Εγκλήματα πάθους και παράνοιας στις «κλειστές» κοινωνίες. Γιατί οι πιο ειδεχθείς φόνοι γίνονται στην επαρχία

Εγκλήματα πάθους και παράνοιας στις «κλειστές» κοινωνίες. Γιατί οι πιο ειδεχθείς φόνοι γίνονται στην επαρχία

Οι ιστορίες εγκλημάτων πάθους και παράνοιας έχουν μπει στη ζωή μας. Σύζυγοι δολοφονούν τις γυναίκες τους σε κατάσταση αμόκ. Γονείς σχεδιάζουν με κάθε λεπτομέρεια το θάνατο του ίδιου τους του παιδιού. Παιδιά οργανώνουν σκηνοθετημένες ληστείες για να σκοτώσουν τους γονείς τους.

Και το πιο σοκαριστικό; Οι δράστες μιλούν στην κοινωνία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προσποιούμενοι ότι δεν ξέρουν τίποτα και πως ανησυχούν για τον άνθρωπό τους. Τα παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων έχουν πυκνώσει και –ίσως και από σύμπτωση- μονοπωλούν την επικαιρότητα τις τελευταίες εβδομάδες.

Η Ανθή Λινάρδου βρέθηκε νεκρή στο χωράφι της οικογένειάς της, δολοφονημένη από τον 40χρονο σύζυγό της που μέχρι και την τελευταία στιγμή μιλούσε στα κανάλια για το… δράμα που βίωνε. Στη Χαλκιδική ο 33χρονος Λέσι Κλωντ τυφλώθηκε από ζήλια και μαχαίρωσε έξι φορές την 41χρονη σύζυγό του. Στα Χανιά ένας 46χρονος πλήρωσε «εκτελεστές» για να δολοφονήσουν τους γονείς του με απώτερο σκοπό να τους πάρει όλες τις αποταμιεύσεις. Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι γονείς του 23χρονου Κωστή Πολύζου φέρονται από τον Ανακριτή ως οι δολοφόνοι του παιδιού τους.

Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω εγκλημάτων είναι ότι έγιναν στην επαρχία, εκεί όπου οι κοινωνίες είναι πιο κλειστές και οι κώδικες ηθικής πιο αυστηροί. Πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς κανείς να μπορεί να γνωρίζει τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον.

Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. που χειρίζονται ανθρωποκτονίες υπολογίζουν ότι μόνο την τελευταία δεκαετία έχουν σημειωθεί περίπου 40 φρικιαστικά εγκλήματα πάθους και παράνοιας. Τα περισσότερα από αυτά μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι αστυνομικοί δεν μπορούν να εξηγήσουν το γιατί αλλά παρατηρούν ότι στις περιφέρειες Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας καταγράφεται μεγαλύτερη έξαρση ειδεχθών εγκλημάτων σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα (Βέροια: υπόθεση Άλεξ, Σέρρες: το 2011 ένας φαντάρος στραγγάλισε τη φίλη του, Χαλκιδική: υπόθεση συζυγοκτόνου Λέσι Κλωντ, Κοζάνη: δολοφονίες Ανθής Λινάρδου, Κωστή Πολύζου, Καστοριά: δολοφονία φοιτήτριας, Ανδριάνας Γαρδικιώτη).

Γιατί, όμως, στην επαρχία συγκεντρώνονται τα περισσότερα περιστατικά; Ποιο είναι το προφίλ των δραστών; Μπορεί ο καθένας από εμάς να έρθει κάποια στιγμή στη θέση του θύτη; Διαδραματίζει κάποιο ρόλο το DNA ή κάποιας μορφής προδιάθεση; Γιατί οι δράστες εμφανίζονται ως «ηθοποιοί» στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μετά τη διάπραξη των φόνων;

Απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί αν δώσει μιλώντας στη Huff Post Greece ο έγκριτος εγκληματολόγος Βασίλης Καρύδης: «Υπάρχει διαχρονικά μία τάση στην επαρχία να γίνονται τα περισσότερα από τα λεγόμενα εγκλήματα πάθους ή εγκλήματα ‘παράνοιας’. Και αυτό γιατί εκεί οι κοινωνίες είναι πιο κλειστές, οι κώδικες ηθικής πιο αυστηροί, ενώ η αίσθηση της προσβολής κοινοποιείται ευρύτερα. Όλα αυτά λειτουργούν ως μία μορφή πυροκροτητή για ξεσπάσματα βίας που βασίζονται στην παρόρμηση του πάθους, της ζήλιας ή της εκδίκησης. Αυτή είναι μία πραγματικότητα διαφορετική από αυτή που ισχύει στα αστικά κέντρα. Για τους ίδιους λόγους τα περιστατικά αυτού του είδους που συμβαίνουν στην επαρχία παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις και σίγουρα μεγαλύτερη δημοσιότητα. Σε μία πόλη τρέχουν παράλληλα πολλά γεγονότα που δεν αφήνουν ένα τέτοιο περιστατικό να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας. Διαφορετική είναι και η ιεράρχηση που γίνεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για ένα γεγονός που γίνεται στην επαρχία σε σχέση με αυτό που συμβαίνει στην πόλη. Όλα αυτά είναι σημαντικοί παράγοντες».

Γιατί, όμως, οι δράστες προσπαθούν να προσποιηθούν ότι δεν ήξεραν τίποτα; «Μας κάνει εντύπωση στα τελευταία περιστατικά ότι οι θύτες προσπαθούν να αποφύγουν την τιμωρία. Αυτό μας σοκάρει αλλά εντάσσεται μέσα σε μία ανθρώπινη συνθήκη. Όταν περάσει λίγο ο χρόνος και φύγει από τον δράστη η έντονη έξαρση συναισθημάτων, εκτονωθεί η ένταση, τότε σκέφτεται τρόπους αποφυγής της τιμωρίας. Υπάρχουν στον άνθρωπο μηχανισμοί ηθικής ουδετεροποίησης της εγκληματικής πράξης. Κάνει σκέψεις όπως ‘το κακό έγινε, τη σκότωσα, τι θα γίνει με εμένα, τι θα γίνει με τα παιδιά;’. Ο θύτης δίνει δικαιολογίες στον εαυτό του και κάνει σκέψεις για το κατά πόσο έφταιγε αυτός ή το θύμα», συνεχίζει ο κ. Καρύδης.

Μπορεί άραγε ο καθένας από εμάς να έρθει στη θέση του θύτη; «Ίσως να ακούγεται παράξενο αλλά ο καθένας από εμάς μπορεί να βρεθεί στη θέση του δράστη. Ειδικά στην κατηγορία των εγκλημάτων πάθους η προδιάθεση, το DNA και οι κοινωνιολογικοί παράγοντες παίζουν κάποιον ρόλο σαν περίγραμμα αλλά όχι τον καθοριστικό. Χαρακτηριστικό είναι ότι από την ανάλυση του προφίλ των δραστών προκύπτει ότι ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Άνθρωποι μορφωμένοι, αμόρφωτοι, από καλές οικογένειες, από διαλυμένες οικογένειες, φτωχοί, πλούσιοι. Τα πάντα».

Ας θυμηθούμε όμως κάποια από τα εγκλήματα πάθους και παράνοιας που έχουν μείνει ανεξίτηλα στα αστυνομικά χρονικά:

«Δεν ξέρω τι μου συνέβη. Όλα έγιναν μηχανικά… Σαν να μην ήμουν εγώ…». Με αυτόν τον ισχυρισμό ο 23χρονος Δάνος Μουρατίδης προσπαθούσε να πείσει την έδρα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, ότι βρισκόταν εν βρασμώ ψυχής την ώρα που στραγγάλιζε την Κική Κούσογλου.

