καμία περίπτωση διακοπές. Αλλά είπαμε, ο Πάρις δεν έψαχνε για διακοπές, έψαχνε έναν τρόπο να ξεφύγει.

Επικίνδυνες καταστάσεις

Μιας και είχα ήδη καταλάβει καλά πως δεν επρόκειτο για διακοπές αλλά για ένα σκληρό ταξίδι με συγκεκριμένο σκοπό, δεν γινόταν να μην ρωτήσω για τις δύσκολες στιγμές. Βίωσε επικίνδυνες καταστάσεις;

“Δεν τη λέω συχνά αυτή την ιστορία γιατί δεν με πιστεύει κανείς καθώς εμφανίζομαι σαν ήρωας. Ήμασταν 4 άτομα από την οργάνωση στο καρότσι μιας μηχανής και είχαμε βγει για ένα ποτό στην πιο τουριστική και ταυτόχρονα πιο επικίνδυνη περιοχή. Οι ντόπιοι μας είχαν προειδοποιήσει ότι περνάνε μηχανάκια και κλέβουν ό,τι βρουν. Καθόμουν λοιπόν δίπλα σε μια φίλη μου από την οργάνωση, η οποία έστελνε μήνυμα στο κινητό της. Από την αντίθετη κατεύθυνση ήρθε ένα μηχανάκι κι ο συνοδηγός αρπάζει το κινητό της κοπέλας. Εντελώς ασυναίσθητα του πιάνω το χέρι και του δίνω και μια κλωτσιά, μένοντας με το κινητό της κοπέλας αλλά και το ρολόι του κλέφτη στο χέρι μου. Ήταν κάτι πολύ αυθόρμητο, το οποίο δεν το σκέφτηκα καν εκείνη τη στιγμή. Γίνονται τέτοια σκηνικά συνεχώς σε αυτές τις περιοχές δυστυχώς. Ένας ακόμα κίνδυνος είναι να προσέχεις μη σε ναρκώσουν, συνέβη σε έναν Ισπανό φίλο μου λίγες ημέρες αφότου έφυγα, τον νάρκωσαν και του πήραν τα λεφτά”.

Πέρα από τις ληστείες βέβαια, υπήρχαν κι άλλες δυσκολίες, αφού οι ανέσεις της Ελλάδας έμοιαζαν με μακρινό όνειρο.

“Πρόσεχα τι έτρωγα και τι έπινα φοβούμενος περισσότερο τη δηλητηρίαση. Απέφευγα το τρεχούμενο νερό και τις σαλάτες. Γενικά ήταν πολύ βρώμικα. Στον ξενώνα είχε παντού χώματα, αποφάγια, κάτω από το κρεβάτι φαντάσου είχα βρει μέχρι και ψαροκόκκαλα, ποιος ξέρει ποσό καιρό βρίσκονταν εκεί”.

Επαφή με την πατρίδα, τους δικούς του ανθρώπους είχε;

“Στον ξενώνα είχα ευτυχώς λίγο ίντερνετ και μπορούσα να μιλάω με τους φίλους μου και την κοπέλα μου τα βράδια. Τους μετέφερα τις ιστορίες μου. Δεν με ζήλευαν βέβαια, καθώς η καθημερινότητά μου ήταν πολύ κουραστική, μόνο τα Σαββατοκύριακα κάναμε κάποιες εκδρομές στις γύρω περιοχές”.

Νέες φιλίες

Σε ένα τέτοιο ταξίδι, εκτός από εμπειρίες και εικόνες, γνωρίζεις νέους ανθρώπους. Ειδικά σε αντίστοιχες δύσκολες καταστάσεις, οι άνθρωποι έχουν την τάση να δένονται περισσότερο. Ο Πάρης έκανε φιλίες εκεί κι έχει διατηρήσει επαφές με τους ανθρώπους που γνώρισε;

“Έχουμε κάνει ένα γκρουπ στο Whatsapp και τα λέμε. Γνώρισα παιδιά από Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Ισπανία. Μιλάω και με τον δικηγόρο της οργάνωσης, με τον οποίο είμαστε και κοντά στην ηλικία οπότε δεθήκαμε αρκετά. Η επικοινωνία από απόσταση μαζί του είναι βέβαια αρκετά πιο δύσκολη καθώς μιλάμε μέσω μέιλ και λόγω των κακών αγγλικών του δεν μπορώ να καταλάβω πάντα τι εννοεί. Δέθηκα πάντως πολύ με τους ανθρώπους από τις κοινότητες. Θα επέστρεφα σίγουρα στην Καμπότζη για να δω αυτούς τους ανθρώπους, δεν ξέρω όμως αν θα επέστρεφα για να εργαστώ ξανά στην ίδια οργάνωση. Βοήθησα, όμως όχι τόσο όσο πίστευα πριν κάνω το ταξίδι”.

