Μάχη των Λεύκτρων, 6 Ιουλίου 371 πΧ: Όταν οι Θηβαίοι κατατρόπωσαν τους Σπαρτιάτες, στην πιο πικρή ήττα των Λακεδαιμονίων

Μάχη των Λεύκτρων, 6 Ιουλίου 371 πΧ: Όταν οι Θηβαίοι κατατρόπωσαν τους Σπαρτιάτες, στην πιο πικρή ήττα των Λακεδαιμονίων

«Αφήνω δύο κόρες, τα Λεύκτρα και τη Μαντίνεια» - Επαμεινώνδας

Σπάρτη: Ένα όνομα με ιδιαίτερο βάρος στην παγκόσμια ιστορία, συνδεδεμένο με την ατσάλινη πειθαρχία, τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, τη λιτή ζωή και την πίστη στο καθήκον. Μια από τις πιο σκληρές κοινωνίες που υπήρξαν ποτέ, η Λακεδαίμονα καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ως μια από τις πόλεις κράτη που πρωτοστάτησαν στους Μηδικούς Πολέμους, και ως η νικήτρια της πολυετούς εμφύλιας σύγκρουσης που έμεινε στην ιστορία ως Πελοποννησιακός Πόλεμος- και μελετάται εκτενώς μέχρι σήμερα.

Ο Σπαρτιάτης οπλίτης θεωρείται από πολλούς ως η απόλυτη πολεμική μηχανή της αρχαίας Ελλάδας: Η Σπάρτη τελειοποίησε την οπλιτική φάλαγγα, τον χαρακτηριστικό αρχαιοελληνικό τρόπο πολέμου, και η στρατιωτική υπεροχή της στην ξηρά ήταν ανέκαθεν το μεγάλο της πλεονέκτημα, στο οποίο και βασίστηκε για να θεμελιώσει την ηγεμονία της.

Ωστόσο, όλα έχουν ένα τέλος: Η νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο της έδωσε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ελληνικών πόλεων, όμως επρόκειτο για ένα κόσμο που άλλαζε, και η Σπάρτη αδυνατούσε να προσαρμοστεί από πολλές απόψεις- ακόμα και στον τομέα των στρατιωτικών, όπου ήταν και η εξειδίκευσή της. Και αυτό αποδείχτηκε περίτρανα το καλοκαίρι του 371 πΧ, στα Λεύκτρα της Βοιωτίας.

Τα γεγονότα μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μπορεί να είχε λήξει με νίκη της Σπάρτης το 404 πΧ, ωστόσο μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις του ήταν η μεγάλη αποδυνάμωση των ελληνικών πόλεων, ενώ παράλληλα είχαν επέλθει σημαντικές αλλαγές όσον αφορά στο γεωπολιτικό status quo της εποχής, που δεν ήταν πάντα προς όφελος των νικητών. Στην ηττημένη Αθήνα οι Τριάκοντα Τύραννοι, τους οποίους είχαν εγκαταστήσει οι Σπαρτιάτες, ανετράπησαν γρήγορα, ενώ βαθιά ρήγματα δημιουργήθηκαν ανάμεσα στη Σπάρτη και δύο από τους ισχυρότερους συμμάχους της στον Πελοποννησιακό, τη Θήβα και την Κόρινθο. Παράλληλα, το 401 πΧ Έλληνες μισθοφόροι ενεπλάκησαν στη διαμάχη μεταξύ του Κύρου και του Αρταξέρξη – στην υπηρεσία του πρώτου- για τον περσικό θρόνο, η οποία κατέληξε στον θάνατο του Κύρου στη μάχη στα Κούναξα και τη διάσημη «Κάθοδο των Μυρίων». Ο Αρταξέρξης, έχοντας αναδειχθεί νικητής της σύγκρουσης, προχώρησε σε αντίποινα με στόχο τις μικρασιατικές ελληνικές πόλεις που είχαν στηρίξει τον Κύρο, οι οποίες με τη σειρά τους ζήτησαν και έλαβαν τη συνδρομή της Σπάρτης.

