Χαίρε Καίσαρ, οι νεοσύλλεκτοι σε χαιρετούν!

Βέβαια, τις ημέρες αυτές παρακολουθήσαμε μία ομοβροντία εναντίον των νεοσυλλέκτων. Τρόπον τινά ο σχηματισμός του εθνικού συμβόλου της γείτονος, εντός του στρατοπέδου, διήγειρε το συλλογικό υποσυνείδητο της κοινωνίας, η οποία κυριεύθηκε από αισθήματα φοβικής ανασφάλειας για την αποτελεσματικότητα του στρατεύματος, την οποία ( κάποιοι θέλησαν να πιστέψουν ότι) απειλούν οι επτά νεοσύλλεκτοι, που σχημάτισαν το σύμβολο που βρίσκεται στη σημαία του αλβανικού κράτους. Σαν να είχαμε λύσει όλα τα προβλήματα στην οργάνωση, λειτουργία και αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων και το μόνο που μας απέμεινε ήταν η τιμωρία των νεοσυλλέκτων.

Προσέκτησε ευρεία δημοσιότητα το ζήτημα των επτά νεοσυλλέκτων, οι οποίοι ανήρτησαν σε ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφία σχηματίζοντας το σύμβολο του «αλβανικού αετού». Δημόσιες παρεμβάσεις των καθ' ύλην αρμοδίων, δημοσιογραφικές και άλλες αναρτήσεις και ένα κλίμα γενικευμένης ξενοφοβίας, με προσδοκίες τιμωρητικότητας, συνέθεσαν το πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου γύρω από το θέμα αυτό.

Το περιστατικό παρέχει ικανή αφορμή για μία aequo animo νομική αξιολόγηση, με την αναγκαία, βέβαια, για την περίπτωση, επιφύλαξη, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το υπό κρίση συμβάν είναι γνωστά μόνο στη διάσταση που τους έχουν δώσει οι δημοσιογραφικές πληροφορίες (ignorantia facti).

Οι σκέψεις που ακολουθούν εστιάζουν στο ζήτημα, εάν είναι επιτρεπτός ο κολασμός της πράξης καθεαυτής, αφήνοντας εκτός, για λόγους οικονομίας της ανάλυσης, πρώτον το ζήτημα της κατοχής κινητού τηλεφώνου με κάμερα και δεύτερον το θέμα της δυνατότητας επιβολής ποινής, καθώς οι νεοσύλλεκτοι δεν είχαν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορκιστεί.

Η κρίσιμη πράξη των επτά νεοσυλλέκτων εμφανίζεται να πληροί και τις δύο όψεις του διφυούς κυρωτικού σχήματος της κρατικής λειτουργίας: επαπειλούνται αφενός ποινικές και αφετέρου πειθαρχικές ποινές. Πιο συγκεκριμένα, το ποινικό αδίκημα το οποίο ανασύρθηκε προκειμένου να επιφέρει τον ποινικό κολασμό, φαίνεται πως είναι αυτό του άρθρου 58 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Ν. 2287/1995), το οποίο ορίζει ότι «Στρατιωτικός που δημόσια με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκδηλώνει καταφρόνηση για τη σημαία, το στρατό ή διακριτικό σήμα του στρατού ή σώματος αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών», ήτοι με φυλάκιση από 3 μήνες έως 5 έτη.

Η αξιολόγηση της διάταξης αυτής δύσκολα αφήνει περιθώρια προβληματισμού: Πρόκειται για διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις, καθώς αντίκειται τόσο στο άρθρο 7 § 1 του Συντάγματος όσο και στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Βασική αρχή της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου είναι η θεμελιώδης αρχή «nullum crimen, nulla poena sine lege» («κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο»), βασική εξειδίκευση της οποίας είναι η επιμέρους αρχή «nulla poena ... sine lege certa», δηλαδή «καμία ποινή... χωρίς ορισμένο νόμο». Η αρχή αυτή επιβάλλει, ο νόμος που ορίζει ένα ποινικό αδίκημα να είναι ειδικά, αναλυτικά και με σαφήνεια διατυπωμένος, ώστε έτσι να συνάγεται ευχερώς τί είναι αυτό που απαιτεί η Πολιτεία από τους πολίτες.

