Αφιέρωμα Τήνος: Τα μαρμάρινα καραβάκια του Πέτρου Μαρμαρινού έχουν ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα

Αφιέρωμα Τήνος: Τα μαρμάρινα καραβάκια του Πέτρου Μαρμαρινού έχουν ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα

Ο Πέτρος Μαρμαρινός δεν έμεινε στην Τήνο μετά το τέλος των σπουδών του επειδή το ήθελε. Άλλωστε κανένας έφηβος δεν ονειρεύεται να περάσει όλη του τη ζωή σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Το ότι εν τέλει δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, όμως, ήταν αποκλειστικά δική του απόφαση.

«Ο κάθε τόπος καθορίζει και την ενασχόληση των ανθρώπων που ζουν σε αυτόν και έτσι διαμορφώνεται τόσο η ιστορία όσο και ο πολιτισμός του» μου είπε κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας και ενώ πίναμε καφέ στο καφενείο «Το Κεντρικόν», κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο στην πλατεία του Πύργου. «Εγώ μεγάλωσα στην Τήνο, ένα τόπο με σχεδόν 4 αιώνες μαρμαροτεχνίας στο ιστορικό του και μέσα από όλα αυτά τα κτίρια και τις συντεχνίες και τα εργαστήρια και τους τεχνίτες που με περιτριγύριζαν, και φυσικά τη σχολή Καλών Τεχνών του Πύργου η οποία έπαιξε τεράστιο ρόλο, διαμορφώθηκε και η προσωπικότητα. Έγινα κι εγώ κομμάτι αυτού του κλίματος και θεματοφύλακας της πολιτιστικής μας παράδοσης».

Ο Πέτρος Μαρμαρινός είναι ένας από τους πιο γνωστούς γλύπτες της Τήνου με σταθερή πορεία χρόνων στη μαρμαρογλυπτική. Αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Πύργου το 1991, ενώ παράλληλα έκανε την πρακτική του σε διάφορα εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής του χωριού, και περίπου τρία χρόνια αργότερα άνοιξε το δικό του εκθετήριο, απέναντι από το μουσείο του Γιαννούλη Χαλεπά.

Έναν δρόμο πιο κάτω, βρίσκεται το εργαστήρι του: ένα σπιτάκι περιτριγυρισμένο από μια μεγάλη αυλή γεμάτη με κάθε λογής μάρμαρα, ολόκληρες πλάκες ή σπασμένα κομμάτια, ημιτελή έργα και έργα δεκαετιών που ξεκουράζονται κάτω από δέντρα ή ακουμπισμένα σε γωνίες. Μέσα στο εργαστήριο διαδραματίζεται μια παρόμοια σκηνή, μόνο που εδώ οι τοίχοι είναι γεμάτοι με κρεμασμένα εργαλεία, σκίτσα και προσχέδια έργων, ευχαριστήρια σημειώματα από πελάτες και κάποια, λίγα, αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών που κάνουν αναφορά στη δουλειά του. Ένα μικρό δημιουργικό χάος, λουσμένο στο μεσημεριάτικο φως του Ιουνίου. «Έχω σκεφτεί αρκετές φορές να κάτσω να τα τακτοποιήσω, να φαίνεται λίγο πιο νοικοκυρεμένος ο χώρος», μου λέει ενώ περπατάμε στην αυλή, ανάμεσα σε βουνά από μάρμαρο. «Δεν νομίζω να το κάνω ποτέ όμως. Έχει την πλάκα του αυτός ο χαμός, νιώθεις και λίγο τρελός καλλιτέχνης», συμπληρώνει γελώντας.

