«Να φύγεις, να πας έξω, εδώ δεν έχει μείνει τίποτα»

«Να φύγεις, να πας έξω, εδώ δεν έχει μείνει τίποτα.» Λόγια που ακόμα ηχούν στα αυτιά μου. Από μικρή το ήξερα: στα 17 μου θα έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω. Να φύγω, γιατί ό,τι αφηνα πίσω δεν είχε μέλλον. Να φύγω, γιατί το πολυπόθητο αυτό μέλλον με περιμένει έξω, μακριά από εδώ.
onesevenone/Flickr

«Να φύγεις, να πας έξω, εδώ δεν έχει μείνει τίποτα.» Λόγια που ακόμα ηχούν στα αυτιά μου. Από μικρή το ήξερα: στα 17 μου θα έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω. Να φύγω, γιατί ό,τι αφηνα πίσω δεν είχε μέλλον. Να φύγω, γιατί το πολυπόθητο αυτό μέλλον με περιμένει έξω, μακριά από εδώ.

Το αν θα γυρίσω, αβέβαιο. Ήμουν τυχερή, έφυγα. Να'μαι. Στη Νέα Υόρκη, φοιτήτρια, ζώντας το όνειρό μου. Οι τελευταίοι 8 μήνες μοιάζουν ψεύτικοι. Εδώ έζησα εμπειρίες που πίσω στην αγαπημένη μου πόλη δεν θα ζούσα ποτέ. Όμως πάντα ένα κενό, μια νοσταλγία με κράταγε πίσω. 'Ισως νοσταλγώ επειδή η μόνιμη επιστροφή είναι τόσο αβέβαιη. Ζω μέσα από το παρελθόν το μέλλον. Θέλω να ξαναζήσω τις στιγμές στα μπαλκόνια, τα παράθυρα και τις ταράτσες, πάντα χαζεύοντας τα τρία στοιχεία που για εμένα πάντα χαρακτήριζαν τη πόλη μου.

Την παραφροσύνη των κτιρίων, να έρχεται σε αντίθεση με τη κομψότητα της Ακρόπολης και τελικά τα δύο να σμίγουν χορεύοντας μαζί με φόντο την θάλασσα και ένα ηλιοβασίλεμα.

Πίσω στη Νέα Υόρκη. Τη γκρίζα πόλη με τα πελώρια κτίρια στη σκιά των οποίων άνθρωποι από κάθε φυλή, εθνικότητα, σεξουαλική προτίμηση και θρησκεία συναντιούνται και ανθίζουν. Μια συζήτηση με τον φίλο μου, που αρχικά ξεκίνησε σαν μια πλάκα, έγινε η αφορμή για ένα όμορφο ταξίδι σκέψης που σώπασε για λίγο την νοσταλγία μου. Έτσι ξεκίνησε μια περιπέτεια, στην περιοχή όπου είχε γυριστεί μια παλιά, αγαπημένη ταινία. Όλα συνέβησαν αστραπιαία: εισιτήρια, σακίδια, τραίνα. Τέσσερις ώρες μετά βρίσκω τον εαυτό μου δίπλα στη θάλασσα. Την παρατήρησα... Αστραφτερή, μπλε, ατελείωτη. Μια γυναίκα με εκατομμύριες καμπύλες, που μέσα της κρύβει άπειρους θησαυρούς. Με κατακλύζουν αναμνήσεις από μια άλλη παραλία. Εκεί δίπλα που άκουγα το κύμα να σκάει. Εκεί που ακόμα αντιλαλούν οι φωνές, οι μουσικές και τα γέλια από έναν παράδεισο χαμένο στον χρόνο. Αγαπημένα πρόσωπα αχνοφαίνονται μπροστά μου. Μου λείπουν.

Επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Κάθομαι σε μια ερημωμένη παραλία με μονάχα ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα δίπλα μου. Είναι χειμώνας. Η θάλασσα βροντάει το κύμα της, με παρακαλάει να την ακούσω. Την ακούω. Έρχεται και φεύγει. Κάθε φορά που επιστρέφει μου φέρνει κάτι από την πατρίδα μου, πιο πέρα και από την απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Με ενώνει με την αγαπημένη πόλη. Το μέρος που ανυπομονούσα να αφήσω. Το μέρος που τώρα με λαχτάρα ψάχνω να βρω κάτι που να με ενώνει μαζί του. Το βρήκα. Μου δίνει δύναμη να συνεχίσω το όνειρό μου. Δίπλα στη θάλασσα, νιώθω έστω και λίγο πιο γαλήνια.

Δημοφιλή