Παντοτινή Αστυπάλαια

Κάθε καλοκαιρινή επιστροφή έκτοτε αποτελούσε μια μικρή λιτανεία, ένα οδοιπορικό στις αναμνήσεις που ωστόσο εμπλουτίζονταν από καινούργιες, άλλαζα και μαζί μου άλλαζε και το νησί, έκανε τις «κοιλιές» του και πέρασε μαζί μου τις «φάσεις» του, θα ήταν άλλωστε άδικο και ουτοπικό να κολλήσει σε εκείνο το χρυσό (κατά κοινή παραδοχή) 2007. Κάπου στο '13-'14 καταλήφθηκε από εξαγριωμένους γκρούβαλους προερχόμενους κυρίως απ΄το κάμπινγκ αλλά και τύπους εντελώς άσχετους με το πνεύμα της. Το «Μαγκάνι» δεν μακροημέρευσε και το «Αιθέριο», ίσως το καλύτερο εστιατόριο, έκλεισε.
Marka via Getty Images

Ήταν περίπου κάτι σαν χρέος, έχοντας γράψει τόσα ταξιδιωτικά άρθρα πάντα ένιωθα αυτό το ένα να λείπει αδικαιολόγητα από το παλμαρέ μου, και έπειτα διαβάζοντας άλλες τόσες αναφορές και επαίνους τρωγόμουν με τα ρούχα μου που δεν υπήρχε η δική μου δικαιωματική συμβολή. Ίσως περίμενα την κατάλληλη στιγμή, την απαραίτητη απόσταση, την αναγκαία αποφόρτιση. Ακόμα και έτσι αυτά που θα διαβάσεις παρακάτω σε καμία περίπτωση δεν διεκδικούν δάφνες αντικειμενικότητας.

Γιατί; Γιατί πρόκειται για το νησί που πρωτοεπισκεφθηκα έναν Ιούνη για μια εβδομάδα διακοπών και κατέληξα να διαβώ τον καταπέλτη του πλοίου της επιστροφής αρχές Σεπτέμβρη. Μεσολάβησε ένας φλογερός καλοκαιρινός έρωτας, αμέτρητες κραιπάλες, απρογραμμάτιστα ραντεβού με την ανατολή και... η διάρρηξη ενός μπαρ.

Η έλευση μου στην Αστυπάλαια έγινε χωρίς περγαμηνές και τυμπανοκρουσίες, το όχι και τόσο μακρινό 2007, την πρώτη χρονιά, αν δεν απατώμαι, που το λιμάνι είχε μεταφερθεί από την μαγευτική χώρα στη μέση του πουθενά. Στην αρχή με έναν καλό φίλο που ακολούθησε σχολαστικά το αρχικό πλάνο αφήνοντας με μια εβδομάδα αργότερα μόνο στην τύχη μου. Τα πράγματα δεν άργησαν να ρολάρουν, αρχές Ιούλη ο κόσμος ήταν ακόμα λιγοστός, αλλά αρκετός για να γίνουν οι απαραίτητες γνωριμίες, τα νυχτερινά στέκια άλλωστε δυο- τρία (όπως και σήμερα). Αν κάτι σου μεταδίδει από την πρώτη στιγμή η Αστυπάλαια είναι η αίσθηση της οικειότητας, δύσκολα θα νιώσεις ξένος, χρειάστηκαν λίγες μέρες ώστε να γίνω κομμάτι της ζωής και της ευρύτερης «οικογένειας», αποτελούμενης από ένα κράμα νεοφερμένων και των γνωστών σκληροπυρηνικών που δεν αφήνουν καλοκαίρι να περάσει χωρίς να την τιμήσουν με την παρουσία τους.