Την 20χρονη καλλονή της Βέροιας, η οποία όταν ανακοίνωσε στον σύντροφο της ότι θέλει να χωρίσουν, εκείνος θόλωσε. Όταν στις 11 Αυγούστου 2005 η Κική Κούσογλου εξαφανίστηκε μυστηριωδώς , ο Δάνος Μουρατίδης δήλωνε με πείσμα ότι αγνοούσε το πού μπορεί να βρίσκεται. Συμμετείχε στις έρευνες της Αστυνομίας και ήλπιζε να βρεθεί και να είναι καλά. Ακόμα και στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη «Φως στο Τούνελ», ο σύντροφος της Κικής δήλωνε συντετριμμένος από την εξαφάνιση της.

Η ζήλεια και η «μαγκιά» τον οδήγησαν στο να στραγγαλίσει την όμορφη Κική την ώρα που κοιμόταν, να θάψει το πτώμα της και να προσποιηθεί τον ανήσυχο φίλο. Ο Δάνος Μουρατίδης καταδικάστηκε σε ισόβια ενώ ο ξάδελφος που τον βοήθησε στην ταφή του πτώματος, σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων.

Ήταν το πιο σοκαριστικό έγκλημα του 2008. Στις 24 Σεπτεμβρίου ο καθηγητής μουσικής Γιάννης Κατσιλάμπρος ομολογεί ότι σκότωσε τη σύζυγό του Παναγιώτα Μαζαράκη, ενώ λίγο νωρίτερα προσποιούνταν τον δυστυχισμένο σύζυγο.

Ο ίδιος υποστήριξε πως μετά από έναν καβγά με τη σύζυγό του, τη χτύπησε με ένα ηλεκτρικό σίδερο στο κεφάλι και στη συνέχεια, αφού το θύμα σωριάστηκε στο πάτωμα, της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, έπλυνε το σώμα της στην μπανιέρα και την τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να τη θάψει στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου στην οικία τους. Τελικά έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες.

Στην απολογία του στο δικαστήριο ο δράστης με λυγμούς είχε πει: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη», για να υποστηρίξει στη συνέχεια πως η σύζυγος του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει», είπε ο 42χρονος και επισήμανε πως η Παναγιώτα τον απείλησε με μαχαίρι. Ο δράστης είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια κάθειρξη, αλλά το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και αποφυλακίστηκε πρόσφατα, στα επτά χρόνια.

Στο όμορφο Βούρβουλο της Σαντορίνης ο 31χρονος Θανάσης Αρβανίτης σκότωσε στις 3 Αυγούστου 2008 με μαχαίρι την 25χρονη σύντροφό του Αδαμαντία Κάρκαλη και στη συνέχεια την αποκεφάλισε.

Ο δράστης εργαζόταν ως μάγειρας σε κατάστημα στο Ημεροβίγλι. Μετά από καυγά σκότωσε την 25χρονη, δασκάλα στο Ακρωτήρι με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη, την αποκεφάλισε και περιφερόταν στο χωριό με το κεφάλι και το μαχαίρι στα χέρια. Όταν έφθασαν οι αστυνομικοί ο 31χρονος προσποιήθηκε ότι ήθελε να παραδοθεί και πλησίασε τον αστυνομικό που ήταν έξω από το περιπολικό και τον σημάδευε, αλλά ξαφνικά του επιτέθηκε με το μαχαίρι, με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει στο στόμα. Ο αστυνομικός πυροβόλησε και τραυμάτισε τον δράστη.

Ο 31χρονος ακόμη και τραυματίας πήρε το περιπολικό παρέσυρε και τραυμάτισε δύο γυναίκες γιατρούς, και σταμάτησε όταν οι αστυνομικοί εμβόλισαν το όχημα. Προτού σκοτώσει την 25χρονη σύντροφό του, την οποία ζήλευε παθολογικά, ο δράστης σκότωσε το σκύλο της και τον πέταξε στο δρόμο.