Κύρου Ανάβασις- Κάθοδος Μυρίων

Μεταξύ άλλων, η «Κάθοδος των Μυρίων» είχε αποδείξει εκ νέου, πέρα από κάθε αμφιβολία, την ανωτερότητα των ελληνικών τακτικών και εξοπλισμού έναντι στον εξ Ανατολών αντίπαλο, οπότε και η Σπάρτη προέβη σε μια σειρά επιθετικών ενεργειών σε μικρασιατικό έδαφος. Αποκορύφωμα ήταν η εκστρατεία του βασιλιά Αγησιλάου, ο οποίος αποβιβάστηκε με στρατό στην Έφεσο το 395 πΧ. Ο Αγησίλαος σημείωσε σειρά σημαντικών επιτυχιών εναντίον των Περσών, ωστόσο ανακλήθηκε εν τέλει στη Σπάρτη λόγω των εξελίξεων πίσω στην Ελλάδα, δίνοντας τέλος στο φιλόδοξο εγχείρημα.

Οι Πέρσες, από πλευράς τους (οι οποίοι είχαν παράσχει οικονομική βοήθεια στη Σπάρτη κατά τα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου) υποκινούσαν άλλες ελληνικές πόλεις εναντίον των Σπαρτιατών, και το 395 πΧ άρχισε ο Βοιωτικός ή Κορινθιακός Πόλεμος: Στη Μάχη της Αλιάρτου οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν από τους Αθηναίους και τους Θηβαίους και σκοτώθηκε ο Λύσανδρος- ο νικητής της ναυμαχίας στους Αιγός Ποταμούς, που σήμανε το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, και ένας από τους σημαντικότερους Σπαρτιάτες πολιτικούς και στρατηγούς της περιόδου. Το 394 πΧ οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι συμμάχησαν με το Άργος και την Κόρινθο, με στόχο την κατάλυση της σπαρτιατικής ηγεμονίας. Σε μάχη στην Κόρινθο (στον ποταμό Νεμέα) οι Σπαρτιάτες νίκησαν και στη συνέχεια, με τις δυνάμεις του ανακληθέντος Αγησιλάου, νίκησαν ξανά στη μάχη της Κορώνειας. Ωστόσο, οι Αθηναίοι, με στόλο υπό τον Κόνωνα, που είχε δημιουργηθεί με περσική βοήθεια, και τη συνδρομή περσικών πλοίων, νίκησαν τον σπαρτιατικό στόλο στη ναυμαχία της Κνίδου. Ο Κόνων επέστρεψε στην Αθήνα, όπου αποκατέστησε τμήματα των Μακρών Τειχών, η κατεδάφιση των οποίων ήταν ένας από τους όρους που είχαν επιβάλει οι Σπαρτιάτες στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν, με τους Πέρσες να αναλαμβάνουν τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, λειτουργώντας ως ρυθμιστές στα ελληνικά πράγματα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η ταπεινωτική Ανταλκίδειος Ειρήνη (από τον απεσταλμένο των Σπαρτιατών, Ανταλκίδα) το 387 πΧ, βάσει της οποίας περνούσαν στον Πέρση βασιλιά οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου και των Κλαζομενών. Παράλληλα, ο Αρταξέρξης τόνιζε πως θεωρεί ότι όλες οι πόλεις της Ελλάδας, μικρές και μεγάλες, θα ήταν ανεξάρτητες, πλην της Λήμνου, της Ίμβρου και της Σκύρου, που παρέμεναν στους Αθηναίους. Ο οκταετής πόλεμος είχε λήξει- και ο μεγαλύτερος κερδισμένος ήταν οι Πέρσες.

Η πορεία προς τα Λεύκτρα

Η Ανταλκίδειος Ειρήνη απάλλαξε τη Σπάρτη από «φλέγοντα» ανοικτά μέτωπα – καθώς πλέον είχε και τη στήριξη των Περσών- και της έδωσε τη δυνατότητα να στραφεί εναντίον των ελληνικών πόλεων που απειλούσαν την ηγεμονία της. Σε αυτό το πλαίσιο, έβαλαν στο στόχαστρό τους την ανερχόμενη δύναμη της παλιάς συμμάχου, Θήβας, επιβάλλοντας εχθρικές προς τους Θηβαίους ολιγαρχικές κυβερνήσεις στη Βοιωτία και εγκαθιστώντας σπαρτιατικές φρουρές. Αποκορύφωμα της πολιτικής αυτής ήταν η στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη της Καδμείας το 382 πΧ, και η εγκατάσταση τυραννίας στη Θήβα, υπό τον Λεοντιάδη.