Η εναρμόνιση στους ρυθμούς απλοποίησε περαιτέρω τη διαμονή μου, κάπως έτσι ένα φλερτ στο αείμνηστο «Μαγκάνι» (να ζήσουμε να το θυμόμαστε) μεταφέρθηκε στην κορυφή του Ενετικού Κάστρου (αναρωτιέμαι πόσα φλερτ δεν έχουν ολοκληρωθεί στη φωταγωγημένη κορωνίδα της Χώρας) για την καθιερωμένη ρομαντική παράσταση της ανατολής του ηλίου, και κάπως έτσι, πάνω στη μέθη της στιγμής, αμέλησα να πάρω από το μπαρ το σακίδιο με τα κλειδιά του αμαξιού και του δωματίου, για να ακολουθήσει, κατηφορίζοντας το ξημέρωμα, η διάρρηξη και η ξεγυρισμένη κατσάδα του θρυλικού Σπύρου (που για λίγο και κείνος ξαπόστασε επανερχόμενος δριμύτερος) την επομένη.

Επιστρέφοντας πάλι σε εκείνη την περίοδο δυσκολεύομαι να συμπυκνώσω τα ευτράπελα και τις εμπειρίες σε λίγες παραγράφους, μπορώ να τα αναφέρω σποραδικά και ακατάστατα όπως αναπηδούν στη μνήμη. Η κοσμοσυρροή τον δεκαπενταύγουστο που σαν ανθρώπινη θάλασσα ξεκινούσε από τους Μύλους φτάνοντας μέχρι τα σκαλάκια στο «Μαγκάνι», το πανηγύρι της Παναγίας της Πορταΐτισσας με την «Τσαλίγκω» να σέρνει τον χορό, μια πρωινή βουτιά στο «μπλε λιμανάκι», το βράδυ που τύφλα στο μεθύσι παραγγείλαμε όλα τα γλυκά στο «Αρχιπέλαγος». Κυρίως οι παρέες, τα μπάνια, τα τσιμπούσια, οι κουβέντες και οι πλάκες...

Κάθε καλοκαιρινή επιστροφή έκτοτε αποτελούσε μια μικρή λιτανεία, ένα οδοιπορικό στις αναμνήσεις που ωστόσο εμπλουτίζονταν από καινούργιες, άλλαζα και μαζί μου άλλαζε και το νησί, έκανε τις «κοιλιές» του και πέρασε μαζί μου τις «φάσεις» του, θα ήταν άλλωστε άδικο και ουτοπικό να κολλήσει σε εκείνο το χρυσό (κατά κοινή παραδοχή) 2007. Κάπου στο '13-'14 καταλήφθηκε από εξαγριωμένους γκρούβαλους προερχόμενους κυρίως απ΄το κάμπινγκ αλλά και τύπους εντελώς άσχετους με το πνεύμα της. Το «Μαγκάνι» δεν μακροημέρευσε και το «Αιθέριο», ίσως το καλύτερο εστιατόριο, έκλεισε.

Αλλά η μαγεία της δεν ξεθώριασε ποτέ και η λάμψη της αποκαταστάθηκε σύντομα, το διαπίστωσα το '16 και φέτος. Ένιωσα κάτι από την παλιά δική μου Αστυπάλαια χωρίς τις υπερβολές και τις ατασθαλίες της όψιμης εκείνης νιότης. Το εμβληματικό «Άρτεμις», υπό νέα διεύθυνση, αποτελεί αμετακίνητο σημείο αναφοράς για τη νύχτα όπως και ο καλαίσθητος «Μύλος». Το «Αρχιπέλαγος» δεν χάλασε ποτέ τα γλυκά του και ο «Κροκόδειλος» όπως και το «Γεράνι» στο Λιβάδι συνιστούν σταθερές γαστριμαργικές επιλογές.

Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια και πολλά κερδισμένα καλοκαίρια ώστε να φτάσω στο σημείο να αποτιμήσω με στοιχειώδη νηφαλιότητα τις εντυπώσεις μου. Ακόμα και αν ένιωσα ένα κύκλο να κλείνει, υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι μνηστήρες εκεί έξω που περιμένει να τους γοητεύσει με τα θέλγητρά της. Για τους αναρίθμητους εν δυνάμει εραστές της άλλωστε παραμένει εκεί. Αμετακίνητη και παντοτινή...