Με άλλα λόγια, πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί με ακρίβεια ποια συγκεκριμένη πράξη τιμωρείται, ειδάλλως ο ποινικός νόμος θα είναι αόριστος. Έτσι στην υποθετική περίπτωση που νόμος όριζε ότι: «όποιος κάνει απάτη, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών», ο νόμος αυτός θα ήταν αντισυνταγματικός, καθώς δεν θα προσδιόριζε σαφώς ποια συγκεκριμένη συμπεριφορά συνιστά «απάτη», με αποτέλεσμα καθένας (καθεμία κρατική αρχή, για την ακρίβεια) να προσδιόριζε αυτοβούλως και αυθαιρέτως, με κριτήριο τη σκοπιμότητά του, τι συνιστά και τι δεν συνιστά την αξιόποινη συμπεριφορά της απάτης [όπως ακριβώς έκανε σε άλλες εποχές ο μονάρχης, όταν η απουσία συνταγματικών ορίων (φραγμών) έναντι της εξουσίας του, του επέτρεπε να βαπτίζει ή να «ξεβαπτίζει» αναλόγως των επιδιώξεων του, μια συμπεριφορά ως αξιόποινη, προκειμένου να ευνοήσει ή εξολοθρεύσει καθέναν αρεστό ή μή, αντιστοίχως].

Ενώπιον ενός τέτοιου αόριστου νόμου βρισκόμαστε και στην υπό κρίση περίπτωση. Διότι οι κρίσιμοι όροι «εκδηλώνει καταφρόνηση» είναι τόσο αόριστοι, ώστε καθένας να μπορεί να συμπεριλάβει στο εννοιολογικό τους εύρος οποιαδήποτε μη αρεστή συμπεριφορά. Η συνταγματικότητα της διάταξης αυτής θα μπορούσε οριακά να διασωθεί με σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία. Πράγματι, προς την κατεύθυνση αυτή κινείται η νομολογία των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, κατά την οποία: «ο όρος «εκδηλώνει καταφρόνηση» σε σχέση με το στρατό, κατά την αντικειμενική-ρεαλιστική του σύλληψη έχει την έννοια της εξυβρίσεως με έργα ή λόγια ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο και της δυσφημήσεως. Ισχύει δηλαδή το εννοιολογικό περιεχόμενο των όρων που χρησιμοποιούνται στα άρθρα 361-362 ΠΚ. Άλλου είδους «καταφρονητικές εκδηλώσεις», οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εξύβριση ή δυσφήμηση, δεν εμπίπτουν στο εννοιολογικό πεδίο της προσβολής του στρατού» (βλ. Στρατοδικείο Ιωαννίνων 756/2014 και Ναυτοδικείο Πειραιά 58/2010).

Και κάπως έτσι, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, ζωγραφίζουμε και εμείς μία ψηφίδα στην παγκόσμια τοιχογραφία της σύγχρονης εθνοφοβίας. Επιζητούμε την τιμωρία επτά νέων, για να εκδικηθούμε για το ιστορικό μας δίκαιο.

Έτσι, η εκδήλωση της καταφρόνησης δεν είναι μία ρευστή και ελευθέρως αξιολογούμενη συμπεριφορά, αλλά μία πράξη απευθυντέα προς συγκεκριμένο πρόσωπο, ωσάν να τελούνται τα ποινικά αδικήματα της εξύβρισης ή της δυσφήμισης. Ως γνωστόν, ο στρατός και η σημαία δεν έχουν λόγο, για να εκφραστούν και να μας πουν, αν καταφρονήθηκαν. Και ούτε είναι βέβαιο πώς, αν είχαν, θα είχαν και την προθυμία να τους υποκαταστήσει κάποιος άλλος για το σκοπό αυτό! Άνθρωποι συγκροτούν το στρατό και άνθρωποι τιμούν την σημαία. Έτσι -λέει ορθώς η νομολογία των Στρατοδικείων- η καταφρόνηση θα πρέπει να συνιστά εξύβριση ή δυσφήμηση προς συγκεκριμένο άτομο, υπό την ιδιότητα του ως στρατιωτικού. Και με βάση το σκεπτικό αυτό, με την υπ' αριθμ. 756/2014 απόφαση του Στρατοδικείου Ιωαννίνων, κρίθηκε ότι η φράση οπλίτη στο προαύλιο στρατοπέδου: «έχω γραμμένους στα α... μου τον Διοικητή σας το ......, τον Υποδιοικητή σας και όλα τα στελέχη» (ληφθείσα αυτολεξεί από την ελάσσονα πρόταση της δικαστικής απόφασης), πραγματώνει την ποινική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 58 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα. Υπό την οπτική αυτή, ο στρατός δεν «καταφρονείται» επειδή οποιοσδήποτε θέλησε να εκλάβει ως καταφρόνηση μία συγκεκριμένη ενέργεια. Εκείνος που καταφρονείται είναι ο άνθρωπος, έναντι του οποίου τελείται το αδίκημα της εξύβρισης ή της δυσφήμισης και μάλιστα υπό την ιδιότητα που έχει ως μέλος του στρατεύματος.

