ΕΜΕΑ και το παιδικό «παιχνίδι του τυφλοπόντικα»

Η ιδεολογία της βίαιης Τζιχάντ, του ιερού πολέμου που εκφράζεται από θρησκευτικές ομάδες και επιδιώκει την κυριαρχία του Ισλάμ δεν είναι μια ψευδαίσθηση, ούτε φυσικά είναι μια ουτοπία. Οι εκφραστές της βρίσκονται ακόμα και σε θέσεις ισχυρών κρατών στην περιοχή της Μ. Ανατολής και στην ευρύτερη περιοχή του αραβικού κόσμου (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σ. Αραβία) ενώ υπάρχουν και ομάδες χειραγώγησης κοσμικής εξουσίας με την ίδια σκέψη, αλλά με διαφορετική έκφραση (Ιράν, Πακιστάν).
NurPhoto via Getty Images

Την ώρα που στην περιοχή της Συρίας και του Ιράκ φαίνεται πώς η συμμαχία των εξωτερικών περιφερειακών δυνάμεων ετοιμάζεται να επιφέρει το χαριστικό χτύπημα στο DAESH, επιχειρώντας κατά της Ράκκα, εγείρονται πλέον σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον.

Σε κάθε προηγούμενη περίπτωση Ισλαμικού ή στρατιωτικού καθεστώτος, υπήρχε ένα πλέγμα συγκράτησης και επιβολής μιας παράδοξης και βίαιης Τάξης ομάδων που βρίσκονται στην περιοχή. Στο Ιράκ ήταν ο δικτάτορας Χουσεΐν, στην Αίγυπτο ο καθεστωτικός Μουμπάρακ, στη Λιβύη ο δικτάτορας Καντάφι, στη Συρία ο δικτάτορας Άσαντ. Όλοι τους με ακραίες επιβολές εξουσίας, όλοι τους με κοινή τύχη εκθρονισμού τους (εκτός από την περίπτωση του Άσαντ) από ξένες και εγχώριες δυνάμεις. Η αποχώρηση τους από τη θέση ηγεσίας άφησε ένα κενό εξουσίας που έσπευσαν να προσπαθήσουν να καλύψουν δυνάμεις που είχαν ως χαρακτηριστικό το άλλο ιδεολογικό άκρο. Την επιβολή, δηλαδή, δια της Ισλαμικής πίστης και της θεοκρατούμενης ιδεολογίας που δεν επιδεχόταν αμφισβήτησης.

Στην Αίγυπτο εμφανίστηκε η Μουσουλμανική Αδελφότητα μέσα από τις τάξεις αντιδρώντων στην πλατεία Ταχρίρ. Στο Ιράκ ήρθαν στην εξουσία δυνάμεις Σιιτών που είχαν χρόνια δεχτεί την καταπίεση της Σουνιτικής τάξης και κατόπιν η αντίδραση από τους Σουνίτες μέσα από την «ορθόδοξη Τζιχάντ» της Αλ Κάιντα. Στη Λιβύη και στη Συρία, μέσα από το μωσαϊκό θρησκευτικών ομάδων και φατριών, εμφανίστηκαν διασπαστικές τάσεις που αναβίωσαν έχθρες χιλιετίας. Σε όλες τις περιπτώσεις, το όνειρο της αστικής δημοκρατίας και του κοσμικού κράτους, που θα ήθελε πολύ η Δύση να δει, εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από μια ακραία έκφραση βίαιης επιβολής που, μοιραία, οδήγησε και σε αντιδράσεις οι οποίες απειλούν πλέον όλο τον πλανήτη.

Η ιδεολογία της βίαιης Τζιχάντ, του ιερού πολέμου που εκφράζεται από θρησκευτικές ομάδες και επιδιώκει την κυριαρχία του Ισλάμ δεν είναι μια ψευδαίσθηση, ούτε φυσικά είναι μια ουτοπία. Οι εκφραστές της βρίσκονται ακόμα και σε θέσεις ισχυρών κρατών στην περιοχή της Μ. Ανατολής και στην ευρύτερη περιοχή του αραβικού κόσμου (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σ. Αραβία ) ενώ υπάρχουν και ομάδες χειραγώγησης κοσμικής εξουσίας με την ίδια σκέψη, αλλά με διαφορετική έκφραση (Ιράν, Πακιστάν).

Σε όλο αυτό το μπερδεμένο τοπίο, στην κατάρρευση της συμφωνίας των Σάικς Πικότ (Sykes-Picot Agreement -1916) είναι εμφανές πως η αντίληψη και κατανόηση της Δύσης είναι οικειοθελώς περιορισμένη στον ανθρωπιστικό παράγοντα, αγνοώντας κάτι πολύ σημαντικό ως στοιχείο. Το ότι για να επέλθει μια νέα τάξη κοσμικής εξουσίας και ίσως μια αραβικής δημοκρατικής έκφρασης, χρειάζονται δύο πράγματα:

  • Η δημιουργία μιας αστικής πνευματικής τάξης που δεν θα έχει ως κινητήριο μοχλό την Τζιχάντ.
  • Η εξασφάλιση της ικανότητας της πνευματικής αυτής τάξης να σταθεροποιηθεί, απέναντι σε ακραία θρησκευτικά και φανατικά στοιχεία που θα θελήσουν να την καταρρίψουν και να την περιθωριοποιήσουν (όπως συνέβη στην πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο κατά την αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη).

Αυτό μοιάζει πλέον σαν εκείνο το παιδικό παιχνίδι με τον «τυφλοπόντικα», όπου προσπαθεί κάποιος με ένα σφυρί να πετύχει τον τυφλοπόντικα που πετάγεται από τις τρύπες, με πρόσθετη δυσκολία να μην πετύχει και καταστρέψει το «καρότο» που ίσως βγει αντί για αυτόν.

