«Μπορούμε στη Λαϊκή»: Πώς 10 τόνοι φρέσκων φρούτων και λαχανικών δεν καταλήγουν στα σκουπίδια

«Μπορούμε στη Λαϊκή»: Πώς 10 τόνοι φρέσκων φρούτων και λαχανικών δεν καταλήγουν στα σκουπίδια

Πόσες φορές έχετε ανοίξει το ψυγείο σας και έχετε βρει χαλασμένα φρούτα και λαχανικά τα οποία έχουν καταλήξει στα σκουπίδια; Πόσες μερίδες έχουν πάει κατευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων επειδή μαγειρέψατε περισσότερο από όσο θα μπορούσατε να καταναλώσετε; Έχετε αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε εάν μπορούσατε να δώσετε αυτό το φαγητό σε κάποιον που το έχει ανάγκη;

Με 795 εκατομμύρια ανθρώπους να πεινούν παγκοσμίως, σύμφωνα με στοιχείο του World Food Programme, η σπατάλη του φαγητού, αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, και η Ελλάδα δεν μένει απ' έξω.

Αν και στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία και εμπεριστατωμένη έρευνα σχετικά με την σπατάλη του φαγητού, υπολογίζεται ότι η συνολική ποσότητα φαγητού που πηγαίνει στα σκουπίδια αγγίζει τους 1,3 δισεκατομμύρια τόνους παγκοσμίως.

Το ποσοστό συμμετοχής κάθε τομέα στο σύνολο της σπατάλης διαφέρει ανάλογα με το οικονομικό επίπεδο μιας χώρας. Στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, η σπατάλη εστιάζεται κυρίως στην αγροτική παραγωγή και την μεταποίηση με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των παραγόμενων τροφίμων να «χάνονται».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ινδία, μία χώρα που έχει τους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και 21 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών να πετιέται στα σκουπίδια.

Αντίθετα, στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, η σπατάλη τροφίμων εστιάζεται στους τελευταίους κρίκους της διατροφικής αλυσίδας, με το μεγαλύτερο ποσοστό (42%) να αντιστοιχεί στα νοικοκυριά.

Με τόσο μεγάλο ποσοστό τροφίμων να πηγαίνει χαμένο είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να γίνει για την αντιμετώπιση της σπατάλης των τροφίμων.

«Μπορούμε στη Λαϊκή»

Η ΜΚΟ «Μπορούμε» είναι μία από τις οργανώσεις που προσπαθούν με την δράση τους να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα. Έχοντας ως μότο την φράση «Καμία μερίδα φαγητού χαμένη», στοχεύουν από το 2011 στον περιορισμό της σπατάλης των τροφίμων και την καταπολέμηση του υποσιτισμού στην Ελλάδα. Ένα από τα προγράμματα που «τρέχουν» αυτή τη στιγμή αφορά τις λαϊκές αγορές, από τις πιο συνηθισμένες αγορές που υπάρχουν στην χώρα μας. Το πρόγραμμα που ονομάζεται «Μπορούμε στη Λαϊκή», συνεργάζεται με τις λαϊκές αγορές της Αττικής ώστε να αξιοποιούνται τα φρούτα και τα λαχανικά των πωλητών και των παραγωγών, τα οποία δεν κατάφεραν να πουληθούν.

Και ο αριθμός εκείνων των φρούτων και λαχανικών που θα κατέληγαν στα σκουπίδια είναι μεγαλύτερος από όσο νομίζετε.

«Εάν κρίνουμε από τις δράσεις που ήδη πραγματοποιούμε τακτικά σε τρεις λαϊκές αγορές, και εάν υποθέσουμε πως οι αγορές αυτές αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα, η ποσότητα των φρούτων και λαχανικών τα οποία παραμένουν αδιάθετα και τα οποία ενδεχομένως να κατέληγαν στα σκουπίδια ή να αφήνονταν απλώς στο σημείο της λαϊκής για να τα μαζέψει ο οποιοσδήποτε, είναι αρκετά μεγάλη. Ενδεικτικό αυτού αποτελεί πως στις τρεις λαϊκές όπου έχουμε σταθερή και εβδομαδιαία παρουσία συγκεντρώνουμε κατά μέσο όρο περισσότερα από 250 κιλά ανά δράση», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χάρης Αδρακτάς, μέλος του «Μπορούμε» και υπεύθυνος του προγράμματος «Μπορούμε στη Λαϊκή».

Ενώ συμπληρώνει ότι από την αρχή της χρονιάς μέχρι σήμερα έχουν καταφέρει, μέσω του προγράμματος, να σώσουν περισσότερους από 10 τόνους φρέσκων φρούτων και λαχανικών, προσφέροντας στήριξη σε 5 διαφορετικούς κοινωφελείς φορείς.