«Ξεκίνησα στα 25 μου, τη δεκαετία του '90, μια αρκετά καλή εποχή για την τέχνη της μαρμαροτεχνίας και για τον Πύργο και γενικότερα. Τα πάντα βρίσκονταν σε άνοδο», μου λέει. Με μεγάλη οικογενειακή παράδοση στην εν λόγω τέχνη, η ενασχόλησή του με το μάρμαρο ήταν κάτι σαν μονόδρομος. Όχι τόσο λόγω παράδοσης, ωστόσο, όσο γονιδιακά και υποσυνείδητα. «Μέχρι και σήμερα μου βγαίνουν αυτόματα γραμμές και τεχνικές που έκανε ο παππούς μου, χωρίς να το προσπαθώ καν», μου λέει με έναν τόνο θαυμασμού στη φωνή του, σαν και ο ίδιος να μην το πιστεύει ακόμα.

Τα έργα του περιέχουν τόσο παραδοσιακά λαϊκά μοτίβα και εκκλησιαστικά θέματα όσο και πιο σύγχρονες γραμμές και καινοτομίες. Τα μαρμάρινα περιστέρια και καράβια του είναι το σήμα κατατεθέν του και τα έργα για τα οποία δέχεται τις περισσότερες παραγγελίες -είτε από τουρίστες, είτε από ιδιώτες, είτε από αρχιτέκτονες, είτε από τον Λευτέρη Λαζάρου για τη διακόσμηση του «Βαρούλκου». Παίρνοντας την απόφαση να προσθέσει χρώμα στα μαρμάρινα τραπέζια και τις πιατέλες του, δημιουργώντας πολύχρωμα φρούτα, στάχυα και θαλασσινά μοτίβα πάνω τους, δημιούργησε μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ταυτότητα. «Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις πώς ένα κατά κανόνα ψυχρό υλικό, όπως είναι το μάρμαρο, ζωντανεύει αυτόματα μπροστά σου με λίγο χρώμα. Απαιτείται προσοχή βέβαια, μια λάθος πινελιά και το έργο μπορεί να γίνει από ιδιαίτερο, κιτς και υπερβολικό», μου λέει.

Αυτή η σημασία στη λεπτομέρεια είναι και το στοιχείο που κάνει τα έργα του Μαρμαρινού να ξεχωρίζουν, με σχέδια βαθιά χαραγμένα μέσα στο μάρμαρο που δίνουν στο τελικό αποτέλεσμα μια τρισδιάστατη απεικόνιση. Η παράδοση της Τήνου, ωστόσο, δεν φεύγει ποτέ από το καλλιτεχνικό του στόχαστρο. «Δεν μπορώ να ξεφύγω από την επιρροή της παράδοσης, νομίζω πως χάνω το παρελθόν μου», μου λέει ενώ μας σερβίρουν το παραδοσιακό γαλακτομπούρεκο του μαγαζιού, σε μια άκρως επιτυχημένα συγχρονισμένη χρονική στιγμή. «Πιστεύω πως η κλασική παιδεία, αυτό ακριβώς δηλαδή που διδάσκεται στη σχολή του Πύργου, σου παρέχει τα βασικά “εργαλεία” που χρειάζεσαι, είναι το Α και το Ω της τέχνης. Ακόμη κι όταν μιλάμε για αφηρημένη τέχνη, το έργο πρέπει να πατάει σε γερές βάσεις και να έχει την αρτιότητα να στέκεται σχεδιαστικά και γλυπτικά εν συνεχεία. Πρέπει να μπορείς να παντρεύεις το παρελθόν με το παρόν μέσα από κλασικές γραμμές, αυτή είναι η μεγάλη επιτυχία. Και ο κόσμος επίσης ανταποκρίνεται σε αυτό».

