Το ανεπίλυτο ελληνικό ζήτημα

Οι κάλπες της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 σηματοδοτούν ένα νέο ιστορικό παράδοξο. Μία χώρα που παραπαίει σε μια αδιέξοδη κρίση καλείται να επιλέξει όχι πολιτική, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά πρόσωπα. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εντάχθηκε στο «μνημονιακό τόξο» κι αφού το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε από τη ΝΔ και τα άλλα «συστημικά» κόμματα, οι δύο προτάσεις εξουσίας ταυτίζονται.
Suljo via Getty Images

Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν είχε πει ότι αν έπρεπε σε μία μόνο ώρα να λύσει ένα πρόβλημα από το οποίο εξαρτάται η ζωή του, θα αφιέρωνε πενήντα πέντε λεπτά για να διατυπώσει σωστά το ερώτημα και τότε θα αρκούσαν πέντε μόλις λεπτά για να το λύσει. Αυτό, επειδή πίστευε ότι ένα ορθώς διατυπωμένο πρόβλημα είναι σχεδόν λυμένο. Αν ο Αϊνστάιν είχε δίκιο, τότε το ελληνικό πρόβλημα χρειάζεται επειγόντως μία σοβαρή αναδιατύπωση όχι μόνο από τους πολιτικούς αλλά κυρίως από τους πολίτες.

Οι εκλογές αποτελούν εξ ορισμού ένα ερώτημα το οποίο τίθεται στο εκλογικό σώμα για να αποφασίσει το εθνικό κατευθυντήριο πρόγραμμα της επόμενης τετραετίας. Αυτό το πρόγραμμα, οφείλει στο ιδεατό του περιεχόμενο να αναφέρεται στην επίλυση των μείζονων κοινωνικών προβλημάτων και στην πρόβλεψη για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων. Προϋπόθεση για να έχουν νόημα οι εκλογές, είναι η ύπαρξη τουλάχιστον δύο εναλλακτικών προτάσεων από τα κυρίαρχα κόμματα που να εκφράζουν διαφορετικούς τρόπους εξυπηρέτησης των κοινωνικών αναγκών.

Οι κάλπες της 20ής Σεπτεμβρίου 2015 σηματοδοτούν ένα νέο ιστορικό παράδοξο. Μία χώρα που παραπαίει σε μια αδιέξοδη κρίση καλείται να επιλέξει όχι πολιτική, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά πρόσωπα. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εντάχθηκε στο «μνημονιακό τόξο» κι αφού το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε από τη ΝΔ και τα άλλα «συστημικά» κόμματα, οι δύο προτάσεις εξουσίας ταυτίζονται. Όποιο κόμμα κι αν κερδίσει τις εκλογές, με όποιο συνασπισμό κι αν σχηματίσει κυβέρνηση, το πρόγραμμα που καλείται να υλοποιήσει είναι ένα και το αυτό. Επομένως, ο πολιτικός άξονας δεν διαχωρίζει ιδέες και προτάσεις -πολλώ δε μάλλον κοσμοθεωρίες- αλλά διεκπεραιωτές του ίδιου προγράμματος που καταρτίστηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις και προβλέψεις των διεθνών δανειστών της χώρας.

Θεμελιώδης σκοπός της εφαρμογής του μνημονίου είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να εξοφλήσει η Ελλάδα τα δάνεια που έχει λάβει έως τώρα. Η προσπάθεια αυτή συναντά σοβαρές αγκυλώσεις και αποκτά σισύφειο χαρακτήρα για τρεις λόγους. Κατ' αρχάς το πολιτικό σύστημα διχάζεται σχετικά με το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους. Εν συνεχεία, καμία παράταξη δεν υποστηρίζει απαρέγκλιτα τις μεταρρυθμίσεις που αποδεσμεύουν τις παραγωγικές δυνάμεις επειδή θα έχουν επιπτώσεις σε μια μεγάλη μάζα αργόμισθων ψηφοφόρων. Ήδη, έχουν εκφραστεί από όλες τις πλευρές σχόλια για την ανάγκη εξεύρεσης «ισοδύναμων» που θα αντικαταστήσουν ορισμένα από τα προγραμματισμένα μέτρα. Τρίτον, σε όλη την προηγούμενη περίοδο καμία παράταξη δεν πήρε την πρωτοβουλία να εκπονήσει μία εντόπια, εθνική στρατηγική μεταρρύθμισης που να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και να προβλέπει την πρόοδο της, διότι όλοι γνωρίζουν ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί την εξάρθρωση του πελατειακού κράτους που οδηγεί αναπόφευκτα στην κατάργηση των υφιστάμενων κομμάτων εξουσίας.