Η 25χρονη αεροσυνοδός Μόνικα Κωνσταντινίδου στις 8 Αυγούστου 2013 είχε στείλει μήνυμα στον πατέρα του 20χρονου πρώην συντρόφου της Θάνου Σχοινά. «Παρακαλώ, κάντε κάτι με το γιο σας. Δεν με αφήνει σε ησυχία. Όπου κι αν πάω, είναι πίσω μου. Σας παρακαλώ μαζέψτε τον. Φοβάμαι». Ύστερα από δύο ημέρες η 25χρονη αεροσυνοδός έπεσε νεκρή από τα χέρια του. Ο Σχοινάς ομολόγησε πέντε ημέρες μετά την πράξη του υποδεικνύοντας στους αστυνομικούς το σημείο που είχε πετάξει το πτώμα της. Όταν του ζήτησε να χωρίσουν τον τύφλωσαν η ζήλεια και το πάθος του.

Ο δράστης υποστήριξε ότι ο θάνατος της φίλης του οφείλεται σε ατύχημα. Την έπεισε το μοιραίο βράδυ να τον ακολουθήσει στο σπίτι ενός ξαδέρφου του έξω από τη Θεσσαλονίκη σε μια προσπάθεια να ξαναζεστάνουν τη σχέση τους. Κάποια στιγμή είδε στο κινητό της τηλέφωνο ένα μήνυμα από άλλον άνδρα και η ζήλεια τον θόλωσε.

Ισχυρίζεται πως την χαστούκισε δυνατά, έχασε την ισορροπία της και πέφτοντας χτύπησε στο κεφάλι. Όταν διαπίστωσε πως είναι νεκρή φοβήθηκε και την μετέφερε με το αυτοκίνητο του έξω από τη Θεσσαλονίκη στην εθνική οδό Αθηνών- Θεσσαλονίκης στο ύψος της εξόδου προς τους Ευζώνους. Εκεί, σε μια δύσβατη περιοχή εξαφάνισε το πτώμα της. Για την υπόθεση κατηγορήθηκαν και οι γονείς του δράστη για ψευδομαρτυρία, γιατί ενώ γνώριζαν λεπτομέρειες τις απέκρυψαν από τις αρχές, στήνοντας το σκηνικό της εξαφάνισης του. Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι ο θάνατος της Μόνικας οφείλεται σε στραγγαλισμό. Ο Θάνος Σχοινάς καταδικάστηκε σε ισόβια.

Ήταν καλοκαίρι του 2012 όταν δολοφονήθηκε μυστηριωδώς ο 52χρονος ιερέας Αθανάσιος Αυγερόπουλος στην Ηλεία. Η εξιχνίαση της υπόθεσης αποκάλυψε ένα έγκλημα πάθους που είχε στόχο –μεταξύ άλλων- την περιουσία του ιερωμένου. Δράστες η 43χρονη σύζυγος του θύματος, η οποία μαζί με τον 41χρονο εραστή της -φίλο του ιερέα- δολοφόνησαν τον 52χρονο. Το εντυπωσιακό είναι πως είχαν σκηνοθετήσει με κάθε λεπτομέρεια τη δολοφονία, ωστόσο αυτές οι λεπτομέρειες τους πρόδωσαν.

Τελικά από την ανάκριση αποδείχθηκε πως η 43χρονη έκανε εξωσυζυγικές σχέσεις αναζητώντας τον άνθρωπο που θα δολοφονούσε τον σύζυγο της, προκειμένου η ίδια να κληρονομήσει την περιουσία του. Με διάφορα κόλπα είχε κατορθώσει να πείσει τον εραστή της να διαπράξει το έγκλημα. Η παπαδιά έπεισε τον Ιερέα να κατέβουν στο χωριό της στην Ηλεία. Το σημείο που είχε επιλέξει για την εκτέλεση απείχε από τους κοντινούς Κρουνούς όπου ζούσε ο εραστής της.