Ωστόσο, η σπαρτιατική κυριαρχία στη Θήβα δεν θα διαρκούσε για πολύ, καθώς το 379 πΧ μια μικρή ομάδα εξόριστων Θηβαίων, υπό τον Πελοπίδα και τον Μέλωνα μπήκε κρυφά στη Θήβα, έδιωξε τη σπαρτιατική φρουρά από την Καδμεία και ανέτρεψε τους ολιγαρχικούς, επαναφέροντας το προηγούμενο πολίτευμα. Ήταν η κρίσιμη καμπή κατά την οποία ανέτειλαν τα άστρα του Πελοπίδα και αυτού που αργότερα θα χαρακτηριζόταν «άριστος των Ελλήνων», του χαρισματικού πολιτικού και στρατηγού Επαμεινώνδα- η στιγμή που ανέτειλε η Θηβαϊκή ηγεμονία.

Το άγαλμα του Επαμεινώνδα στη σημερινή Θήβα

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν την άμεση αυτή αμφισβήτηση της σπαρτιατικής ισχύος στη Βοιωτία ήταν ραγδαίες. Το 378 πΧ ιδρύθηκε η Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία, που είχε σαφώς πιο «συμμαχικό» χαρακτήρα εν συγκρίσει με την ηγεμονικών χαρακτηριστικών Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία (Πελοποννησιακός Πόλεμος). Ο συμμαχία αυτή ήρθε σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίες εισέβαλαν (υπό τον Αγησίλαο) στη Βοιωτία, για να αποκρουστούν από τους Θηβαίους, με τη βοήθεια των Αθηναίων. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, Κλεόμβροτος, επιτέθηκε ξανά το επόμενο έτος, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία, καθώς αποκρούστηκε στον Κιθαιρώνα. Παρόλα αυτά, η συμμαχία είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται, τόσο λόγω της οικονομικής επιβάρυνσης στην Αθήνα, όσο και επειδή οι Θηβαίοι επεδίωκαν παράλληλα την ανασύσταση του Κοινού των Βοιωτών, με τη Θήβα (ο στρατός της οποίας, στο μεταξύ, με αιχμή του δόρατος τον επίλεκτο Ιερό Λόχο του Πελοπίδα, είχε σημειώσει επιτυχίες εναντίον των Σπαρτιατών) στην ηγεσία- κινήσεις που προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια της Αθήνας.

Παράλληλα, οι Σπαρτιάτες είχαν εξαντληθεί- και αποτέλεσμα αυτών των δεδομένων ήταν συνέδριο με σκοπό την υπογραφή συνθήκης «πανελληνίου ειρήνης» στη Σπάρτη το 371 πΧ, με αντιπροσώπους από όλες τις ελληνικές πόλεις. Το συνέδριο αυτό «τορπίλισαν» οι Θηβαίοι, καθώς ο Επαμεινώνδας, κληθείς να υπογράψει τη συνθήκη, επέμεινε να το κάνει όχι μόνο εκ μέρους της Θήβας, αλλά στο όνομα του Κοινού των Βοιωτών- κάτι που απέρριψαν οι Σπαρτιάτες και πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, ενώ οι Αθηναίοι επίσης δεν υποστήριξαν.

Απεικόνιση του Επαμεινώνδα

Παρά την αποτυχία του συνεδρίου, η Αθήνα και η Σπάρτη προχώρησαν σε εξομάλυνση των μεταξύ τους σχέσεων- και η Σπάρτη έστρεψε την προσοχή της εξολοκλήρου προς τη Θήβα, αποστέλλοντας τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε διάλυση του Κοινού των Βοιωτών και αυτονόμηση των βοιωτικών πόλεων. Το τελεσίγραφο αυτό απέρριψαν οι Θηβαίοι, οπότε και εισέβαλε ξανά στη Βοιωτία ο Κλεόμβροτος με τον στρατό του- και ο Επαμεινώνδας έσπευσε να τον αντιμετωπίσει. Το πεδίο της μάχης ήταν τα Λεύκτρα- μια πεδινή περιοχή, που προσφερόταν για ανοικτή μάχη εκ παρατάξεως και ελιγμούς ιππικού.

Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στις 6 Ιουλίου 371 πΧ. Η μάχη έκρινε το τέλος μιας ηγεμονίας- και την αρχή μιας άλλης.

Οι αντίπαλες δυνάμεις

Ο Κλεόμβροτος ήταν επικεφαλής 10.000 ανδρών (9.000 πεζών και 1.000 ιππέων) ή 10.000 πεζών και 1.000 ιππέων. Από αυτούς περίπου οι 2.300 ήταν Λακεδαιμόνιοι (4 μόρες) και οι 700 από αυτούς «Όμοιοι»- καθαρόαιμοι, «γνήσιοι» Σπαρτιάτες, η «αφρόκρεμα» της Σπάρτης (οι υπόλοιποι Λακεδαιμόνιοι του στρατεύματος ήταν νεοδαμώδεις, περίοικοι κλπ) . Οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Το ιππικό αποτελούσαν Σπαρτιάτες και σύμμαχοι ιππείς, και γενικά ήταν κατώτερο του βοιωτικού, ωστόσο παραδοσιακά η δύναμη του στρατού των Λακεδαιμονίων ήταν το βαρύ πεζικό, και εκεί τα πράγματα ήταν σίγουρα υπέρ τους. Το ηθικό ήταν υψηλό, καθώς είχαν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, ωστόσο υπήρχαν κάποιοι αξιωματικοί που θεωρούσαν πως ο Κλεόμβροτος είχε στο παρελθόν δείξει φιλικές διαθέσεις απέναντι στους Θηβαίους- και ως εκ τούτου ο Σπαρτιάτης βασιλιάς πιεζόταν για να μπει γρήγορα στη μάχη.

Όσον αφορά στην παράταξη, ο Κλεόμβροτος δεν πρωτοτύπησε, αναλαμβάνοντας τη δεξιά πτέρυγα (την τιμητική θέση, που αναλάμβανε ο επικεφαλής), με τις καλύτερες δυνάμεις του. Στο κέντρο και αριστερά ήταν το συμμαχικό πεζικό και τέρμα αριστερά μια δύναμη ιππικού. Η οπλιτική φάλαγγα στο σύνολό της είχε βάθος 12 στοίχων. Το υπόλοιπο ιππικό του αναπτύχθηκε μπροστά στη δεξιά πτέρυγα, για σκοπούς κάλυψης αλλά και παρεμπόδιση των ανιχνευτών του εχθρού.

Απέναντί του είχε τον Επαμεινώνδα, με 6.000 – 7.000 άνδρες και περίπου 1.000-1.500 ιππείς. Ο Θηβαίος στρατηγός είχε μεν τους μάχιμους Θηβαίους οπλίτες του, με τον επίλεκτο Ιερό Λόχο του Πελοπίδα, ωστόσο τα υπόλοιπα βοιωτικά συμμαχικά στρατεύματα ήταν αναξιόπιστα, καθώς είχαν απέναντί τους τους φοβερούς Σπαρτιάτες- και κάποιοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν το στρατόπεδο του Κοινού των Βοιωτών. Ακόμη, οι Βοιωτάρχες ήταν μοιρασμένοι, καθώς οι μισοί διαφωνούσαν με την επιλογή του πεδίου της μάχης από τον Επαμεινώνδα, λόγω της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού.

Τελικά τη διαφωνία έκρινε η έλευση του έβδομου, που τάχθηκε με την πλευρά του Επαμεινώνδα- ο οποίος επίσης κατάφερε να εξυψώσει το ηθικό του στρατού, μιλώντας για καλούς οιωνούς και παλιούς χρησμούς που προέβλεπαν ήττα των Σπαρτιατών. Γενικότερα, πάντως, από πλευράς «καθαρής» στρατιωτικής ισχύος οι Βοιωτοί υστερούσαν, καθώς, αφ'ενός υστερούσαν αριθμητικά (και μέρος του στρατού τους ήταν αναξιόπιστο) και αφ'ετέρου είχαν απέναντί τους τον φοβερό στρατό της Σπάρτης, ο οποίος ήταν εντελώς «στο στοιχείο του» (οπλιτική μάχη εκ παρατάξεως). Οπότε και ο Επαμεινώνδας, για να νικήσει, έπρεπε να πρωτοτυπήσει.

