Ισλαμικό Κράτος και Αλ Κάιντα: Οι διαφορές μεταξύ των δύο πιο διαβόητων τρομοκρατικών οργανώσεων του 21ου αιώνα

Ισλαμικό Κράτος και Αλ Κάιντα: Οι διαφορές μεταξύ των δύο πιο διαβόητων τρομοκρατικών οργανώσεων του 21ου αιώνα
A member of jihadist group Al-Nusra Front stands in a street of the northern Syrian city of Aleppo on January 11, 2014. Fighting pitting the Islamic State of Iraq and the Levant (ISIL) against other rebel groups -- including Al-Nusra Front, which is also linked to Al-Qaeda but is seen as more moderate -- broke out in Syria last week. AFP PHOTO / BARAA AL-HALABI (Photo credit should read BARAA AL-HALABI/AFP/Getty Images)
A member of jihadist group Al-Nusra Front stands in a street of the northern Syrian city of Aleppo on January 11, 2014. Fighting pitting the Islamic State of Iraq and the Levant (ISIL) against other rebel groups -- including Al-Nusra Front, which is also linked to Al-Qaeda but is seen as more moderate -- broke out in Syria last week. AFP PHOTO / BARAA AL-HALABI (Photo credit should read BARAA AL-HALABI/AFP/Getty Images)
AFP via Getty Images

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι – επονομαζόμενες από αρκετούς ως «Μαύρη Παρασκευή»- αναμένεται να μείνουν στην ιστορία ως ένα ευρωπαϊκό αντίστοιχο της 11ης Σεπτεμβρίου (9/11). Επισκιάζοντας την επίθεση στα γραφεία του Charlie Hebdo, έφεραν ξανά στην πρώτη γραμμή της ειδησεογραφίας το ISIS (Ισλαμικό Κράτος) και την ισλαμική τρομοκρατία, πυροδοτώντας εκ νέου συζητήσεις σχετικά με το ποια θα πρέπει να είναι τελικά η αντιμετώπιση του εν λόγω ακραίου, πρωτοφανούς εξτρεμιστικού μορφώματος που έχει αιματοκυλίσει Ιράκ και Συρία και εξακολουθεί να αποδεικνύει ότι οι δυνατότητές του φτάνουν πέρα από τα όρια της Μέσης Ανατολής.

Με τις συζητήσεις και αναλύσεις επί του ζητήματος μιας ευρείας κλίμακας διεθνούς (ΝΑΤΟϊκής) επέμβασης εναντίον του ISIS να δίνουν και να παίρνουν, πολλοί είναι αυτοί που τάσσονται κατά μιας χερσαίας επιχείρησης από δυτικές δυνάμεις, θεωρώντας ότι θα χειροτέρευε την κατάσταση- ενώ ουκ ολίγοι είναι αυτοί που εκτιμούν ότι θα αρκούσε μια πιο «αντιτρομοκρατική» προσέγγιση (αντί της στρατιωτικής) επέμβαση, στα πρότυπα επιχειρήσεων του παρελθόντος εναντίον άλλων, πιο «συμβατικών» τρομοκρατικών δικτύων – όπως για παράδειγμα η Αλ Κάιντα, που σημάδεψε την έναρξη του 21ου αιώνα και της σύγχρονης τρομοκρατίας με την 9/11. Σε αυτό το πλαίσιο, το ISIS («Χαλιφάτο») παραλληλίζεται/ παρομοιάζεται με την Αλ Κάιντα, προκειμένου να προταθεί ο «ορθός» τρόπος αντιμετώπισής του (ή να αποφευχθούν τα λάθη που έγιναν στην αντιμετώπιση της δεύτερης), εν αντιθέσει με την πρόταση δυτικής χερσαίας επέμβασης.

Σαφώς και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για δύο οργανώσεις με τζιχαντιστικό προσανατολισμό- ωστόσο το μόρφωμα του Ισλαμικού Κράτους απέχει έτη φωτός από το μοντέλο της Αλ Κάιντα, από μια σειρά απόψεων.