Πλησιάζοντας εκεί, είπε στον ιερέα να σταματήσει για να κάνει τη φυσική ανάγκη της. Ο δράστης πλησίασε και πυροβόλησε τον παπά με ένα κυνηγετικό όπλο. Η παπαδιά του είχε εξηγήσει ότι θα το κάνουν να φανεί σαν ληστεία. Θα πήγαινε σε τράπεζα να κάνουν ανάληψη χρημάτων και ότι δήθεν τους ακολούθησε ο δράστης για να τους ληστέψει. Αυτό ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς όταν… σοκαρισμένη μεταφέρερθηκε στο νοσοκομείο της Κρέστενας.

Η δολοφονία της Ελληνοαμερικανίδας Τζούλι Μαρί Σκάλι στις 8 Ιανουαρίου 1999 είχε γίνει πρώτο θέμα για εβδομάδες σε εφημερίδες, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Ο ναυτικός Γιώργος Σκιαδόπουλος στραγγάλισε την αρραβωνιαστικιά του (μοντέλο στο επάγγελμα), έκοψε το κεφάλι της, έβαλε το σώμα σε μια βαλίτσα και το πέταξε σε λίμνη της Καβάλας.

Όπως αποδείχτηκε από τις έρευνες, έκοψε το κεφάλι με πριόνι επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα και το πέταξε για να μη βρεθεί ποτέ. Χαρακτηριστικό του σφοδρού έρωτα που έτρεφε για την Αμερικανίδα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι παράτησε την καριέρα του, για να εξασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί, ώστε να είναι συνεχώς κοντά της. Για 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το φοβερό του έγκλημα. Μάλιστα, έβγαινε τότε στα τηλεοπτικά κανάλια από το κέντρο της Αθήνας και εκλιπαρούσε να τον βοηθήσουν να βρεθεί η σύντροφός του. «Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου», είχε πει ο 23χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος.

Ο Κωστής φέρεται να εξαφανίστηκε τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 18 Φεβρουαρίου 2011 από το σπίτι του στη Σιάτιστα Κοζάνης. Εκείνη τη νύχτα έβρεχε καταρρακτωδώς. Γύρω στις 23:30 βγήκε από το σπίτι του παιδικού του φίλου που βρισκόταν απέναντι από το δικό του. Μια γειτόνισσα τον είδε να μπαίνει στο δικό του σπίτι, την καληνύχτισε και πήγε να ξεκουραστεί.

Στο πατρικό του βρισκόταν μόνο η μητέρα του και ο 13χρονος σήμερα ετεροθαλής αδελφός του. Σύμφωνα με τα όσα είχε πει η μητέρα του, όταν γύρισε ήταν ευδιάθετος και έπαιξε για λίγο με τον αδελφό του στο κομπιούτερ.

Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε μια βλάβη σε μια βρύση που βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο του σπιτιού. Ο Κωστής βγήκε για να την ελέγξει. Τότε ο μικρότερος αδελφός του άκουσε τον Κωστή όπως αποκάλυψε την επόμενη ημέρα, να μιλάει και να γελάει με έναν άγνωστο άνδρα που είχε σταματήσει με το αυτοκίνητο του έξω από το γκαράζ τους.

