Από την Πρέβεζα ως τη Σαγιάδα: Eνα ρεπορτάζ για τις άγνωστες ομορφιές της Ηπειρώτικης ακτογραμμής

Από την Πρέβεζα ως τη Σαγιάδα: Eνα ρεπορτάζ για τις άγνωστες ομορφιές της Ηπειρώτικης ακτογραμμής
gaglias

Η ονομασία της Ηπείρου προέρχεται από τα αρχαία Δωρικά- σημαίνει «Άπειρος Χώρα». Οξύμωρο όνομα- σκέφτομαι- για μια σχετικά μικρή γεωγραφική περιοχή, περίκλειστη κιόλας απ’ την υπόλοιπη στεριά από την απόκρημνη οροσειρά της Πίνδου.

Μετά από έξι ημέρες ρεπορτάζ στην ακτογραμμή της, από την Πρέβεζα μέχρι τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας στα ελληνοαλβανικά σύνορα, σε ένα οδοιπορικό με περισσότερες από 30 στάσεις σε αντίστοιχα σημεία, έχω την αίσθηση, πλέον, πως αντίθετα με ότι θεωρούν οι ιστορικοί, η ονομασία της Ηπείρου προέρχεται από την άπειρη θάλασσα που εκτείνεται στα δυτικά της παράλια- από ένα μπλε, καθάριο πέλαγος που η δύση του ηλίου βάφει ανά λεπτό σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και ο ορίζοντάς του φαίνεται σα να μην έχει όρια και τέλος.

Μύτικας

Τα οικονομικά και στατιστικά δεδομένα αναδεικνύουν την Ήπειρο ως την φτωχότερη περιοχή της Ελλάδας. Ο τουρισμός που υποστηρίζει οικονομικά άλλες περιοχές της Ελλάδας, απεγκλωβίζοντας τους κατοίκους τους από το τέλμα της ελληνικής ιδιομορφίας και κρίσης, σε αυτά τα μέρη δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αναπτυγμένος, με εξαίρεση κάποιες «νησίδες» στα ορεινά, κυρίως των Ιωαννίνων. Η ακτογραμμή της, μήκους εκατό και πλέον χιλιομέτρων, με παραλίες που εκτείνονται αδιάκοπες για δεκάδες χιλιόμετρα ή γραφικούς κολπίσκους με γαλαζοπράσινα, κρυστάλλινα νερά που τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από τους πολυδιαφημισμένους τουριστικούς προορισμούς των νησιών του Αιγαίου και του Ιουνίου, καθυστέρησε αρκετά χρόνια να αναδειχτεί σε καλοκαιρινή επιθυμία Ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Στην παραλία της Ηπείρου νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε ελληνικό νησί που έχει το προνόμιο στην ενδοχώρα του να διαθέτει οξυκόρυφα βουνά και αλπική ζώνη...

Ο Γιώργος Γκιώκας είναι διευθυντής του ΕΟΤ Ηπείρου- από τους ανθρώπους στον χώρο του ηπειρώτικου τουρισμού που έχει διαχρονική και αντικειμενική εικόνα του. «Την τελευταία δεκαπεντετία οι κλίνες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, επιταχύνοντας την αυξητική τάση που είχε ξεκινήσει την δεκαετία του ’90. Το 1990 υπήρχαν 12.500 κρεβάτια, έγιναν 18.000 μέχρι το 2.000 και σήμερα υπάρχουν 34.500. Η πλειοψηφία των καταλυμμάτων είναι από 3 αστέρια και πάνω και στη δημιουργία τους καταλυτικός ήταν ο ρόλος των χρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων- οι περιπτώσεις καταλυμμάτων που χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά από ίδια κεφάλαια είναι σπάνιες». Ρωτάω τον κύριο Γκιώκα για την επισκεψιμότητα της περιοχής. «Κι εδώ ο ρυθμός είναι αυξητικός», απαντάει. «Ειδικά προ κρίσης η ετήσια αύξηση άγγιζε το 7%. Πάντως ακόμα και μέσα στην κρίση τα παράλια πάνε καλά. Ειδικά η Πάργα και τα Σύβοτα έχουν διευρύνει τη σεζόν τους στους 4 μήνες». Όπως μου λέει οι τιμές παραμένουν λογικές και υπάρχουν καταλύμματα για όλα τα «βαλάντια»- αλλά στα πιο πολυτελή μια βραδιά αποτιμάται μέχρι και 250 ευρώ. «Αυτά νοικιάζονται κυρίως από δυτικοευρωπαίους- Γερμανούς, Άγγλους, Ολλανδούς. Σημαντικός είναι ο ρόλος και των ξένων πρακτορείων που νοικιάζουν για μεγάλες χρονικές περιόδους, έως και πέντε μήνες, διαμερίσματα που έπειτα διαθέτουν σε πελάτες από τη χώρα τους».