Η γένεση και η εξέλιξη

Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του ο Ντάνιελ Μπάιμαν, διευθυντής έρευνας του Center for Middle East Policy (Ινστιτούτο Brookings), η Αλ Κάιντα αναδύθηκε από την τζιχάντ κατά των Σοβιετικών μέσα στη δεκαετία του 1980, με τον Οσάμα μπιν Λάντεν να αξιοποιούν αυτό που θεώρησαν νίκη απέναντι στην πανίσχυρη ΕΣΣΔ για να δώσουν διεθνή διάσταση/ εμβέλεια στο δίκτυο που είχαν στήσει. Το όραμα του μπιν Λάντεν, σημειώνεται, ήταν η δημιουργία μίας εμπροσθοφυλακής/ πυρήνα ελίτ μαχητών που θα ηγούνταν του διεθνούς αυτού εγχειρήματος, ενώνοντας τα μικρά τζιχαντιστικά κινήματα που μάχονταν κατά των καθεστώτων των χωρών τους υπό μία σκέπη. Το 1990 επιδιώχθηκε επαναπροσανατολισμός του κινήματος, με στόχο τις ΗΠΑ. Μετά την 9/11 η αμερικανική απάντηση ήταν ως γνωστόν σφοδρή, με τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας»: Στο πλαίσιό του στοχεύθηκαν η ηγεσία της οργάνωσης, επιδιώχθηκε η κοπή των «αρτηριών» χρηματοδότησης, καταστράφηκαν τα στρατόπεδα εκπαίδευσης, παραβιάστηκαν τα δίκτυα επικοινωνίας και γενικότερα περιορίστηκαν σημαντικά η δυνατότητες λειτουργίας της. Ο θάνατος της χαρισματικής φιγούρας του μπιν Λάντεν και η διαδοχή του από τον Αϊμάν αλ Ζαουαχίρι είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αποδυνάμωση της οργάνωσης.

Το Ισλαμικό Κράτος άρχισε ως μια ιρακινή οργάνωση, η οποία προέκυψε και «ανδρώθηκε» στη χώρα μετά την αμερικανική εισβολή του 2003. Τζιχαντιστικές οργανώσεις συνασπίστηκαν γύρω από τη φιγούρα του Ιορδανού Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουϊ, ο οποίος είχε δραστηριοποιηθεί στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1990 και το 2001. Ο μπιν Λάντεν χρηματοδότησε τον αλ Ζαρκάουϊ για να «βάλει μπροστά» την οργάνωσή του, αλλά ο δεύτερος στην αρχή αρνήθηκε να ορκιστεί πίστη και να ενταχθεί στην αλ Κάιντα: Παρά αρκετούς κοινούς στόχους, ήθελε να είναι ανεξάρτητος. Εν τέλει, το 2004 η οργάνωσή του ονομάστηκε «Αλ Κάιντα στο Ιράκ», και ο αλ Ζαρκάουϊ ορκίστηκε πίστη, δίνοντας ένα ισχυρό «πάτημα» στο Ιράκ εν μέσω μιας περιόδου κατά την οποία η αλ Κάιντα ήταν υπό ισχυρότατη πίεση.

Ωστόσο, ακόμα και εκείνο τον πρώτο καιρό οι διαφωνίες μεταξύ των δύο οργανώσεων ήταν έντονες, καθώς ο μπιν Λάντεν επιθυμούσε επιχειρήσεις κατά αμερικανικών στόχων, ενώ ο αλ Ζαρκάουϊ (και οι διάδοχοί του, μετά τον θάνατό του το 2006 από αμερικανική αεροπορική επιδρομή) επικεντρώθηκε σε ενέργειες εναντίον άλλων σεκτών, στοχεύοντας κυρίως σουνίτες «αποστάτες» και το σιιτικό καθεστώς. Επίσης, πρωτοφανής ήταν η κτηνωδία της οργάνωσης- αν και το γεγονός ότι ο αλ Ζαρκάουϊ επικεντρώθηκε στο Ιράκ λειτούργησε «καθησυχαστικά» για πολλούς αξιωματούχους σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίας ασφαλείας, καθώς δεν έβλεπαν – σε εκείνη τη φάση – το Ιράκ να μετατρέπεται σε μια νέα κοιτίδα επιθέσεων κατά της Δύσης, όπως το Αφγανιστάν.