Πέρα, όμως, από αυτά, υπάρχει και μία άλλη πτυχή του θέματος. Είναι αυτή που σχετίζεται με την τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων κατ' εφαρμογή του άρθρου 63 του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο στρατό (ΠΔ 130/1984): αναφέρονται σχετικώς, μεταξύ άλλων, ως πειθαρχικά αδικήματα η «ανάρμοστη συμπεριφορά», η «πολιτική δραστηριότητα και ιδιαίτερα η άσκηση πολιτικής επιρροής», οι «φιλονικίες με στρατιωτικούς και ιδιώτες», «κάθε πράξη γενικά, που προσβάλλει την πειθαρχία και την υπηρεσιακή τάξη στο στρατό, όπως ορίζονται αυτές από τους Νόμους τους Κανονισμούς και τις διαταγές» κλπ.

Πράγματι, η στρατιωτική ιδιότητα συνεπιφέρει κατ' ανάγκην περιορισμό ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Είναι γνωστή, αν και πλέον ξεπερασμένη και όχι πάντοτε αποδεκτή, η θεωρία των ειδικών κυριαρχικών σχέσεων, η οποία έλκει την καταγωγή της από τον γερμανικό θετικισμό του 19ου αι. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο περιορισμός στο πλαίσιο μια τέτοιας σχέσης πρέπει να επιβάλλεται με γενικό νόμο, να συνάπτεται αναγκαία με την εξυπηρέτηση σαφώς διαγνώσιμου δημοσίου συμφέροντος, να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να σέβεται τον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος («le noyau dur»). Αν, λοιπόν, θελήσει κανείς, να σταθμίσει την εφαρμογή των κριτηρίων ακόμα και αυτής της αυστηρής θεωρίας στην υπό κρίση περίπτωση, τότε στη μία πλευρά θα έθετε την ελευθερία της έκφρασης των νεοσυλλέκτων και στην άλλη...

Άραγε τι θα έθετε στην άλλη πλευρά; Αν έθετε το έννομο αγαθό της τιμής του άλλου προσώπου, κατά τα ανωτέρω, τότε η στάθμιση θα ήταν αδύνατη, διότι πολύ απλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο: ουδείς εξυβρίστηκε ή συκοφαντήθηκε. Αν έθετε την πειθαρχία των ενόπλων δυνάμεων ως δημοσίου συμφέροντος σκοπού, τότε η στάθμιση πάλι θα ήταν δυσχερής, διότι ποια πειθαρχία του στρατεύματος διασαλεύθηκε ή δύνατο να διασαλευθεί με τη λήψη της φωτογραφίας με τον σχηματισμό του εθνικού συμβόλου της γείτονος;

