Τα μαύρα χάλια της ελληνικής λογοτεχνίας

Η Ελλάδα ασφαλώς δεν είναι Γαλλία και οι Έλληνες, κατά κοινή παραδοχή, δεν αγαπούν το βιβλίο. Τα βιβλιοπωλεία άλλωστε υπήρξαν από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Ως εδώ καλά, από κει και πέρα ωστόσο η ζοφερή πραγματικότητα υπερβαίνει τα μεγέθη που μπορεί να χωρίζουν τις δύο χώρες. Και αυτή συνοψίζεται στο γεγονός ότι πρωτίστως εκείνοι που δεν αγαπούν το βιβλίο είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με το βιβλίο. Η αντίδραση του εκδοτικού κόσμου απέναντι στην κρίση ήταν να συγκεντρώσει τα φθαρμένα «πνευματικά κεφάλαια» και να τους αναθέσει αρπαχτές κατά παραγγελία.
TonyTaylorStock via Getty Images

Η μακρινή Ισλανδία των τριακοσίων χιλιάδων κατοίκων έχει βγάλει τα τελευταία χρόνια γύρω στους δέκα πολυμεταφρασμένους συγγραφείς, έστω και αν- ελέω Nesbo- η λεγόμενη σκανδιναβική σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας μπήκε ξαφνικά στο κάδρο από την πίσω πόρτα συμπαρασύροντας αρκετές μετριότητες. Την ίδια στιγμή η ελληνική λογοτεχνία- ή σωστότερα η εγχώρια βιομηχανία λογοτεχνίας- νοσεί βαριά, νοσεί από τις ίδιες λίγο πολύ παθογένειες που χαρακτηρίζουν την ίδια την κοινωνία ως σύνολο.

Εκδότες που αρνούνται στεγνά να πληρώσουν τους συνεργάτες τους, εξευτελιστικά συμβόλαια, επανεκδόσεις που αποκρύπτονται απ' τους συγγραφείς, μεταφραστές που αμείβονται με το σταγονόμετρο είναι ορισμένες από τις εξόφθαλμες παρατυπίες και πρακτικές που συνθέτουν το θλιβερό τοπίο ενός χώρου που θεωρητικά θα έπρεπε να διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού από την πολιτεία. Ενδεικτικά να πω εδώ ότι το κράτος στη Γαλλία επιδοτεί κάθε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα που επιθυμεί να εκδώσει τη δουλειά του.

Η Ελλάδα ασφαλώς δεν είναι Γαλλία και οι Έλληνες, κατά κοινή παραδοχή, δεν αγαπούν το βιβλίο. Τα βιβλιοπωλεία άλλωστε υπήρξαν από τα πρώτα θύματα της κρίσης. Ως εδώ καλά, από κει και πέρα ωστόσο η ζοφερή πραγματικότητα υπερβαίνει τα μεγέθη που μπορεί να χωρίζουν τις δύο χώρες. Και αυτή συνοψίζεται στο γεγονός ότι πρωτίστως εκείνοι που δεν αγαπούν το βιβλίο είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με το βιβλίο. Η αντίδραση του εκδοτικού κόσμου απέναντι στην κρίση ήταν να συγκεντρώσει τα φθαρμένα «πνευματικά κεφάλαια» και να τους αναθέσει αρπαχτές κατά παραγγελία. Δημιουργοί στερεμένοι από έμπνευση ή ξεπερασμένοι από την ίδια την πραγματικότητα κατέληξαν να πουλάνε το brand name και όχι τη δουλειά τους, θυσιάζοντας τα όποια εναπομείναντα ψήγματα υστεροφημίας στην κοντόφθαλμη πρακτική του γρήγορου κέρδους, του ξελασπώματος, του «να κλείσουμε καμιά τρύπα βρε αδερφέ μπας και γλιτώσουμε το κανόνι».

«Αν δεν έχεις γνωριμίες δεν πρόκειται να πας ούτε μέχρι το περίπτερο», μου είχε πει κάποτε αρχισυντάκτρια γνωστού εντύπου, τα ίδια είχα ακούσει και από πολυμεταφρασμένη συγγραφέα.

Την υπόλοιπη, βρώμικη, δουλειά ανέλαβαν οι κατά συνθήκη και πάντα χρήσιμοι κριτικοί, εντός ή εκτός εισαγωγικών αλλά πάντα ευθυγραμμισμένοι με τη γνωστή ρήση του αείμνηστου Τσαρούχη. Δύο συν δύο ίσον πέντε κατά την Οργουελική πρακτική. Έστω αν και ο πιο άπειρος αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει τις αληθινές προθέσεις ενός βιβλίου, εμείς θα στο αποθεώσουμε. Ποιος λοιπόν είναι ο βασικός υπεύθυνος της κατρακύλας του βιβλίου; Οπωσδήποτε όχι ο δύσμοιρος αναγνώστης.

«Αν δεν έχεις γνωριμίες δεν πρόκειται να πας ούτε μέχρι το περίπτερο», μου είχε πει κάποτε αρχισυντάκτρια γνωστού εντύπου, τα ίδια είχα ακούσει και από πολυμεταφρασμένη συγγραφέα, αμφότερες προσφέρθηκαν να μου δώσουν μια λίστα για να απευθυνθώ. Την πέταξα την ίδια μέρα στο καλάθι των αχρήστων μαζί με κάτι δελτία στοιχήματος. Δεν ήταν αντίδραση εφηβικού Δονκιχωτισμού. Απλώς είχα ήδη γνωρίσει από την καλή και από την ανάποδη τον χώρο ώστε να δρασκελίσω το κατώφλι του θαυμάζοντας τα «εκθέματα» της αποκρουστικής Πινακοθήκης.

Έκαστος εφ' ω ετάχθη. Η εγχώρια λογοτεχνία όχι μόνο δεν άδραξε τη συγκυρία ώστε να αποτελέσει το ισχυρότερο άλλοθι μιας ισοπεδωμένης χώρας, παρά ταμπουρώθηκε στον ασφυκτικό της παιδότοπο επιλέγοντας την εσωστρέφεια, την απαξίωση και την αυτογελοιοποίηση. Θα ήταν αφύσικο ωστόσο να μην υπάρξουν εξαιρέσεις στον κανόνα. «Θα τραγουδάμε στους γκρίζους καιρούς; Θα τραγουδάμε, για τους γκρίζους καιρούς!», είχε πει κάποτε ο Άντον Τσέχωφ, και σε αυτό το ζοφερό τοπίο υπάρχουν ακόμα κάποιοι που επιμένουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη προς τον εαυτό τους και τον αναγνώστη αγνοώντας της σειρήνες της αρπακόλας και της εφήμερης δημοσιότητας. Αναφέρω, κλείνοντας, τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Σπύρος Καρυδάκης, Θωμάς Κοροβίνης, Μιχάλης Μιχαηλίδης...

Δημοφιλή