Λοξή Φάλαγγα

Η παραδοσιακή αρχαιοελληνική τακτική μάχης ήταν η παράταξη του βαρέος πεζικού σε μια ενιαία μάζα, μια οπλιτική φάλαγγα, βάθους 8-12 στοίχων, που θεωρούνταν ότι εξασφάλιζαν την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο βάθος και το πλάτος της φάλαγγας. Η φάλαγγα προέλαυνε ως ενιαίο σώμα, το οποίο έπεφτε όλο μαζί πάνω στον αντίπαλο, σε μια τρομακτική σύγκρουση ασπίδα με ασπίδα, που συνεχιζόταν μέχρι η μία από τις δύο φάλαγγες να σπάσει. Για να αντιμετωπίσουν τη γνωστή κλίση προς τα δεξιά που είχαν κατά την κίνησή τους οι ελληνικές οπλιτικές φάλαγγες, οι διοικητές έβαζαν στη δεξιά πλευρά τον επικεφαλής, με τους καλύτερους άνδρες του (τη θέση της τιμής), ενώ στα αριστερά βρίσκονταν τα πιο αδύναμα στρατεύματα. Κοινώς, στις μάχες, οι δεξιές πτέρυγες (τα καλύτερα στρατεύματα) των αντίπαλων πλευρών έρχονταν αντιμέτωπα με τα πιο αδύναμα στρατεύματα του αντιπάλου- και αυτό που συχνά έκρινε την αναμέτρηση ήταν το ποιανού στρατού η δεξιά (δυνατή) πτέρυγα θα «έσπαγε» πρώτη την αριστερή του αντιπάλου, προκαλώντας κατάρρευση της όλης παράταξης.

Ο Επαμεινώνδας δεν είχε την πολυτέλεια να ακολουθήσει την παράδοση: Είχε απέναντί του στρατό που υπερτερούσε ποσοτικά και ποιοτικά. Οπότε πέταξε στα σκουπίδια τους «κλασικούς» κανόνες και έβαλε στην αριστερή πτέρυγα, ακριβώς απέναντι από τη σπαρτιατική «αφρόκρεμα» υπό τον Κλεόμβροτο, τις καλύτερες δυνάμεις του, τους Θηβαίους του, σε φάλαγγα η η οποία δεν ήταν των 12 στοίχων, αλλά των 50 (!) και πλάτος 65-70 ανδρών- εξασφαλίζοντας τεράστια υπεροπλία απέναντι στο σπαρτιατικό δεξί. Στο κέντρο και στα δεξιά του παρέταξε τα άλλα βοιωτικά στρατεύματα, αλλά σε πολύ λιγότερους στοίχους, ενώ έβαλε το ιππικό του μπροστά στην αριστερή πτέρυγα, για να αντιμετωπίσει το σπαρτιατικό ιππικό.

Το σχέδιό του ήταν απλό: Να πέσει με το υπερενισχυμένο του αριστερό πάνω στο δεξί του αντπάλου, συντρίβοντάς το και «αποκεφαλίζοντας» τον αντίπαλο. Παράλληλα όμως, ήθελε να αποφύγει να βάλει στη μάχη πολύ γρήγορα τα αναξιόπιστα συμμαχικά στρατεύματα – οπότε το σχέδιό του ήταν η αριστερή του πτέρυγα να φύγει μπροστά ενώ το κέντρο και η δεξιά του προχωρούσαν μεν, αλλά πιο αργά, σε μια λοξή κίνηση, η οποία ανέβαλλε μεν την εμπλοκή τους στη μάχη, αλλά ταυτόχρονα κάλυπτε την έφοδο της αριστερής, ώστε να μην πλαγιοκοπηθεί από την υπόλοιπη εχθρική παράταξη.

Ο σχηματισμός αυτός ονομάστηκε «λοξή φάλαγγα».