Τον ρωτάω για το μοντέλο διακοπών του Έλληνα επισκέπτη. «Ο Έλληνας τουρίστας είναι ολοένα πιο εγκρατής», μου λέει. «Προ κρίσης το 70- 80% των Ελλήνων που έκαναν διακοπές στα παράλια της Ηπείρου, αφιέρωναν και μερικές μέρες στα ορεινά. Έκαναν τα μπάνια τους και κερασάκι στην τούρτα είχαν μερικές μέρες στα Ζαγοροχώρια, π.χ. Αυτό κόπηκε». Σύμφωνα με τον κύριο Γκιώκα σημαντική ώθηση στον τουρισμό των παραλίων της Ηπείρου έδωσε η Εγνατία Οδός- «πλέον οι Θεσσαλονικείς είναι εδώ σε 3 ώρες, πριν δεν ερχόντουσαν καν», σχολιάζει. Και το ίδιο ισχύει για τα ρεύματα τουριστών, οχι μόνο από τη βόρεια Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την χερσόνησο της Βαλκανικής. Οι παραλίες της Ηπείρου βρίθουν από αμάνικες μπλούζες του ΠΑΟΚ και είναι γεμάτες από αυτοκίνητα της μεσαίας κατηγορίας (και άνω) με πινακίδες από τη Σερβία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη FYROM, την Αλβανία.

Κρίσιμο σημείο είναι η παράδοση της Ιονίας Οδού- με το υπάρχον οδικό δίκτυο το 3ήμερο των Αθηναίων είναι άπιαστο, σε ένα χρόνο από τώρα ελπίζουμε ότι η Ιονία θα το κάνει εφικτό. Και επίσης σημαντικό είναι το άνοιγμα στη Ρωσία, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της ιστορίας της ευρύτερης περιοχής. Η Ήπειρος είναι ένα απέραντο μνημείο- οι Ρώσοι αν μάθουν για τα βυζαντινά μνημεία της Άρτας

λέει ο Γκιώκας.

Η παραλία της Ηπείρου από νότο προς βορρά ξεκινά από την πόλη της Πρέβεζας. Το γραφικό της λιμάνι είναι γεμάτο μικρά και μεγάλα κότερα με σημαίες από όλο τον κόσμο αλλά και μερικά εξαίσια αρχιτεκτονήματα του περασμένου αιώνα- η απογευματινή βόλτα στην προκυμαία του είναι χαλαρωτική αλλά αξίζει να μπει ο επισκέπτης και στα ενδότερα της μικρής πόλης. Στο δίκτυο των σκιερών πεζόδρομων πίσω από τη «φάτσα» του λιμανιού κρύβονται συμπαθητικά μεζεδάδικα όπου μπορείς να γευτείς φρέκα θαλασσινά, ψαρεμένα στον Αμβρακικό ή το ανοιχτό πέλαγος. Τα ήρεμα, ρηχά νερά της Κυανής Ακτής πολλοί κάτοικοι της πόλης (και επισκέπτες) διαλέγουν για ένα ήσυχο μπάνιο κοντά στην πόλη, σε μια οργανωμένη παραλία που ενδείκνυται και για μικρά παιδιά. Στον ίσκιο των ψηλών λεύκων οι κάτοικοι της Πρέβεζας εξασκούν με δεξιοτεχνία το «αμπαλί», ένα παιχνίδι ακρίβειας και ευστοχίας που έφεραν στην κοντινή Λευκάδα οι Γάλλοι στα χρόνια της Ενετοκρατίας.