Το δε λεγόμενον ότι και μόνο διά της πράξης αυτής οι νεοσύλλεκτοι υιοθέτησαν τον αλβανικό αλυτρωτισμό, καίτοι ο «αετός» ως σύμβολο της αλβανικής σημαίας φαίνεται εθνικό και όχι εθνικιστικό σύμβολο (όπως και ο σταυρός είναι σύμβολο της ελληνικής σημαίας, τα αστέρια σύμβολο της σημαίας των ΗΠΑ και το φύλλο σφενδάμου, σύμβολο της σημαίας του Καναδά) και ότι δι' αυτού του λόγου τυγχάνουν τιμωρητέοι, συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση ανεπίτρεπτου κολασμού του ενδιάθετου φρονήματος. Διότι δεν τιμωρείται μία εξωτερικευθείσα πράξη καθ' οιονδήποτε τρόπο, αλλά ένα εικαζόμενο πολιτικό φρόνημα, μία εικαζόμενη πολιτική στάση, που ουδέποτε μετουσιώθηκε σε ενέργεια και ως εκ τούτου είναι αμφίβολο ότι υφίσταται. Όμως, cogitationis poenam nemo patitur! (Κανένας δεν πρέπει να τιμωρείται για τις σκέψεις του).

Το πλέον σημαντικό και κρίσιμο για την εκδίπλωση του συλλογισμού στοιχείο είναι το εξής: Ο έλεγχος του περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης δεν γίνεται εν αναφορά προς μία ρητή απαγορευτική διάταξη του νόμου, αλλά προς αόριστες ρήτρες, καθ' ερμηνεία των οποίων μόνο μπορεί να συναχθεί απαγορευτικός κανόνας. Ακόμα και από τη μελέτη των προπαρατεθέντων προβλεπόμενων πειθαρχικών αδικημάτων, προκύπτει ότι πειθαρχικώς τιμωρητέα πράξη είναι αυτή που σχετίζεται άμεσα με μία (εξωτερικευθείσα) ενέργεια ανυπακοής, με μία πράξη απειθαρχίας.

Με διαφορετική διατύπωση: κρίσιμο είναι ότι δεν υπάρχει μία διάταξη που να ορίζει ότι απαγορεύεται στον στρατεύσιμο να σχηματίσει εθνικό σύμβολο μιας άλλης χώρας, ούτε υπήρξε ανυπακοή σε διαταγή ανωτέρου, αλλά αυτή η απαγόρευση συνάγεται -εκβιάζεται ενδεχομένως- από μία άλλη, αόριστη και αφηρημένη, διάταξη που δεν σκοπεί στον κολασμό μίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Καθώς ο νομοθέτης δεν θέλησε να απαγορεύσει ρητά μία συμπεριφορά, ώστε να ελεγχθεί και η ratio αυτής και καθώς δεν υπήρξε περί του αντιθέτου διαταγή, ώστε να συναχθεί απειθαρχία ή ανυπακοή, οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνευτικής διαστολής των πειθαρχικών διατάξεων, ώστε να υπαχθεί στο εύρος αυτών η κρίσιμη συμπεριφορά των νεοσυλλέκτων, έρχεται σε αντίθεση τόσο προς το άρθρο 25 του Συντάγματος που αξιώνει, οι περιορισμοί των θεμελιωδών δικαιωμάτων να προβλέπονται σε νόμο όσο και προς την γενική αρχή ότι οι περιορισμοί ερμηνεύονται στενά: exception est strictissimae interpretationis! [Έτσι και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) το οποίο ενδεικτικά στην υπόθεση Κανελλοπούλου κατά Ελλάδος (Προσφυγή υπ' αριθ. 28504/05, Απόφαση της 11.10.2007) έκρινε ότι η ελευθερία της έκφρασης «υπόκειται στις προβλεπόμενες από την § 2 του άρθρου 10 εξαιρέσεις και τις οποίες πρέπει να ερμηνεύσουμε στενά»]. Σε κάθε περίπτωση, ελλείψει σαφούς νομοθετικού θεμελίου, η αμφιβολία περί της υπαγωγής βαίνει προς όφελος της ελευθερίας: In dubio pro libertate!

Κατ' ακολουθία των μέχρι τούδε εκτεθέντων, δεν νοείται ποινικός κολασμός των επτά νεοσυλλέκτων, ενόψει της νομολογίας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων ούτε, όμως, και πειθαρχικός, καθώς, ελλείψει ρητής νομοθετικής πρόβλεψης ή διαταγής περί του αντιθέτου, η υπαγωγή της κρίσιμης συμπεριφοράς σε ένα πειθαρχικό αδίκημα συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης.