Η μάχη των Λεύκτρων

Λένε ότι η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς- και επί της προκειμένης, αυτό φαίνεται πως ίσχυσε και με το παραπάνω για τον Θηβαίο διοικητή: Λίγο πριν αρχίσει η μάχη, ο Επαμεινώνδας, λόγω της ανησυχίας του περί λιποταξίας κάποιων Βοιωτών συμμάχων, διακήρυξε πως, όποιος δεν ήθελε να πολεμήσει, μπορούσε να φύγει για την πόλη του. Οι Θεσπιείς και άλλοι Βοιωτοί έσπευσαν να αποχωρήσουν, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους, που ήταν πίσω και στα δεξιά της βοιωτικής παράταξης- ωστόσο όταν το είδε αυτό το συμμαχικό ιππικό των Σπαρτιατών και οι ψιλοί (ελαφρά οπλισμένο πεζικό) που βρίσκονταν απέναντι, επιτέθηκαν, με αποτέλεσμα οι αποχωρούντες να επιστρέψουν στις θέσεις τους στη βοιωτική παράταξη για να αμυνθούν (!). Παράλληλα, στο σπαρτιατικό στρατόπεδο υπήρξε ένταση, λόγω διαφωνιών μεταξύ των αξιωματικών που υποστήριζαν τον Κλεόμβροτο και αυτών που θεωρούσαν πως είχε «ύποπτες» προθέσεις, με αποτέλεσμα κάποιοι αξιωματικοί να φύγουν χωρίς εντολές.

Ενώ η σπαρτιατική παράταξη άρχιζε να κινείται, με τον Κλεόμβροτο να πάει προς τα δεξιά, επιδιώκοντας να πλαγιοκοπήσει τους Θηβαίους, το θηβαϊκό ιππικό εφόρμησε κατά του σπαρτιατικού, διαλύοντάς το, με τους Σπαρτιάτες ιππείς να υποχωρούν και να πέφτουν πάνω στη σπαρτιατική παράταξη, προκαλώντας σύγχυση και καθυστερώντας την κίνησή τους. Όσο συνέβαιναν αυτά, το νικηφόρο στην ιππομαχία θηβαϊκό ιππικό έφευγε προς αριστερά, ανοίγοντας το δρόμο για την ενισχυμένη αριστερή πτέρυγα των Θηβαίων, την αιχμή του δόρατος του Επαμεινώνδα, η οποία έφυγε γρήγορα προς τα εμπρός και έπεσε πάνω στη σπαρτιατική παράταξη- και συγκεκριμένα στην «καρδιά» της, εκεί που βρισκόταν ο Κλεόμβροτος με τους επίλεκτούς του.

Στιγμιότυπο από σύγχρονη αναπαράσταση μάχης μεταξύ οπλιτών

Ο Επαμεινώνδας είχε επιτύχει ξεκάθαρη τοπική υπεροπλία, κάτι που αιώνες μετά στρατιωτικοί και θεωρητικοί του πολέμου θα ονόμαζαν «defeat in detail»: Το να φέρνεις ένα μεγάλο μέρος της δύναμής σου ενάντια σε ένα μικρό τμήμα της εχθρικής, συντρίβοντάς το. Όσο ικανοί στη μάχη και αν ήταν οι Σπαρτιάτες οπλίτες, το βάθος των 12 στοίχων της φάλαγγάς τους υστερούσε δραματικά απέναντι στον θηβαϊκό «οδοστρωτήρα» των 50 στοίχων, που είχε εφορμήσει εναντίον τους αφήνοντας πίσω το υπόλοιπο της βοιωτικής παράταξης, που προχωρούσε αργά προς την υπόλοιπη σπαρτιατική παράταξη, «αγκιστρώνοντάς» την (καθώς, εάν έσπευδε να βοηθήσει τον Κλεόμβροτο, θα πλαγιοκοπούνταν από τους προελαύνοντες Βοιωτούς συμμάχους) και καλύπτοντας αποτελεσματικά τους Θηβαίους.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν ακολούθησε σκληρή μάχη: Οι Σπαρτιάτες που βρίσκονται στο τέρμα δεξιό της παράταξης προσπάθησαν να ελιχθούν και να υπερφαλαγγίσουν τη θηβαϊκή φάλαγγα, χτυπώντας την στα αριστερά της- ωστόσο βρήκαν μπροστά τους τον επίλεκτο Ιερό Λόχο του Πελοπίδα, που αύξησε την πίεση στην εχθρική παράταξη από τα δεξιά. Οι Σπαρτιάτες τότε προσπάθησαν να σχηματίσουν ημισέληνο για να κυκλώσουν τους Θηβαίους, με τον Κλεόμβροτο και τους άνδρες του στο κέντρο, να δέχονται τρομακτική πίεση από τους πολύ περισσότερους Θηβαίους. Αν και άντεξαν για ένα διάστημα, η σπαρτιατική παράταξη έσπασε όταν ο Κλεόμβροτος τραυματίστηκε θανάσιμα, με τους άνδρες του να παίρνουν μαζί τους το σώμα του, για να μην πέσει στα χέρια των Θηβαίων. Πέρα από τον βασιλιά, στο σημείο της σύγκρουσης έπεσαν κάποιοι από τους πλέον επίλεκτους αξιωματικούς των Σπαρτιατών, όπως ο Δείνων, ο Σφοδρίας, ο Κλεώνυμος και άλλοι.