Πρέβεζα

Βγαίνοντας από την πόλη της Πρέβεζας και ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο προς Πάργα και Ηγουμενίτσα, ξεκινούν αμμώδεις ακτές δεκάδων χιλιομέτρων. Μύτικας, Μονολίθι, Κανάλι, Καστροσυκιά είναι τα επιμέρους ονόματα μιας ενιαίας παραλίας που θυμίζει ακτή του Ειρηνικού. Και αμέσως μετά από ένα βραχώδες τμήμα της ακτογραμμής ξεκινούν οι παραλίες της Λυγιάς, του Βράχου και της Λούτσας. Προς το παρόν η τουριστική ανάπτυξη παραμένει λελογισμένη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «αειφόρος»- γιατί ενώ υπάρχουν όλες οι απαραίτητες υποδομές φιλοξενίας και διασκέδασης, παραμένουν τεράστιοι ελεύθεροι χώροι. Ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, οργανωμένα κάμπιγκ (συνολικά 14 στην ηπειρώτικη ακτογραμμή, εκ των οποίων 9 στην Πρέβεζα και 5 στην Ηγουμενίτσα), beach bar μέχρι αργά το βράδυ- αλλά και άπλετος χώρος για όσους αναζητούν μεγαλύτερη ελεύθερία κινήσεων ή κάποια ιδιωτικότητα.

Σε ένα σημείο αυτής της μεγαλοπρεπούς ακτής συναντώ τον Marcus Heeb, έναν 37χρονο Γερμανό. «Είμαστε εδώ μια μεγάλη παρέα 7 φίλων από το Ραϊνμάιν, κοντά στην Φρανκφούρτη. Όλοι μας λατρεύουμε το kite surfing και οι άνεμοι εδώ καθιστούν τη θάλασσα ιδανική, ειδικά μετά το μεσημέρι οπότε συνήθως τα μποφόρ δυναμώνουν μπορείς να σηκωθείς πολύ ψηλά», λέει ο ίδιος με ένα πλατύ χαμόγελο. Τον ρωτάω αν έχει ξανάρθει στην Ελλάδα και αν έχει επισκεπτεί άλλες περιοχές- «έρχομαι περισσότερα από δέκα χρόνια στην Ελλάδα», μου λέει. «Έχω βρεθεί σε Νάξο, Πάρο, Ικαρία, Σάμο, Κρήτη, αλλά η Ήπειρος παραμένει ο αγαπημένος μου προορισμός. Εκτίμησα τη φυσική ομορφιά του τόπου, την ιστορία του, την ήπια τουριστική ανάπτυξη που δεν έχει αλλοιώσει τα τοπία, τη νοοτροπία των κατοίκων, τη ζεστή τους φιλοξενία που παραμένει ανόθευτη από το κυνήγι του κέρδους», απαντά. «Βρίσκομαι εδώ δυο βδομαδες και αύριο πετάμε για Γερμανία. Ραντεβού για του χρόνου», μου λέει με μια στιγμιαία χαρμολύπη.