“Τα βράδια πριν κοιμηθούμε καθόμασταν όλοι μαζί με υπόλοιπα παιδιά στον ξενώνα και τα λέγαμε. Ερχόντουσαν και οι ντόπιοι και καθόμασταν μαζί μας. Ενώ φαινόντουσαν χαρούμενοι, έβλεπες στα μάτια τους τη δυσκολία, μας έλεγαν ότι η οικογένεια τους είναι μακριά κι εκείνοι εργάζονταν για να μαζέψουν λεφτά να τους στείλουν. Ανοίγαμε συζητήσεις, αλλά μέχρι ενός σημείου, μας έβλεπαν σαν κάτι εντελώς ξένο, κάτι διαφορετικό. Μας ρωτούσαν διάφορα, όμως τους φαίνονταν πολύ μακρινές οι δικές μας συνήθειες και η δική μας κουλτούρα. Έχουν συνηθίσει σε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής”.

Καμπότζη - ένας διαφορετικός κόσμος

Η αναφορά του στον διαφορετικό τρόπο ζωής μου κεντρίζει το ενδιαφέρον, αν θες και την περιέργεια. Ζητάω διευκρινήσεις.

“Θα σου πω ένα παράδειγμα. Ο δικηγόρος με τον οποίο είχαμε έρθει κοντά, ο οποίος ήταν αρκετά μορφωμένος και θεωρητικά υψηλού βιοτικού επιπέδου, ένα μεσημέρι με κάλεσε σπίτι του. Περίμενα λοιπόν να δω ένα αξιοπρεπές σπίτι. Σοκαρίστηκα. Ζούσε σε μια αποθηκούλα ενός σπιτιού μέσα σε ένα χωράφι. Παντού υπήρχαν κρεμασμένα σχοινιά, πάνω στα οποία έβλεπες ρούχα, έναν ανεμιστήρα, κουζινικά. Στο κρεβάτι του δεν είχε καν μαξιλάρια, είχε πάρα πολλές κουβέρτες κι η κουζίνα είχε απλά ένα γκαζάκι και μια μηχανή για ρύζι. Υπήρχε μόνο μια σιδεριά και από πάνω έμπαιναν μύγες από παντού. Σε αυτό το σπίτι δεν έμενε καν μόνος του, το μοιραζόταν με άλλους τρεις για να μειωθούν τα έξοδα”.

Κάπου εκεί όμως, ο Πάρις συνειδητοποίησε αυτό που εξηγεί και στο video. Οι άνθρωποι αυτοί, παρά τις δυσκολίες, δεν χάνουν ποτέ το χαμόγελό τους. Τους αρκεί που έχουν ένα πιάτο φαγητό, έχουν μάθει να είναι ευχαριστημένοι με αυτά που έχουν.

“Παρ’όλες τις δυσκολίες, ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ χαρούμενος. Χαιρόταν με τα μικρά πράγματα, μια μέρα είχαμε πάει μαζί να φάμε σε έναν πάγκο και τον έβλεπες μέσα στο χαμόγελο να εκτιμά το παραμικρό. Όλοι περνούσαν δύσκολα όμως δεν έχαναν στιγμή το χαμόγελό τους. Παιδιά ανέμελα να παίζουν δίπλα σε έλη και οι μεγαλύτεροι να παίζουν κάτι σαν τάβλι μπροστά στις φαβέλες. Όλα αυτά με έκαναν να σκεφτώ, για πόσο ανούσια πράγματα στεναχωριέμαι συνήθως”.

Όλο αυτό λειτούργησε σαν ένα μάθημα για τον Πάρη; Άλλαξε τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα πράγματα, τώρα που έχει αφήσει το ταξίδι πίσω του;

“Ακόμη και τώρα που έχω επιστρέψει, όταν αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση, σκέφτομαι αυτούς τους ανθρώπους και ηρεμώ. Για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της τελευταίας εξεταστικής αντιμετωπίζω την πίεση και το διάβασμα πολύ πιο χαλαρά. Σε αυτό έχει συμβάλλει σημαντικά η εμπειρία της Καμπότζης”.

Ζητάω από τον Πάρη να μου περιγράψει λίγο το καθεστώς που επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Καμπότζη. Μου έχει ήδη μεταφέρει τις εικόνες φτώχειας και τις δύσκολες συνθήκες. Σύντομα θα μάθαινα πως αυτά ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου.

“Υπάρχουν πολύ έντονες αντιθέσεις, πολύ φτωχοί και πολύ πλούσιοι. Βασικά όποιος έχει μια έστω και μικρή θέση στη διοίκηση, ας πούμε αστυνομικός, έχει λεφτά, καθώς εκμεταλλεύεται τη θέση του. Το παράξενο στην Καμπότζη είναι πως δεν υπάρχουν φτωχές και πλούσιες συνοικίες. Δίπλα σε μια φαβέλα μπορεί να συναντήσεις μια πολυτελή έπαυλη. Επίσης ανάμεσα στα μηχανάκια με τα καρότσια θα δεις πάρα πολλά Range Rover”.