Όταν ο Κωστής μπήκε πάλι σπίτι, πήρε μια ομπρέλα, φόρεσε το μπουφάν του και είπε στη μητέρα του ότι θα ξαναπάει στο σπίτι του Σπύρου, απ’ όπου είχε επιστρέψει πριν από... μισή ώρα. Δεν πήρε μαζί του το κινητό του τηλέφωνο. Κατά τις 03:00 τα ξημερώματα, η μητέρα του, υποστήριξε ότι κάλεσε τον φίλο του τον Σπύρο. Της είπε ότι ο Κωστής δεν ξαναπήγε στο σπίτι του. Η τελευταία κλήση που του έκανε η μητέρα ήταν στις 03:40 τα ξημερώματα. Οι συγγενείς του πατριού που έμεναν στον επάνω όροφο είπαν ότι είδαν τον Κωστή να μπαίνει στο σπίτι γύρω στις 11:30. Κανείς όμως δεν τον είχε δει να βγαίνει, κανείς δεν άκουσε το άγνωστο αυτοκίνητο, αφού όπως φαίνεται μέσα στο σπίτι του εξελίχθηκε ο καυγάς και η δολοφονίας του.

Περίπου επτά μήνες μετά την εξαφάνιση του, στις 26 Σεπτεμβρίου 2011, το πτώμα του βρέθηκε μισοφαγωμένο από σκυλιά, μετά από υπόδειξη κυνηγού που το εντόπισε στο κτήμα του πατριού του, στο σημείο Πασά Γεφύρι. Όπως αποκαλύφθηκε πέντε χρόνια αργότερα δράστες είναι η μητέρα και ο πατριός του θύματος.

Η τυφλή ζήλια που έτρεφε για την 41χρονη πρώην σύζυγό του ήταν η αιτία της στυγερής δολοφονίας που έγινε στην Ορμύλια Χαλκιδικής από τον 34χρονο Αλβανό Λέσι Κλωντ.

O 34χρονος δολοφόνησε ανήμερα των Θεοφανίων (2016) σε κατάσταση αμόκ τη γυναίκα με έξι μαχαιριές, άρπαξε τον 4χρονο γιο τους, Φοίβο, και εξαφανίστηκε. Το διάστημα που βρισκόταν σε διάσταση με την 41χρονη διαρκώς έβρισκε αφορμές για καυγάδες, καθώς ποτέ δεν αποδέχθηκε το χωρισμό τους. Το αποτέλεσμα ήταν το θύμα να ζει ένα δράμα, το οποίο επηρέαζε και τα δύο παιδιά τους, ηλικίας 4 και 6 ετών.

Ο τελευταίος καυγάς του ζευγαριού στάθηκε μοιραίος για την άτυχη γυναίκα. Ο 34χρονος εμφανίστηκε ξαφνικά στο σπίτι της στην Ορμύλια, όπου ζούσε με τα δύο παιδιά της, και άρχισε να φωνάζει και να πετάει αντικείμενα. Σε κατάσταση αμόκ άρπαξε ένα μαχαίρι από την κουζίνα χτυπώντας την με έξι μαχαιριές ρίχνοντας την κάτω αιμόφυρτη. Στη συνέχεια, άρπαξε το ένα από τα δύο παιδιά και εξαφανίστηκε. Μετά από 18 ημέρες αναζητήσεων ο Λέσι συνελήφθη στην Ορμύλια Χαλκιδικής και ο μικρός Φοίβος επέστρεψε στον παππού και τη γιαγιά του.

Η Ανθή Λινάρδου από την Κοζάνη βίωνε ένα βασανιστήριο στο γάμο της με τον 40χρονο Α.Τ. και είχε αποφασίσει να πάρει διαζύγιο.

Στο τελευταίο ταξίδι της 37χρονης με το σύζυγό της στον Πειραιά η Ανθή βρήκε το κουράγιο να εκδηλώσει την πρόθεσή της να δώσει ένα οριστικό τέλος στη σχέση της. Στις 9 Ιανουαρίου 2016 επανέλαβε στον 40χρονο Α.Τ. ότι θέλει να φύγει παίρνοντας μαζί της τα τρία παιδιά τους.

Ο σύζυγός της δεν έκανε αποδεκτή την επιθυμία της με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία ακόμη λογομαχία που κατέληξε στο έγκλημα.