Marcus Heeb

Μετά την παραλία Βράχου- Λούτσας το «ύφος» της ακτογραμμής αλλάζει- τις αχανείς παραλίες αντικαθιστούν μικροί (και μεγαλυτεροι) κολπίσκοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλο σαν τα πιο περίτεχνα σημεία μιας δαντέλας που ξετυλίγεται από τις εκβολές του Αχέροντα μέχρι και την Ηγουμενίτσα. Όσο πλησιάζεις στην Πάργα (που είναι τόσο πολύβουη και κοσμική, ώστε θα μπορούσε δικαίως να χαρακτηριστεί σαν η «μύκονος» της Ηπείρου), η βλάστηση γίνεται ακόμα πιο οργιώδης, το πράσινο κατεβαίνει πυκνό μέχρι τη θάλασσα. Κυπαρίσσια, πλατάνια, βελανιδιές ανάμικτα με παμπάλαιους, μεσαιωνικούς ελαιώνες. Δέντρα που μοιάζουν ζωντανά μνημεία φύσης και ανθρώπινης ιστορίας ταυτόχρονα- σίγουρα μια (απευκταία) τομή στον κορμό τους θα αποκάλυπτε εκατοντάδες ομόκεντρους κύκλους να μετράνε τα χρόνια που στέκουν στο ίδιο χώμα, ακλόνητα και καρποφόρα, ασταμάτητα τροφοδοτώντας τους ανθρώπους τους. Στην Πάργα, τη σημερινή γραφική κωμόπολη που τα σπίτια της στέκουν αμφιθεατρικά στον γαλάζιο κολπίσκο, η κίνηση είναι έντονη και συχνά οι δρόμοι μπλοκάρουν από γκρουπ ενθουσιασμένων τουριστών. Σα διάδημα της παραθαλάσσιας πολίχνης ορθώνεται στο ψηλότερο σημείο της το μεσαιωνικό κάστρο, αντί συμβόλου όλων των εθνών και των ανθρώπων που εξουσίασαν την περιοχή- Νορμανδοί, Βενετοί, Γάλλοι, Άγγλοι, Τούρκοι. Το σημερινό τουριστικό της λιμανάκι υπήρξε κάποτε μια από τις ελάχιστες πύλες ώσμωσης των ραγιάδων Ρωμιών με τον δυτικό κόσμο. Ο Αηγιαννάκης, ο Λύχνος, το Σαρακήνικο μερικές μόνο από τις πανέμορφες παραλίες που βρίσκονται σε μικρή απόσταση εκατέρωθεν του οικισμού.

Αηγιαννάκης

Στο Καραβοστάσι, λίγα χιλιόμετρα μετά την Πάργα, το γλυκό νερό του μικρού ποταμού που ελίσσεται στην καταπράσινη χαράδρα χύνεται στην θάλασσα- η ίδια η παραλία είναι μια από τις ωραιότερες που έχω συναντήσει. Άχτι μου έμεινε ότι δεν είχα τον χρόνο να βουτήξω στα νερά της. Σε ένα μινι μάρκετ στην «ενδοχώρα» της παραλίας συναντώ (την στιγμή που κόβει απόδειξη...) τον κύριο Θεμιστοκλή Κουλούρη, ιδιοκτήτη της μικρής επιχείρησης. «Εδώ η περιοχή είναι ακόμα παρθένα, η σαιζόν μας δεν κρατάει πολύ. Στην Πάργα φτάνει τους 5 μήνες, στα Σύβοτα τα τελευταία χρόνια δουλεύουν με γραφεία του εξωτερικού και επίσης διευρύνεται», μου λέει. Συγκρατώ ένα ακόμη σημείο από την κουβέντα μας- «κάθε χρονιά οι Έλληνες όλο και χειρότερα είναι οικονομικά, πραγματική κατρακύλα», λέει χαρακτηριστικά. «Βλέπεις νέα ζευγάρια που αγοράζουν ένα παγωτό ξυλάκι και το γλείφουν μαζί, καθείς με τη σειρά του. Τον τουρισμό εδώ τον σώζουν οι Βαλκάνιοι που ευτυχώς έρχονται όλο και περισσότεροι και αφήνουν χρήματα στην περιοχή. Η οικονομική τους κατάσταση μου φαίνεται αντίστροφη της δικής μας- αυτοί είναι όλο και καλύτερα δηλαδή». Οι «ελληνοπρεπείς» (με τα σύχρονα δεδομένα του όρου...) ιστορίες δεν απουσιάζουν- το πρώτο μεγάλο ξενοδοχείο της περιοχής (Reggina Mare) χρεοκόπησε, περιήλθε στην ιδιοκτησία των πιστωτών του (Τράπεζα Πειραιώς) και, πλέον, η τοπική κοινωνία έχει εναποθέσει τις ελπίδες πιθανής επαναλειτουργίας του σε Άραβες επενδυτές...