Κάπως έτσι ο Μαρμαρινός καταφέρνει να εκσυγχρονίζει συνεχώς τα αμιγώς παραδοσιακά έργα του, κρατώντας τα σε επαφή με την επικαιρότητα και τις νέες τάσεις και τεχνικές και να τα εμπλουτίζει με νέα υλικά και νέες γραμμές. Ταυτόχρονα, η εκπαίδευση που έχει λάβει από άλλες κλασικές σχολές, όπως η βυζαντινή, τον έχει βοηθήσει και σε άλλους τομείς της δουλειάς του. «Έχω κάνει ειδίκευση πάνω στη βυζαντινή τέχνη που είναι πολύ αυστηρή, καμία σχέση με τη σύγχρονη. Και αυτό σε ατσαλώνει γιατί δεν σου δίνει περιθώρια λάθους και έτσι γίνεσαι και πιο αυστηρός με τον εαυτό σου. Άλλωστε το μάρμαρο είναι ένα υλικό με σημαντικό κόστος, το όποιο λάθος δεν επιφέρει ζημιά μόνο στο εκάστοτε έργο αλλά και στο οικονομικό κομμάτι της δουλειάς σου».

Με την κουβέντα να πηγαίνει στο οικονομικό σκέλος του επαγγέλματός του, η (δυστυχώς κλασική πλέον) ερώτηση για την οικονομική κρίση και την επίδραση που είχε στη δουλειά του είναι αναπόφευκτη. «Η οικονομική κρίση μας επηρέασε όλους. Καλώς ή κακώς τα προϊόντα μας είναι είδος πολυτελείας και αυτό έπαιξε τον ρόλο του. Αναγκαστήκαμε να ρίξουμε πολύ τις τιμές ενώ πλέον ο κόσμος αγοράζει μόνο μικρά έργα, διακοσμητικά. Δεν υπάρχει πλέον το περιθώριο να αναπτυχθεί η τέχνη όσο της αξίζει, συνεχίζουμε όμως με όσα έχουμε, όπως μπορούμε».

Μετά από πολλές ομαδικές εκθέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σημαντική αναγνώριση της δουλειάς του από κοινό και κριτικούς αλλά και αφού πέρασε ένα χρόνο διδάσκοντας του φοιτητές της σχολής του Πύργου χάρη σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Μουσείου Μαρμαροτεχνίας του Πύργου, κατά τη διάρκεια του οποίου έδωσε αλλά και πήρε πολλά από αυτούς («Ο δάσκαλος πρέπει να δίνει τα βασικά εργαλεία στον μαθητή, τις βασικές γνώσεις και μετά να τον αφήνει ελεύθερο», μου λέει χαρακτηριστικά), τον ρωτάω τι είναι αυτό που νιώθει πως έχει ανάγκη να κάνει ακόμα ως καλλιτέχνης. «Το όνειρό μου είναι να κάνω ένα χώρο που να λειτουργεί αμισθί ως ανοιχτό workshop. Κάτι σαν αυτό που έκανα με την τράπεζα Πειραιώς. Να καταφέρω να βάλω κάποια λεφτά στην άκρη ώστε να είμαι καλυμμένος ως το προς το ζην και να έχω ένα χώρο για να φιλοξενώ γνωστές ομάδες και να κάνουμε σεμινάρια 15-20 ημερών πάνω στο μάρμαρο, με ξεναγήσεις σε μονοπάτια και επισκέψεις σε μουσεία», μου λέει. Κι αν πρόκειται για το προσωπικό του όνειρο, τα κίνητρά του δεν είναι ιδιοτελή. «Είναι εκπληκτικό το τι φυντάνια μπορείς να βγάλεις από τον κόσμο που συμμετέχει στα workshops, βλέπεις ένα παιδί να τραβά μια γραμμή πάνω στο μάρμαρο για πρώτη φορά στη ζωή του και να είναι αλφάδι, είναι τρομερό. Είναι μια άυλη πληρωμή αυτό, νιώθεις μια συναισθηματική πληρότητα. Και δίνεις και στον άλλο τη δυνατότητα να βρει ένα ταλέντο που πιθανώς να μην ήξερε πως διαθέτει. Και αυτά είναι τα αληθινά “δώρα” αυτού του επαγγέλματος».

Δημοφιλή