Εν τέλει, οι κτηνώδεις μέθοδοι της οργάνωσης, από τις οποίες δεν ήταν ασφαλείς ούτε οι σουνίτες, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των σουνιτικών φυλών, που, μαζί με τις αμερικανικές δυνάμεις στη χώρα, χτύπησαν σκληρά την «αλ Κάιντα στο Ιράκ» το 2006. Για την αλ Κάιντα επρόκειτο για μεγάλη καταστροφή, καθώς η όλη υπόθεση είχε πλήξει το τζιχαντιστικό κίνημα, με τον μπιν Λάντεν να δέχεται προτάσεις για διακοπή σχέσεων με το παρακλάδι στο Ιράκ.

Η κατάσταση άλλαξε το 2011, με το ξέσπασμα του συριακού εμφυλίου. Ο αλ Ζαουαχίρι προέτρεψε τους Ιρακινούς τζιχαντιστές να μπουν στον πόλεμο, και ο Αμπού μπακρ αλ Μπαγκντάντι, που είχε γίνει επικεφαλής το 2010, έστειλε μικρές ομάδες μαχητών στη χώρα για να στηθεί μια οργάνωση. Καθώς η Συρία γλιστρούσε στο χάος, οι Ιρακινοί τζιχαντιστές δραστηριοποιούνταν, στήνοντας βάσεις και αποκτώντας και εδραιώνοντας πηγές χρηματοδότησης. Το 2013 η οργάνωσή τους εκτεινόταν στη Συρία και το Ιράκ, έχοντας αλλάξει όνομα (ISIS ή ISIL), που αντικατόπτριζε τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες τους, ενώ παράλληλα έπαιζε ένα λεπτό «παιχνίδι», επωφελούμενη της υποστήριξης γειτονικών σουνιτικών χωρών (ενώ αντικείμενο μακρών αναλύσεων και συζητήσεων είναι ο ρόλος δυτικών χωρών στην άνοδό του) και της επικέντρωσης των επιχειρήσεων του καθεστώτος Άσαντ εναντίον πιο «μετριοπαθών» μονάδων – ενώ παράλληλα η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ διευκόλυνε τα πράγματα σε εκείνο το μέτωπο, ειδικά σε συνδυασμό με τις καταστροφικές πολιτικές του πρωθυπουργού Νούρι αλ Μάλικι.

Τα υπόλοιπα είναι σε γενικές γραμμές γνωστά: Το ISIS ελέγχει μεγάλο μέρος της Συρίας και διαθέτει ισχυρές πηγές χρηματοδότησης και στρατολόγησης (μεγάλοι είναι οι αριθμοί των «ξένων μαχητών» στις τάξεις του). Η σχέση του με το «Μέτωπο Αλ Νόσρα» (αλ Κάιντα) είναι περίπλοκη, και έχει οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο οργανώσεων, καθώς ο αλ Μπαγκντάντι το έχει ανακηρύξει υπαγόμενο σε αυτόν, κάτι που ο αλ Ζαουαχίρι απορρίπτει. Η επέλαση του ISIS στο Ιράκ τον Ιούνιο του 2014 προκάλεσε σοκ σε όλο τον κόσμο, με τον αλ Μπαγκντάντι να μετατρέπεται εν μία νυκτί από έναν «ενοχλητικό υφιστάμενο» της ηγεσίας της αλ Κάιντα σε ανταγωνιστή.

Διαφορετικοί στόχοι

Οι διαφορές μεταξύ των δύο οργανώσεων δεν έχουν να κάνουν μόνο με μια «απλή» αντιπαράθεση για την απόλυτη ισχύ στο τζιχαντιστικό κίνημα. Απώτερος στόχος της αλ Κάιντα είναι η ανατροπή των καθεστώτων της Μέσης Ανατολής, τα οποία θεωρεί «αποστάτες» και αντικατάστασή τους με ισλαμικά. Οι ΗΠΑ στοχεύονται για να εξαναγκαστούν να παύσουν να τα στηρίζουν, ενώ η εξόντωση των σιιτών θεωρείται ως «ακραία» και επιβλαβής για το τζιχαντιστικό κίνημα.