Θεμιστοκλής Κουλούρης

Πάντως οι ίδιοι οι επισκέπτες- αλλοδαποί και ημεδαποί- δείχνουν (ευτυχώς) χαρούμενοι. Ειδικά οι ξένοι τουρίστες- στους περισσότερους Έλληνες είναι ορατή μια «εγκράτεια», όχι μόνο στην διαχείριση των οικονομικών τους αλλά και στη συμπεριφορά ή στις κουβέντες τους. Λαμπρός ήλιος, ο φλοίσβος της θάλασσας, απόηχοι συζητήσεων από τις παρέες, ή δυνατή μουσική- το γύρω τοπίο ειδυλλιακο, άνθρωποι πολλοί αλλά όχι στίφη. «Πετυχημένο υπόδειγμα τουριστικής ανάπτυξης», θα μπορούσε να σχολιάσει ένας εξωτερικός παρατηρητής. Κι όμως, όπως μου είπε ο Γιώργος Γκιώκας, ακόμα και σε επιχειρήσεις που εμφανίζουν αυξημένους τζίρους, τα κέρδη δεν αυξάνονται τα τελευταία χρόνια. Στην κοντινή παραλία της Αρίλας συνομιλώ στην αυλή της ταβέρνας του «Το Ηλιοβασίλεμα» με τον Νίκο Καρίμαλη, που δουλεύει εκεί από τη δεκαετία του 1960, όταν ο πατέρας του τόλμησε να φτιάξει εκεί το πρώτο, τότε, καφενείο. «Καφέ στη χόβολη φτιάχναμε σε κανά χωριανό, ούτε ρεύμα ούτε νερό είχαμε. Κάποια τουριστική κίνηση ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με Γάλλους και Γερμανούς κυρίως που έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ. Δωμάτια (ενοικιαζόμενα) δεν υπήρχαν και ο δρόμος ήταν χωμάτινος. Οι Έλληνες ξεκίνησαν να έρχονται γύρω στο 1990, τότε έγιναν ξενοδοχεία και αρκετά δωμάτια, η ελεύθερη κατασκήνωση απαγορεύτηκε και οι ξένοι μειώθηκαν», μου λέει με θέα το πέλαγος και απέναντι την στεριά της Λευκίμμης (Κέρκυρα). «Και οι άνθρωποι από τα κότερα; Δεν αφήνουν χρήματα;», τον ρωτάω. Χαμογελώντας μου δείχνει ένα όμορφο σκάφος που έχει ρίξει άγκυρα στον κόλπο- «το βλέπεις; Δέκα μέρες είναι εδώ, στεριά δεν έχουν πατήσει», μου λέει.

Τα τελευταία 15 χρόνια το 80% της πελατείας είναι Έλληνες- η κρίση τους έχει “πιάσει” για τα καλά, τόσο που φέτος σκέφτηκα να μην ανοίξω καθόλου. Αν είχα ενοίκιο θα είχα κλείσει- τα έξοδα της φορολογίας, οι μισθοί και οι ασφαλιστικές εισφορές για το προσωπικό, σε συνδυσμό με την πτώση του τζίρου από τους Έλληνες, μας έχουν πνίξει. Άνοιξα το μαγαζί αρχές Ιούλη και 31 Αυγούστου θα κλείσω