Η κυβέρνηση εκεί πώς είναι; Μίλησε πιο πάνω για απολυταρχικό καθεστώς. Του ζητάω να εμβαθύνει.

“Από το 1993 είναι τα ίδια άτομα στην κυβέρνηση και από το 1985 έχουν τον ίδιο πρωθυπουργό, τον Hun Sen, ο οποίος βγαίνει μεν από εκλογές, ωστόσο φαντάζεσαι πόσο διαβλητές είναι. Ο κόσμος τον φοβάται, καθώς όσο τον αμφισβητούν γίνεται όλο και πιο σκληρός. Μορφωμένοι άνθρωποι όπως το αφεντικό μου, έχουν απηυδίσει με το συγκεκριμένο κόμμα, το CPP, όμως δεν είναι εύκολο να αντιδράσεις, το καθεστώς όσο πάει γίνεται και σκληρότερο. Πριν δυο χρόνια σκοτώθηκαν σε διαδήλωση περισσότερα από δέκα άτομα, έπειτα από επέμβαση του στρατού”

“Ο ίδιος ο Hun Sen ζει σε ένα φρούριο εκτός πρωτεύουσας με έναν ολόκληρο στρατό να τον προστατεύει. Ακόμα και οι τουρίστες πρέπει να προσέχουν τι λένε. Τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποια δικαστήρια, όμως οι υποθέσεις δεν προχωράνε εύκολα. Έχει μπει στη φυλακή μόλις ένα άτομο, παρ’ ότι ασχολείται και ο ΟΗΕ”.

Η επιστροφή

Πριν φύγει για την Καμπότζη ο Πάρις ένιωθε ότι πνίγεται, ότι ασφυκτιά και ότι θέλει κάτι να αλλάξει. Κατάφερε να αλλάξει την ψυχολογία του με αυτό το ταξίδι του; Πώς αισθάνθηκε μόλις πάτησε το πόδι του και πάλι στην Ελλάδα;

“Εκεί είχα ένα μόνιμο άγχος ότι θα πρέπει διαρκώς να προσέχω. Τι τρώω, να μην με κλέψουν, πόσα λεφτά θα μπορώ να βγάλω και να μην τα χάσω με τίποτα διότι λόγω capital controls αν έχανα τα λεφτά μου δεν θα μπορούσα να βγάλω άλλα κι απλά θα έμενα άστεγος. Επομένως όταν γύρισα αυτόματα κάπως χαλάρωσα, δεν θέλω να σου πω ψέμματα. Ενώ πριν φύγω λοιπόν είχα την ψυχολογία “με έχετε κουράσει, θέλω να πάω κάπου μακριά να ηρεμήσω”, όταν επέστρεψα ένιωσα πως εδώ αισθάνομαι σπίτι, εδώ είναι η οικογένειά μου. Το ταξίδι λοιπόν μου έκανε καλό κι από αυτή την άποψη. Το μεγάλο καλό βέβαια είναι πως βγήκα λίγο από τον εαυτό μου, είδα τι συμβαίνει στον κόσμο και σκέφτηκα πως ορισμένες φορές πρέπει να κυνηγάμε το μεγαλύτερο καλό”.

Το Youtube πρότζεκτ

Η δημιουργία του video με τις εμπειρίες του από την Καμπότζη αποτελεί απλά την αρχή ενός νέου πρότζεκτ του Πάρη, μαζί με την κοπέλα του τη Φαίη. Του ζήτησα να μου πει δυο λόγια γι’ αυτό το εγχείρημα.

“Όσο ήμουν εκεί, σκέφτηκα να τραβάω τα πάντα, να απαθανατίζω ό,τι βλέπω. Μετά είδα Youtubers που έκαναν κάτι παραπλήσιο κι αποφάσισα να τα δέσω όλα αυτά, δημιουργώντας ένα video. Όποτε ταξιδεύω θα το κάνω αυτό, όμως θέλω να διοχετεύω τη δημιουργικότητά μου κι όσο βρίσκομαι στην Ελλάδα”

Ήταν πάντα δημιουργικός;

“Πάντα αναζητούσα τρόπους να διοχετεύσω τη δημιουργικότητά μου. Παλιότερα έφτιαχνα πίνακες ας πούμε, κατασκευές. Έφτιαξα λοιπόν το κανάλι στο Youtube, όπου θα κάνουμε σκετσάκια με την κοπέλα μου, τη Φαίη, η οποία είναι φοιτήτρια της αρχιτεκτονικής και είναι επίσης πολύ δημιουργική. Δεν θα κάνουμε τόσο κωμικά βίντεο, περισσότερο θέλουμε να μοιραστούμε εμπειρίες και προβληματισμούς μέσα από μια ιστορία. Δηλαδή ακόμα και ένα video από κάποιο μελλοντικό ταξίδι θα παρουσιάζει μια προσωπική ιστορία η οποία θα έχει κάτι να πει".

Του Κωνσταντίνου Αμπατζή

Πηγή: Oneman