Η πληθώρα ακραίων ομάδων, που για δικό της συμφέρον, οραματίζονται ολοκληρωτική επικράτηση του Ισλάμ και δημιουργία νέου χαλιφάτου, η ύπαρξη της αντίληψης πως ο σημερινός πόλεμος οδηγεί στην Ισλαμική Αποκάλυψη, όπως περιγράφεται στο Κοράνι, ή ακόμα και η επιθυμία εξουσίας από παλαιές δυνάμεις στρατιωτικού χαρακτήρα, αφήνουν ελάχιστο περιθώριο για την δημιουργία μιας νέας «Ούμα» στην περιοχή, που δεν θα έχει κύριο χαρακτηριστικό το δογματικό Ισλάμ, αλλά την χρήση του ως εργαλείο ανάπτυξης (περίπου σαν αυτό που έγινε με την βιομηχανική/τεχνολογική επανάσταση στην Δύση μετά την Αναγέννηση).

Αυτά τα ανθρωπιστικά ζητήματα, που σε ένα ιδεατό περιβάλλον όντως θα βοηθούσαν σε μια νέα εικόνα της Μέσης Ανατολής, ως όνειρο (ή ονείρωξη) της Δύσης, γίνονται τροχοπέδη, καθώς η αντίληψη και η κατανόηση της κατάστασης στην περιοχή, περνάει μέσα από το φίλτρο της διεθνούς ασφάλειας. Σε μια περιοχή που επικρατεί πλέον η αναρχία λόγω συγκρούσεων και ο φονταμενταλισμός ακραίων ομάδων του Ισλάμ, είναι πάρα πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη μιας κοσμικής πνευματικής τάξης που θα στηρίξει την έννοια του έθνους-κράτους που αυθαίρετα επιβλήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από Βρετανία και Γαλλία. Αντίθετα, οι ωμές παρεμβάσεις με στρατιωτικά μέσα από τις περιφερειακές δυνάμεις, ακόμα και αν γίνονται προς απαλοιφή του ακραίου παράγοντα, λειτουργούν ως μαχαίρι με δύο λάμες (αντί για λαβή), πληγώνοντας τόσο τις χώρες στην περιοχή όσο και τις δυνάμεις επιβολής.

Η κατάσταση επιδεινώνεται και από εξωτερικά συμφέροντα των περιφερειακών δυνάμεων που δεν θα ήθελαν το Λεβάντ να λειτουργήσει ως «σπόρος κακού» και για τους δικούς τους Ισλαμικούς πληθυσμούς (ειδικά σε Ρωσία και Κίνα), για αυτό και αδιαφορούν για μια νέα «δημοκρατική τάξη», παρά εστιάζουν στην καταπολέμηση Τζιχαντιστών και κάθε άλλης ισλαμικής ακραίας έκφρασης κατά του κοσμικού. Αυτό γίνεται χωρίς ουδεμία πρόβλεψη για τη μεταγενέστερη κατάσταση προσθέτοντας ακόμα ένα «τυφλοπόντικα» σε αυτό το παράδοξο παιχνίδι της πρόβλεψης και καταστολής.

Σε όλο αυτό το σκηνικό προστίθεται και ο απρόβλεπτος αλλά καθοριστικός, μεν, παράγοντας της Τουρκίας, όπως διαμορφώνεται σε πολιτικό επίπεδο. Ένα κράτος της τάξης των 80.000.000 με ισχυρό στρατό και επιρροές σε όλη την περιοχή είναι παράγοντας σταθεροποίησης αλλά και αποσταθεροποίησης συγχρόνως, εξαρτώμενης της κατάστασης εσωτερικά της χώρας. Με μια ηγεσία που ήδη κινείται στον χώρο του φανατικού Ισλάμ με τον τρόπο που είχε ερμηνευθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μια έκφραση που είχε κυριαρχήσει και ενδυναμώσει τον Ισλαμικό κόσμο ειδικά από το 1300μ.Χ. και έπειτα. Η ενδυνάμωση και η εγκαθίδρυση μιας τέτοιας Ισλαμικής δύναμης στην περιοχή κάνει το έργο της Δύσης για τη καταπολέμηση του Ισλαμικού φανατισμού ακόμη πιο δύσκολο. Ειδικά όταν μπαίνουν εθνικά συμφέροντα στη μέση και δεν αντιμετωπίζεται συνολικά από μια πολιτική της Δύσης. Αν προστεθεί μάλιστα και η αντιμετώπιση υπερδυνάμεων, όπως είναι η Κίνα και η Ρωσία σε αυτό το νέο σημείο αναφοράς της τουρκικής χώρας, τότε προφανώς ο παράγοντας δυσκολίας πολλαπλασιάζεται.

Η εικόνα της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου (Ε.Μ.Ε.Α) αποτελεί εδώ και αιώνες ένα δύσκολο παζλ ως άλλος «γόρδιος δεσμός» του Μ.Αλεξάνδρου. Μη σας κάνει εντύπωση γιατί η εικόνα του «γόρδιου δεσμού» που αδυνατεί κάποιος να βρει ουσιαστική λύση δεν απέχει και πολύ από τη σημερινή πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι πώς η λύση του ξίφους σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι όντως μια επιλογή, όμως το ζητούμενο είναι το μεταγενέστερο στάδιο και η διατήρηση της ηρεμίας και της ανάπτυξης. Κάτι που και ο Μ. Αλέξανδρος απέτυχε να εφαρμόσει παρά τις προσπάθειες του, καθώς η ηρεμία διήρκεσε μόνο όσο ο ίδιος ζούσε.

Δημοφιλή