Στην άλλη πλευρά, το «Daesh» (ISIS/ Ισλαμικό Κράτος) προτιμά την αντίληψη του «εχθρού που βρίσκεται κοντά», και συγκεκριμένα σε τοπικό επίπεδο. Βασικός στόχος δεν είναι οι ΗΠΑ (αν και οι πρόσφατες ενέργειες στη Δύση προφανώς και υποδεικνύουν έναν νέο, πιο διεθνή προσανατολισμό) αλλά τα «καθεστώτα των αποστατών», όπως η Συρία και η Λιβύη, αλλά και οι Ιρακινοί σιίτες, η Χεζμπολά του Λιβάνου, οι Γεζίντι και άλλες οργανώσεις στη Συρία. Οι συνεχιζόμενη δυτικές, ρωσικές και ιρανικές εμπλοκές είναι εμφανές ότι εμπλουτίζουν τη λίστα των στόχων/ εχθρών.

Διαφορετικές στρατηγικές και οπλισμός

Η αλ Κάιντα επεδίωκε εντυπωσιακές ενέργειες για να συγκλονιστεί ο μουσουλμανικός κόσμος και να αναγκαστούν οι ΗΠΑ να αποχωρήσουν από αυτόν, συνοδεύοντάς τες με εντατική προπαγάνδα για να πειστούν οι μουσουλμάνοι πως η τζιχάντ είναι υποχρέωσή τους. Το Ισλαμικό Κράτος εδώ έχει κάποιους- αρκετούς – κοινούς σκοπούς, αλλά η προσέγγιση είναι διαφορετική: Σκοπός είναι ο έλεγχος περιοχής, η δημιουργία ενός πραγματικού «Ισλαμικού Κράτους», ενός «Χαλιφάτου». Ο λόγος για αυτό είναι εν μέρει ιδεολογικός και εν μέρει στρατηγικός: Αφ' ενός να δημιουργηθεί μία κυβέρνηση υπό την οποία οι μουσουλμάνοι θα ζουν υπό τον ισλαμικό νόμο, και θα εμπνέει τους μουσουλμάνους να την αποδεχθούν, και αφ'ετέρου να ελέγχει μια περιοχή για να μπορεί να στρατολογεί στρατό, τον οποίο χρησιμοποιεί για περαιτέρω επέκταση.

Με πολύ απλά λόγια: Το Ισλαμικό Κράτος θέλει να κατακτά: Χρησιμοποιεί πυροβολικό, μεγάλους σχηματισμούς μαχητών, τεθωρακισμένα και αντιαεροπορικούς πυραύλους, καθώς διαθέτει βαρύ οπλισμό, που έχει σε μεγάλο βαθμό προέλθει από τα οπλοστάσια του συριακού και του ιρακινού στρατού. Κοινώς, δεν μιλάμε για μια οργάνωση με «πράκτορες», όπως ενδεχομένως να χαρακτηρίζαμε την αλ Κάιντα, αλλά με δεκάδες χιλιάδες «στρατιώτες». Στις περιοχές που ελέγχει προβαίνει σε μαζικές εκτελέσεις, αποκεφαλισμούς, βιασμούς, σταυρώσεις κλπ, μεθόδους για τις οποίες ακόμη και ο αλ Ζαουαχίρι έχει ασκήσει κριτική, εκτιμώντας ότι θα στρέψουν εναντίον του τους τοπικούς πληθυσμούς (χαρακτηριστικά, η αλ Κάιντα, μέσω του Μετώπου Αλ Νόσρα, επιδιώκει μάλλον να «πείσει» παρά να αναγκάσει τους μουσουλμάνους να την ακολουθήσουν- το Ισλαμικό Κράτος, αυτό που έχει διαπιστώσει είναι ότι οι μέθοδοι πρέπει να είναι ακριβώς το αντίθετο: πιο σκληρές).

Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο οργανώσεων συνοψίζεται σε ανάλυση του ΙΡΙ Global Observatory: Η αλ Κάιντα παρουσιάζεται κυρίως ως «μαχητική οργάνωση», με εξειδικευμένους, ελίτ μαχητές και «εγκεφάλους», που ειδικεύονται σε συγκαλυμμένες επιχειρήσεις. Το ISIS επιδιώκει να δημιουργήσει ένα κράτος και να το κυβερνά. Η βασική του αρχή, όπως παρουσιάζεται στο περιοδικό «Dabiq» της οργάνωσης, είναι η αρχή «baqiya wa tatamaddad» (παραμονή και επέκταση). Επίσης, δεν γίνεται να παραλειφθεί ο «Αποκαλυπτικός» του χαρακτήρας: Η Συντέλεια αποτελεί leitmotif της προπαγάνδας του, όπως υπογραμμίζεται σε εκτενές δημοσίευμα του The Atlantic. «Ο μπιν Λάντεν σπάνια αναφερόταν στην Αποκάλυψη, και όταν το έκανε, φαινόταν να εκτιμά ότι θα ήταν νεκρός όταν έφτανε εκείνη η στιγμή...κατά τα τελευταία χρόνια της αμερικανικής κατοχής του Ιράκ, οι ιδρυτές του Ισλαμικού Κράτους έβλεπαν σημάδια του Τέλους παντού. Περίμεναν, εντός του έτους, την άφιξη του “Μαχντί”- μιας μεσσιανικής φιγούρας που προοριζόταν να οδηγήσει τους μουσουλμάνους στη νίκη πριν το τέλος του κόσμου». Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να τονιστεί η σημασία της συριακής πόλης του Νταμπίκ, όπου πιστεύεται ότι «θα στρατοπεδεύσουν οι στρατιές της Ρώμης» και θα αντιμετωπίσουν τη δύναμη του Ισλάμ.

Η απήχηση

Κλείνοντας, πρέπει να υπογραμμιστεί πως ίσως η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ της αλ Κάιντα και του ISIS προκύπτει εκ του αποτελέσματος, και δεν είναι άλλη από την επιτυχία του: Η αλ Κάιντα είναι, στην αντίληψη πολλών, μια οργάνωση που έδωσε τη μάχη της και βρέθηκε «στο καναβάτσο», τη στιγμή που το ISIS δείχνει να θριαμβεύει σε Ιράκ και Συρία, πολεμώντας εναντίον όλων σε τοπικό επίπεδο, και πλήττοντας στόχους που ανήκουν «στους σταυροφόρους» («Μαύρη Παρασκευή», Charlie Hebdo, αεροπορική τραγωδία στο Σινά). Ελέγχει εδάφη και τα κυβερνά, και η στρατιωτική ισχύς του απειλεί γειτονικές και μη χώρες (Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος, Λιβύη, Υεμένη, Λίβανος). Χιλιάδες ξένοι μαχητές που εκπαιδεύονται και πολεμούν στις τάξεις του απειλούν τους εχθρούς που βρίσκονται μακριά, ενώ επιδίδεται σε άνευ προηγουμένου καμπάνιες μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συνδυάζοντας τη μεσαιωνική κοσμοθεωρία και αντίληψή του με τη σύγχρονη τεχνολογία. Τη στιγμή που η αλ Κάιντα προέβαλε την εικόνα μιας «αμυντικής» τζιχάντ, για την προστασία της «ummah» (της παγκόσμιας μουσουλμανικής κοινότητας) από την επέλαση της Δύσης, το ISIS επιδιώκει την επέκτασή του, επιδιδόμενο με ζέση σε ένα όργιο ακραίας βίας και κτηνωδίας, το οποίο εκφοβίζει τον αντίπαλο και προσελκύει νέα μέλη.

Σε εκτενές άρθρο άποψης/ ανάλυσής του στο Foreign Policy, ο Τζέιμς Σταυρίδης, ναύαρχος εν αποστρατεία του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και πρώην ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ, προβαίνει σε μια σύντομη και συνάμα περιεκτική παρουσίαση το μορφώματος του ISIS- την οποία συνοδεύει με προτροπή για ευρεία κινητοποίηση του ΝΑΤΟ: «Το Ισλαμικό Κράτος είναι μια αποκαλυπτικού χαρακτήρα οργάνωσης, η ώρα της οποίας να καταστραφεί έχει καταφθάσει. Έχει αποκεφαλίσει και βιάσει πολίτες από όλο τον κόσμο, έχει σκοτώσει αμάχους με θεαματικούς και τρομακτικούς τρόπους, έχει σκλαβώσει νεαρές γυναίκες και κορίτσια για να τις πουλήσει σε αγορές και φαίνεται να έχει προκαλέσει την πτώση ενός επιβατηγού αεροσκάφους γεμάτου τουρίστες. Τώρα σκότωσε Δυτικούς, εν είδει εκτέλεσης, σε ένα θέατρο. Υπάρχει η στιγμή για “soft power” και “long game” στη Μέση Ανατολή, αλλά και η στιγμή για την ανελέητη χρήση “hard power”» τονίζει σχετικά.

Δημοφιλή