Η σπαρτιατική άμυνα κάμφθηκε, και η δεξιά πτέρυγα, έχοντας σπάσει, υποχώρησε προς το στρατόπεδο, συμπαρασύροντας και το υπόλοιπο της σπαρτιατικής και συμμαχικής παράταξης – τη στιγμή που οι Βοιωτοί σύμμαχοι των Θηβαίων, που πλησίαζαν βραδύτερα- σύμφωνα με το σχέδιο του Επαμεινώνδα- δεν είχαν πρακτικά εμπλακεί ακόμα.

Οι Σπαρτιάτες μετά την υποχώρησή τους ανασυντάχθηκαν και παρατάχθηκαν ξανά μπροστά στο στρατόπεδό τους. Ο Κλεόμβροτος ήταν νεκρός, και μεταξύ των αξιωματικών επικράτησε σύγχυση, καθώς κάποιοι ήθελαν αντεπίθεση- ωστόσο άλλοι, βλέποντας πως πολλοί Σπαρτιάτες είχαν σκοτωθεί, και ότι οι σύμμαχοί τους είχαν εγκαταλείψει τη μάχη και καταδιώκονταν από το βοιωτικό ιππικό, διαφωνούσαν. Εν τέλει υπερίσχυσε η δεύτερη άποψη, και απεστάλη κήρυκας που ζήτησε ανακωχή για να γίνει περισυλλογή των νεκρών. Οι Θηβαίοι δέχτηκαν, έστησαν τρόπαιο και παρέδωσαν τους νεκρούς. Η μάχη των Λεύκτρων είχε λήξει, και είχε ξεκάθαρο νικητή.

Απώλειες και επιπτώσεις

Επρόκειτο για μια πραγματική πανωλεθρία για τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι κυριολεκτικά είχαν ηττηθεί στο ίδιο τους το «παιχνίδι»: Πέρα από τον ίδιο τον Κλεόμβροτο, από τους 700 Σπαρτιάτες «Ομοίους», την ελίτ της ελίτ της Σπάρτης, είχαν σκοτωθεί οι 400, ενώ άλλοι 600 Λακεδαιμόνιοι είχαν πέσει επίσης νεκροί. Πέρα όμως από τις απώλειες αυτές καθαυτές, επρόκειτο για ένα τρομακτικό πλήγμα για τη σπαρτιατική ισχύ και σε πολιτικό και ηθικό επίπεδο, σημαίνοντας την αρχή του τέλους της σπαρτιατικής ηγεμονίας. Για τους Θηβαίους, οι απώλειες ήταν σαφώς μικρότερες: Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι στη μάχη έπεσαν «ουχί λιγώτεροι των 4000 Λακεδαιμονίων και περί τας 3.000 Βοιωτοί», αριθμοί που κρίνονται υπερβολικοί. Ο Παυσανίας κάνει λόγο για μόλις 47 νεκρούς Θηβαίους και μερικούς άλλους Βοιωτούς – επίσης υπερβολικά χαμηλός αριθμός. Νεότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 300 νεκρούς από την πλευρά των Θηβαίων.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Οι Θηβαίοι εξασφάλισαν την ηγεμονία τους στη Βοιωτία και επί των γύρω πόλεων, ενώ παράλληλα άρχισαν αποστασίες συμμάχων της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, που ήθελαν την ανεξαρτησία τους- και συγκεκριμένα τη Μαντίνεια και την Τεγέα. Οι Θηβαίοι επενέβησαν, εισβάλλοντας στην Πελοπόννησο, και το 370 πΧ θηβαϊκός στρατός υπό τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα πλησίασε τη Σπάρτη, την οποία μέχρι τότε κανένας στρατός δεν είχε τολμήσει να απειλήσει. Οι Θηβαίοι κατέλαβαν σειρά από πόλεις και οικισμούς στη μια πλευρά του Ευρώτα και ίδρυσαν και οχύρωσαν τη Μεγαλόπολη, ως συνεχή απειλή κατά της Σπάρτης. Μετά απελευθέρωσαν τη Μεσσηνία και επέστρεψαν στη Βοιωτία- με τη θηβαϊκή δύναμη να συνεχίζει να επεκτείνεται στην Ελλάδα, προκαλώντας ανησυχία στους Αθηναίους, που το 369 πΧ συμμάχησαν με την εξαντλημένη Σπάρτη εναντίον της Θήβας, η οποία ήταν πλέον η μεγαλύτερη δύναμη στον ελλαδικό χώρο.