Ως εκ τούτου, η χώρα έχει εγκλωβιστεί σε μία φθαρμένη αντίληψη ανακυκλωμένων πολιτικών ιδεών, γαλάζιας και κόκκινης απόχρωσης που ως ιδεολογία έχουν την προστασία οργανωμένων παρασιτικών ομάδων και τη διατήρησή των ανισοτήτων από τις οποίες εξυπηρετούνται τα παρά-πολιτικά και παρά-οικονομικά συμφέροντα. Στο εσωτερικό της χώρας διεξάγεται μια στείρα και κενή αντιπαράθεση ποδοσφαιρικού τύπου και στο εξωτερικό οι πολιτικοί εκπρόσωποι απλώς αποδέχονται τις ρήτρες των δανειστών αφού οι ίδιοι προσέρχονται στα σχετικά φόρα ενδεείς πειστικών εναλλακτικών. Αυτό το πρόβλημα γίνεται ορατό στις προεκλογικές καμπάνιες που προβάλλονται αυτή την περίοδο, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν πολιτικά μηνύματα παρά μόνο πυροτεχνήματα προσωπικού χαρακτήρα και κάθε πλευρά προσπαθεί να πείσει ότι ο δικός της αρχηγός θα είναι ο λιγότερο κακός Πρωθυπουργός.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος γύρω μας έχει εισέλθει σε μία νέα φάση αναδιαμόρφωσης μέσω συγκλονιστικών αλλαγών. Η μεταψυχροπολεμική εποχή τελειώνει και ξεκινά μια νέα που χαρακτηρίζεται από μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών προς τα δυτικά. Οι συγκλονιστικές επιπτώσεις από τις μεταναστευτικές ροές που αιφνίδια πλημμυρίζουν την Ευρώπη, με πρώτο σταθμό την Ελλάδα, αλλάζοντας δια παντός τις κοινωνικές και πολιτισμικές ισορροπίες δεν έχουν -ακόμα και τώρα- γίνει αντιληπτές από τις πολιτικές ελίτ. Στον ελλαδικό μικρόκοσμο η ατζέντα των κομμάτων αγνοεί τη διεθνή πραγματικότητα και το συμφέρον της χώρας περιμένοντας πρωτοβουλίες από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο ή το Παρίσι. Τα προγράμματά τους, γραμμένα στην ξύλινη γλώσσα της χρεοκοπίας, δεν περιλαμβάνουν καμία σοβαρή εκτίμηση για το μέλλον και κανείς δεν προτάσσει λύσεις επί των υπαρκτών παθογενειών του κράτους.

Ο Αϊνστάιν είπε ακόμη ότι δεν μπορούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα αν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο που το δημιουργήσαμε. Υπό αυτό τον όρο, οι εκλογές πιθανότατα θα αποδειχθούν φενάκη.

Εξάλλου, σε ένα κράτος με δομικές παθογένειες, οι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων σπεύδουν να υπερασπίσουν οργανωμένα συμφέρονται και να προστατεύσουν παραδοσιακές ομάδες ψηφοφόρων. Ο κ. Τσίπρας παίρνει θέση υπέρ των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα και ο κ. Μεϊμαράκης υπέρ των αγροτών. Ο κ. Τσίπρας αφήνει αιχμές εναντίον της Εκκλησίας και ο κ. Μεϊμαράκης σπεύδει να τη στηρίξει. Ο κ. Τσίπρας παγώνει την εξόρυξη χρυσού και ο κ. Μεϊμαράκης επιτίθεται στα ομόφυλα ζευγάρια. Αμφότεροι επιδίδονται σε βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς με χρονικό ορίζοντα την Κυριακή των εκλογών. Ο απώτερος στόχος ανάληψης της εξουσίας, εμποδίζει τους ανθρώπους αυτούς να συλλάβουν και να εκφράσουν ένα ευρύ όραμα με κοινωνιοκεντρικές στοχεύσεις, δηλαδή προτάσεις που θέτουν στο επίκεντρο την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και την ευημερία των πολιτών, χωρίς εξαιρέσεις.

Οι διακηρύξεις τους είναι απλώς εναλλακτικές διαχειριστικής μορφής άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Οι δε προεκλογικές αντεγκλήσεις δεν τροφοδοτούνται από ιδεολογικά ρεύματα αλλά σε πρόχειρες λογιστικές πράξεις. Τα κομματικά επιτελεία επιδίδονται σε ασκήσεις «συσπείρωσης» και οι δημοσκοπήσεις λένε ότι και πάλι η ψήφος θα είναι τιμωρητική: οι μεν θα ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ για να τιμωρήσουν τα συστημικά κόμματα, οι δε θα ψηφίσουν τη ΝΔ για να τιμωρήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι Έλληνες πρέπει να σκεφτούν σε ποιο ερώτημα πρέπει να απαντήσει το πολιτικό σύστημα: στη διαχειριστική αντιμετώπιση της κρίσης ή μήπως στην ανάταση της κοινωνίας, στη δημιουργική έμπνευση, στη φιλελεύθερη έκφραση και στο αίσθημα αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης.

Ο Αϊνστάιν είπε ακόμη ότι δεν μπορούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα αν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο που το δημιουργήσαμε. Υπό αυτό τον όρο, οι εκλογές πιθανότατα θα αποδειχθούν φενάκη.

Δημοφιλή