Το πρόγραμμα λειτουργεί ως εξής. Ομάδες εθελοντών του Μπορούμε μεταβαίνουν στις λαϊκές αγορές κατά το κλείσιμό τους, με στόχο τη συλλογή των περισσευούμενων φρούτων και λαχανικών, τα οποία στη συνέχεια παραλαμβάνονται άμεσα και επί τόπου από τον πιο κατάλληλο τοπικό κοινωφελή φορέα, ο οποίος έχει ήδη μεταβεί στο σημείο με δικό του όχημα. Στόχος των δράσεων αυτών είναι τόσο η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας, και κυρίως η προσφορά διατροφικής στήριξης σε ανθρώπους που το έχουν πραγματικά ανάγκη, με τρόπο ελεγχόμενο, και με σεβασμό προς την αξιοπρέπειά τους.

Όμορφα και άσχημα φρούτα και λαχανικά

Τουλάχιστον στην Ελλάδα, λόγω της κουλτούρας των λαϊκών αγορών, δεν απορρίπτουμε τόσο εύκολα τρόφιμα επειδή δεν έχουν το τέλειο σχήμα ή μέγεθος όπως σε άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, κάθε χρόνο πετάμε περίπου 1,3 δισεκατομμύρια κιλά φαγητό παγκοσμίως.

Αυτό δεν σημαίνει ότι εκλείπει το φαινόμενο και στην Ελλάδα. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Θεοδωρίδης, ιδρυτικό μέλος του «Μπορούμε», πριν από λίγο διάστημα τηλεφώνησε στην οργάνωσή τους μία παραγωγός από τον Πόρο, η οποία είχε 3 τόνους πεπόνια, τα οποία δεν αγόραζαν στην λαχαναγορά του Ρέντη, επειδή ήταν μικρά σε μέγεθος.

«Δώσαμε τα πεπόνια σε οργανισμούς και μετά από περιέργεια τους πήραμε να ρωτήσουμε πως τους φάνηκαν. Μας είπαν ότι ήταν γευστικότατα», ανέφερε ο κ. Θεοδωρίδης.

Το πρόβλημα με την δωρεά φαγητών και τροφίμων

Ο κάθε πολίτης μπορεί να μαγειρέψει και να δώσει τρόφιμα σε οργανώσεις και οργανισμούς αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα για τις εταιρείες τροφίμων. Ο Αντώνης Μυλωνάς, από την εθελοντική ομάδα We Cook for Good, ανέφερε στην HuffPost Greece ότι πολλές εταιρείες διστάζουν να τους δωρίσουν τρόφιμα και προϊόντα λόγω της πιστοποίησης HACCP.

Η πιστοποίηση Hazard Analysis and Critical Control Point (HACCP) είναι μία συστηματική προσέγγιση η οποία βασίζεται στις αρχές του Codex Alimentarius (Κώδικας Τροφίμων) και έχει στόχο τον προσδιορισμό των βασικών σημείων (Κρίσιμων Σημείων Ελέγχου) για την πρόληψη, περιορισμό ή εξάλειψη όλων των πιθανών φυσικών, χημικών και βιολογικών κινδύνων που δύναται να εμφανιστούν σε ένα τρόφιμο κατά την παραγωγική του διαδικασία. Απευθύνεται σε όλες τις επιχειρήσεις και οργανισμούς (ιδιωτικού και δημοσίου χαρακτήρα) ανεξαρτήτου μεγέθους που απασχολούνται με την παραγωγή, τη μεταποίηση, τη συσκευασία, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη διάθεση προς πώληση τροφίμων και ζωοτροφών.

Αυτό σημαίνει ότι μία εταιρεία τροφίμων διστάζει να δώσει τρόφιμα, ακόμα και από αυτά που της περισσεύουν σε μία εθελοντική οργάνωση ή οργανισμό, για να τα διανείμει, η οποία δεν διαθέτει την αντίστοιχη πιστοποίηση, διότι δεν εξασφαλίζεται η σωστή διατήρηση των τροφίμων. Έτσι, αν τα τρόφιμα χαλάσουν θα φέρει ευθύνη η εταιρεία που τα έδωσε.

«Έχουμε πάρει δωρεές τροφίμων, αλλά οι εταιρείες είναι διστακτικές, συμπληρώνει ο κ. Μυλωνάς.

Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, στο «Μπορούμε», έχουν ήδη από το 2012 καταλήξει σε ένα συμφωνητικό, το οποίο υπογράφει ο φορέας- αποδέκτης και αναφέρει ότι τα τρόφιμα ήταν σε άριστη κατάσταση όταν τα έλαβαν, απαλλάσσοντας τον δωρητή από κάθε ευθύνη.

«Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διευκολύνουμε και είναι πολύ λίγες οι εξαιρέσεις (εταιρειών) που δεν το έχουν αποδεχτεί», τονίζει ο κ. Θεοδωρίδης.

Η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα σε σχέση με άλλες χώρες αναφορικά με την σπατάλη τροφίμων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν καταλήγουν στα σκουπίδια τόνοι φαγητού, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να τραφούν χιλιάδες υποσιτισμένοι πολίτες. Το Μπορούμε, στα 4 πρώτα χρόνια λειτουργίας του έχει σώσει και προσφέρει 5,5 εκατομμύρια μερίδες φαγητού, αλλά όλοι μπορούμε να βάλουμε το λιθαράκι μας για να βοηθήσουμε σε αυτή την προσπάθεια.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το «Μπορούμε» και το πως μπορείτε να βοηθήσετε επισκεφτείτε την ιστοσελίδα τους.

Δημοφιλή