Ευρωπαϊκές πιέσεις για τις ομαδικές απολύσεις: Γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωδικαστηρίου για την ΑΓΕΤ Ηρακλής

Ευρωπαϊκές πιέσεις για τις ομαδικές απολύσεις: Γνωμοδότηση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωδικαστηρίου για την ΑΓΕΤ Ηρακλής
European Court of Justice, Luxembourg
European Court of Justice, Luxembourg
Marga Buschbell Steeger via Getty Images

Η ελληνική νομοθεσία, που, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις - και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας – δεν είναι συμβατή προς το κοινοτικό δίκαιο, εκτιμά ο γενικός εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε κείμενο γνωμοδότησης/προτάσεών του που δημοσιοποιήθηκε την Πέμπτη, σχετικά με την υπόθεση των ομαδικών απολύσεων στην ΑΓΕΤ Ηρακλής το 2013.

Αφορμή των προτάσεων του εισαγγελέα ήταν η προσφυγή της ΑΓΕΤ Ηρακλής, (που ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge) στο Συμβούλιο της Επικράτειας κατά της απόφασης του υπουργείου Εργασίας που απέρριπτε αίτημά της για την εφαρμογή ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης της εταιρίας που προέβλεπε και ομαδικές απολύσεις.

Όπως αναφέρεται στο κείμενο της απόφασης (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Νιλς Βαλ), η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στην ελεύθερη οικονομία της αγοράς, γεγονός που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ελευθερία να ασκούν τις δραστηριότητές τους κατά το δοκούν. «Ενώ η ελληνική νομοθεσία φαίνεται να είναι συμβατή με την οδηγία 98/59, δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο όσον αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΛΕΕ».

Περιορίζοντας την ικανότητα των εργοδοτών να απολύουν τους εργαζομένους ομαδικά, αναφέρεται στο κείμενο, η επίμαχη ρύθμιση προστατεύει φαινομενικά μόνο τους εργαζομένους. »Κατ’ αρχάς, η προστασία είναι μόνο προσωρινή, έως ότου ο εργοδότης καταστεί αφερέγγυος. Επίσης, και τούτο είναι ακόμη σημαντικότερο, οι εργαζόμενοι προστατεύονται καλύτερα σε ένα οικονομικό περιβάλλον το οποίο ευνοεί τη σταθερή απασχόληση. Από ιστορικής απόψεως, η ιδέα της τεχνητής διατηρήσεως των εργασιακών σχέσεων δίχως επαρκή οικονομικά θεμέλια έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει παταγωδώς σε ορισμένα πολιτικά συστήματα του παρελθόντος. Τούτο επιβεβαιώνει ότι, θεσπίζοντας μια αποτελεσματική αλλά και ευέλικτη προστατευτική διαδικασία, η οδηγία 98/59 παρέχει πραγματική προστασία στους εργαζόμενους, ενώ ένα σύστημα προηγούμενης εγκρίσεως όπως το επίμαχο, το οποίο καταφανώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, δεν το πράττει».

«Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που η διοίκηση αρνηθεί να επιτρέψει τη διενέργεια των απολύσεων. Εάν η εργοδότρια επιχείρηση καταστεί αφερέγγυα, εξαιτίας της οφειλόμενης στην εν λόγω άρνηση οικονομικής αναποτελεσματικότητας, θα έχει σαφές κίνητρο να κινήσει διαδικασία λύσεως και εκκαθαρίσεώς της, μετά την οποία δεν θα δεσμεύεται πλέον από την οδηγία 98/59 και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την αποζημίωση των εμπλεκόμενων εργαζομένων, εφόσον η επίμαχη ρύθμιση συνεχίσει να ισχύει σε μια τέτοια περίσταση. Τίθενται έτσι, παρεμπιπτόντως, σε κίνδυνο και οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων που δεν επρόκειτο να απολυθούν. Ως εκ τούτου, αμφιβάλλω ότι η επίμαχη ρύθμιση θα μπορούσε να συμβάλει, με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο, στη μείωση του ποσοστού ανεργίας».

Παράλληλα, τονίζεται πως το γεγονός ότι το κράτος - μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα.

Αξίζει να σημειωθεί πως στο κείμενο χαρακτηρίζεται «αξιοπερίεργος» ο ισχυρισμός ότι οι αρχές ενός κράτους μέλους δύνανται να αποφασίσουν καλύτερα από τη διοίκηση της επιχειρήσεως τι είναι καταλληλότερο για την κατάστασή της. «Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρώ πρόσφορο για την προστασία των εργαζομένων το να έχει μια διοικητική αρχή τη δυνατότητα να ανατρέπει τις επιχειρηματικές αποφάσεις που τελικά λαμβάνονται από την εργοδότρια επιχείρηση».

Δημοφιλή