Ωστόσο, και η θηβαϊκή ηγεμονία δεν θα διαρκούσε για πολύ: Το 364 πΧ ο Πελοπίδας σκοτώθηκε σε μάχη στις Κυνός Κεφαλές εναντίον του τυράννου των Φερρών, Αλέξανδρου (αν και οι Θηβαίοι νίκησαν).

Ακολούθησαν «ανταρσίες» κατά των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, και ο Επαμεινώνδας εισέβαλε το 362 πΧ. Σε μεγάλη μάχη στη Μαντίνεια οι Θηβαίοι νίκησαν και πάλι- αλλά έχασαν τον αρχιτέκτονα της ηγεμονίας: Κατά το τέλος της σύγκρουσης ο Επαμεινώνδας τραυματίστηκε θανάσιμα από ακόντιο στο στήθος. Λέγεται πως, λίγο πριν πεθάνει, απαντώντας στους θρήνους των γύρω του, που έλεγαν ότι πεθαίνει άτεκνος, είπε πως όχι, αφήνει πίσω του δύο κόρες, «την τε εν Λεύκτροις νίκην και την εν Μαντινεία».

Έχοντας χάσει τον Επαμεινώνδα, οι Θηβαίοι, παρά τη νίκη τους, υπέγραψαν ειρήνη με τους Πελοποννήσιους- και η ηγεμονία της Θήβας έλαβε τέλος, χωρίς ωστόσο καμία από τις «παραδοσιακές» δυνάμεις να είναι σε θέση να γεμίσει το κενό, καθώς τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη ήταν σκιές των παλιών τους δυνάμεων.

Η επόμενη δύναμη ερχόταν από τον βορρά. Επικεφαλής της ήταν ένας Μακεδόνας βασιλιάς, ο οποίος, σε νεαρή ηλικία, στο πλαίσιο των εξελίξεων στην περιοχή από τις εκστρατείες του Πελοπίδα, είχε οδηγηθεί, μέλος μιας ομάδας 30 νεαρών Μακεδόνων ευγενών, όμηρος στη Θήβα το 368 πΧ. Από εκεί απελευθερώθηκε το 365 πΧ, σε ηλικία 17 ετών- έχοντας όμως μαθητεύσει δίπλα στον Επαμεινώνδα πάνω στις τέχνες του πολέμου και της πολιτικής, καθώς οι Θηβαίοι τον μεταχειρίστηκαν καλά, προορίζοντάς τον για βασιλιά της Μακεδονίας.

Ήταν ο Φίλιππος ο Β'. Και πλέον, ήταν η ώρα της Μακεδονίας.

Πηγές

  • Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας- Συμπληρωματικαί Εκδόσεις Διευθύνσεως Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήνα, 1981
  • Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων- Γενικόν Επιτελείον Εθνικής Αμύνης, Έκδοσις Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, 1970
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Κλασσικός Ελληνισμός- Τόμος Γ1: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1972

Δημοφιλή