Βέβαια, τις ημέρες αυτές παρακολουθήσαμε μία ομοβροντία εναντίον των νεοσυλλέκτων. Τρόπον τινά ο σχηματισμός του εθνικού συμβόλου της γείτονος, εντός του στρατοπέδου, διήγειρε το συλλογικό υποσυνείδητο της κοινωνίας, η οποία κυριεύθηκε από αισθήματα φοβικής ανασφάλειας για την αποτελεσματικότητα του στρατεύματος, την οποία ( κάποιοι θέλησαν να πιστέψουν ότι) απειλούν οι επτά νεοσύλλεκτοι, που σχημάτισαν το σύμβολο που βρίσκεται στη σημαία του αλβανικού κράτους. Σαν να είχαμε λύσει όλα τα προβλήματα στην οργάνωση, λειτουργία και αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων και το μόνο που μας απέμεινε ήταν η τιμωρία των νεοσυλλέκτων...

Δεν παραγνωρίζω τις πραγματικές αιτίες της αντίδρασης. Οι αλυτρωτικές βλέψεις των γειτόνων, η έξαρση του αλβανικού εθνικισμού προσφάτως, οι εχθροπραξίες εις βάρος της ημετέρας μειονότητας και εκκλησίας, η σύμπραξη με τις ΗΠΑ εναντίον της Σερβίας, αλλά και απώτερες ιστορικά αιτίες, όπως η ανοχή -ίσως και συνεργασία- με τη φασιστική Ιταλία και η παραχώρηση της βόρειας Ηπείρου στο αλβανικό κράτος, ενεργοποιούν εθνικά ελατήρια. Και όχι πάντοτε αδικαιολόγητα!

Και δέον να καταστεί σαφές ότι ούτε παραβλέπω την δικαιολογημένη κοινωνική ανησυχία ότι άτομα με αλλότρια εθνική καταγωγή, είναι αμφίβολο, εάν μπορούν να συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην εθνική άμυνα, εκτελώντας ένοπλη θητεία. Και ότι μάλλον -κατά την οπτική αυτή- θα έπρεπε να καταταγούν, με προϋπάρχουσα νομοθετική μέριμνα, στην εκτέλεση εναλλακτικής θητείας. Διότι τα άτομα αυτά διατηρούν τα στοιχεία της εθνικής τους αφετηρίας, χωρίς να αποκτούν αυτομάτως ελληνική εθνική συνείδηση εκ μόνου του γεγονότος ότι τους χορηγήθηκε (πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις άραγε;) η ελληνική ιθαγένεια.

Αυτά, όμως, δεν δικαιολογούν την τάση προς ανεύρεση αποδιοπομπαίων τράγων. Και κατά μείζονα λόγο δεν δικαιολογούν την υποχώρηση της νομιμότητας έναντι της σκοπιμότητας. Η λαϊκή οργή έχει την τάση να εκτονώνεται. Και τώρα θέλησε να ξεσπάσει πάνω σε επτά νεοσύλλεκτους όλη τη συσσωρευμένη αγανάκτηση για τις ενέργειες και μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων της γειτονικής χώρας, διαχρονικά.

Και κάπως έτσι, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, ζωγραφίζουμε και εμείς μία ψηφίδα στην παγκόσμια τοιχογραφία της σύγχρονης εθνοφοβίας. Επιζητούμε την τιμωρία επτά νέων, για να εκδικηθούμε για το ιστορικό μας δίκαιο.

Ξεχνώντας πόσο υπέφεραν οι μειονότητες μας από τον εθνικισμό που πυροδοτούσαν ξένες κυβερνήσεις, για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων εις βάρος της χώρας μας.

Ξεχνώντας πόσοι Έλληνες πολίτες ή άλλοι πολίτες ελληνικής καταγωγής διαβιούν στο εξωτερικό και κινδυνεύουν να καταστούν θύματα ξενοφοβικών αντιδράσεων.

Ξεχνώντας ότι ο λαός που υποκινείται άλογα από το φοβικό του υποσυνείδητο, είναι ευεπίφορος να υιοθετήσει πολλές πτυχές της σκοπιμότητας εις βάρος της νομιμότητας και τότε είναι που ξεκινά να βαδίζει σε έναν πολιτικά ολισθηρό δρόμο...

Δημοφιλή