«Την έπνιξα. Μόλις σταμάτησε να αναπνέει, πήγα στο διπλανό δωμάτιο για να δω αν είχαν ξυπνήσει τα παιδιά. Κοιμόντουσαν, ενώ και οι γονείς μου που ήταν στο κάτω διαμέρισμα δεν είχαν ακούσει τις φωνές της. Έπειτα σκέφτηκα πως θα εξαφανίσω το πτώμα», ήταν οι πρώτες φράσεις του δολοφόνου της Ανθής, όταν πλέον οι αστυνομικοί είχαν καταφέρει να τεκμηριώσουν τα στοιχεία της ενοχής του.

Πολύ ήρεμος και με σταθερό λόγο όπως αναφέρουν οι αστυνομικοί συνέχισε να περιγράφει: «Όταν σιγουρεύτηκα ότι κανείς δεν είχε ξυπνήσει, την τύλιξα με μία κουβέρτα. Την πήρα στην πλάτη και την μετέφερα στο υπόγειο γκαράζ όπου ήταν το φορτηγάκι. Θυμήθηκα ότι μέσα είχα ένα φτυάρι, όπως και ότι τις προηγούμενες ημέρες είχα βγάλει έναν μεγάλο βράχο από το χωράφι και είχε παραμείνει η τρύπα στο έδαφος. Την έβαλα στο αυτοκίνητο και πήγα στο χωράφι, χωρίς να περάσω από το κέντρο του χωρίου γιατί φοβόμουν μη με δει κανείς. Την έβαλα στο λάκο και την έθαψα πρόχειρα με το φτυάρι. Μετά από μερικές ώρες τα ξημερώματα της Κυριακής πήγα πάλι στο χωράφι και πέρασα με φρέζα το συγκεκριμένο κομμάτι για να μην καταλάβει κανένας τίποτα».

Η νεαρή φοιτήτρια Ανδριάνα Γαρδικιώτη δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο 2011 από τον 35χρονο Στάθη Ευσταθίου στην Καστοριά.

Ο δράστης της επέφερε θανάσιμα τραύματα στο στήθος και στο λαιμό με μαχαίρι και στη συνέχεια την εγκατέλειψε κοντά στη λίμνη της Καστοριάς. Το κίνητρο του ήταν το ερωτικό πάθος, καθώς η κοπέλα -που σπούδαζε Δημόσιες Σχέσεις στο ΤΕΙ της Καστοριάς και καταγόταν από την Κέρκυρα- φέρεται να του ζήτησε να διακόψουν την προβληματική τους σχέση.

Ο Ευσταθίου συνελήφθη τυχαία λίγες ώρες αργότερα, κοντά στο Πολύκαστρο Κιλκίς όπου θέλοντας να αποφύγει έναν τυπικό τροχονομικό έλεγχο, καταδιώχθηκε από περιπολικό της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και να πέσει πάνω σε στύλο της ΔΕΗ.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι αστυνομικοί δεν γνώριζαν για το έγκλημα. Ωστόσο, κατά την έρευνα στο εσωτερικό του οχήματος, βρέθηκαν ίχνη αίματος και τρίχες σε διάφορα σημεία του οχήματος που δεν δικαιολογούνταν από το τροχαίο ατύχημα. Προανακριτικά ο 35χρονος, που λίγους μήνες πριν το έγκλημα είχε συλληφθεί στη Θεσσαλονίκη για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, ομολόγησε την πράξη του.

Εντύπωση είχαν προκαλέσει τα σχόλια που είχε «ανεβάσει» ο 35χρονος, λίγες ώρες μετά το φρικιαστικό έγκλημα, στο προφίλ του σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί, απευθυνόμενος προς το θύμα, εξέφραζε τη λύπη του για ό,τι είχε συμβεί, ζητώντας παράλληλα από την κοπέλα «συγγνώμη». Ο Ευσταθίου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Δημοφιλή