Όσο προσεγγίζεις το χωριό των Συβότων, οι παραλίες μοιάζουν όλο και περισσότερο με φυσικές «πισίνες»- λιλιπούτειες, με γαλαζοπράσινα νερά, από μακριά σου δίνουν την εντύπωση πως κάποιος τις ζωγράφισε στο ανάγλυφο της στεριάς... Στις περισσότερες που διαθέτουν οδική πρόσβαση τα «μπιτσόμπαρα» δεσπόζουν, ή τέλοσπάντων, όσοι τα προτιμούν θα τα ευχαριστηθούν με την ψυχή τους- οι υπόλοιποι, αν τις επιλέξουν για μια βουτιά σε νερά που θυμίζουνε «γαλάζια λίμνη», δεν θα μπορέσουν να τα αποφύγουν. Εντούτοις, οφείλω να ομολογήσω πως παρότι ανήκω στη δεύτερη κατηγορία λουόμενων... δεν αντίκρυσα παρά μόνο «καλά μαγαζιά». Δεν είμαι σίγουρος αν ευθύνεται η φυσική ομορφιά του τόπου που δύσκολα επισκιάζεται ή η καλαισθησία των ιδιοκτητών τους, αλλά με ενόχλησαν λιγότερο από οπουδήποτε αλλού. Την ίδια γνώμη μοιράστηκαν μαζί μου ο Γκόραν και η Νάντια, ένα ζευγάρι Σερβων στα σαράντα τους, που επέβαιναν σε ένα τζιπ μεγάλου κυβισμού, πάνω από την μικρή αλλά πανέμορφη παραλία της «Μπέλα Βράκα». «Είναι το δεύτερο σερί καλοκαίρι που περνάμε εδώ», μου λένε. Δικηγόροι και οι δύο, εργάζονται σε πολυεθνικές εταιρείες και ζούνε στα περίχωρα του Βελιγραδίου. «Οι δαλματικές ακτές είναι επίσης όμορφες αλλά εδώ αισθανόμαστε πιο άνετα», μου λένε. «Πλέον ερχόμαστε πολύ εύκολα με το αυτοκίνητό μας, υπάρχει πληθώρα εξαιρετικών καταλυμμάτων και, κυρίως, παραλιών για κάθε γούστο και διάθεση. Κάποιες φορές έχουμε νοικιάσει βαρκάκια και έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε ερημικές παραλίες, τις υπόλοιπες μέρες η μουσική και ο κόσμος δε μας ενοχλούν, αντιθέτως», μου λένε. «Θα επιστρέψετε και το επόμενο καλοκαίρι;», τους ρωτάω. «Σίγουρα. We love this place!», απαντούνε ομόθυμα.

Πλησιάζοντας προς την πόλη της Ηγουμενίτσας, που έχει τα τελευταία χρόνια εξελιχθεί από μια παραλιακή πολίχνη σε πύλη εισόδου/ εξόδου της χώρας από και προς τα δυτικά, οι παραλίες συνεχίζονται στο ίδιο στυλ. Αμέσως μετά την Ηγουμενίτσα, όμως, ξεκινά η παραλία του Δρέπανου που εκτείνεται για αρκετά χιλιόμετρα- είναι μια υπέροχη ακτή, η τελευταία μεγάλη παραλία της Ελλάδας όσο πλησιάζεις τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Συνέχισα να ακολουθώ τον δρόμο μέχρι τη Σαγιάδα- σε μια όμορφη διαδρομή που περνά από τις εκβολές (σχεδόν) του ποταμού Καλαμά και τον φροντισμένο με μεράκι κάμπο της Σαγιάδας, περίφημο για την παραγωγή του σε μανταρίνι. Στο λιμανάκι της Σαγιάδας ο συνοριακός αστυνομικός σταθμός υπενθυμίζει ότι λίγα χιλιόμετρα μετά, πίσω από τα βουνά που διαγράφονται δεξιά, στο βάθος του ορίζοντα, η ελληνική επικράτεια τελειώνει. Όπως κάθε εδαφική επικράτεια- εν αντιθέσει με το «μέγα κράτος της θαλάσσης».

ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Ακτογραμμή