Το ελληνικό χρέος ως μοχλός ανάπτυξης

Χρειάζεται μια νέα πρωτοβουλία αντιμετώπισης του προβλήματος, μια « πρωτοβουλία εναντίον της κρίσης», («Ιnitiative Against Crisis, INAC). Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, όλοι θα έχουν τον ρόλος τους: κράτη, επιχειρήσεις, ΣΔΙΤ, Τράπεζες και διεθνείς οργανισμοί, όλοι μπορούν να συνεργαστούν και να αποκομίσουν οφέλη δίνοντας μια ώθηση στην αναπτυξιακή προσπάθεια με σχέδιο, διαφάνεια και διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δράσεων.
LendingMemo/Flickr

Το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο. Παρά τις προβλέψεις, τις δεσμεύσεις και τους υπολογισμούς η πραγματικότητα είναι σκληρή, η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση ανατρέπει όλα τα δεδομένα. Οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν πλέον στην αναγκαιότητα σημαντικής μείωσης του δημοσίου χρέους της χώρας ως προϋπόθεσης εξόδου από την κρίση. Το ΔΝΤ έχει επίσης εκφραστεί επισήμως υπέρ ενός τέτοιου «κουρέματος». Συνεπώς χωρίς να περιμένουμε το μακρινό 2020 πρέπει από τώρα να τεθεί το θέμα του τρόπου αντιμετώπισης του δημοσίου χρέους. Αν τα δάνεια χρησιμοποιούνται για εξόφληση των παλιών οφειλών και μόνο, κάθε χρόνο ή εξάμηνο θα μιλούμε για νέο πακέτο διάσωσης, νέες δόσεις, νέα μέτρα κι αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί. Δεν συμφέρει σε κανέναν και κυρίως δεν συμφέρει τη χώρα μας.

Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα σε μια ρεαλιστική βάση. Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, σήμερα αντπροσωπεύει περίπου το 175% του ΑΕΠ. Ομως, μετά το PSI, οι κάτοχοι των ομολόγων του ελληνικού χρέους είναι κυρίως δημόσιοι δανειστές κι αυτό αλλάζει τα δεδομένα. Ο ιδιωτικός τομέας, εκών- άκων, συμμετείχε και πλήρωσε. Πρέπει χωρίς ταμπού να δούμε τώρα τις πτυχές που αφορούν τη συμμετοχή του δημοσίου τομέα. Πρέπει να εργασθούμε πάνω σε μια άλλη προσέγγιση, όχι απλά ενός νέου κουρέματος, αλλά μιας μετατροπής των τόκων, σε αναπτυξιακά κεφάλαια. Παρότι η απλή διαγραφή του ελληνικού επισήμου χρέους θα ήταν λυτρωτική, εκτιμάται ότι λόγω πολιτικών περιπλοκών και κυρίως της αποφυγής δημιουργίας ενός προηγούμενου εντός της ΕΕ, κάτι τέτοιο δεν θα λάβει χώρα άμεσα.

Ας εξετάσουμε την υπάρχουσα διεθνή εμπειρία. Σε διμερές επίπεδο πολλά ευρωπαϊκά κράτη έχουν προβεί σε διαγραφή, μέρους ή του συνόλου του χρέους των φτωχών, αναπτυσσομένων χωρών. Επίσης σε πολυμερές επίπεδο διεθνείς οργανισμοί έχουν προβεί σε διαγραφή του χρέους των φτωχών χωρών, μέσα από ειδικά προγράμματα (π.χ . πρωτοβουλία HIPC με συμμετοχή κυρίως ΔΝΤ, ΕΕ, Παγκόσμιας Τράπεζας, βλ. http://web.worldbank.org).

Πέρα όμως από την διαγραφή του χρέους, υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα: να μετατραπούν τα αντίστοιχα ποσά των ετήσιων τόκων αποπληρωμής σε αναπτυξιακά κεφάλαια. Ο σκοπός της επειχείρησης αυτής είναι να χρησιμοποιηθούν τα ποσά αυτά για την ανάπτυξη, κάτω από κοινή (π.χ Ελλάδα και ευρωπαϊοι δανειστές) επίβλεψη και αυστηρό εννοείται, έλεγχο της χρήσης τους. Ετσι, αν μια χώρα έχει να αποπληρώσει σε τόκους συνολικά ένα Α ποσό για ένα οικονομικό έτος σε πιστωτές δημοσίου χαρακτήρα, το ποσό αυτό δεν θα καταβάλλεται στους πιστωτές, αλλά θα παραμένει στη χώρα και θα μετατρέπεται, μέσω ειδικού Ταμείου, σε κεφάλαιο για αναπτυξιακά προγράμματα. (υγεία, εκπαίδευση, υποδομές, αγροτική ανάπτυξη, νέες τεχνολογίες, κοκ).

Το σχέδιο, γνωστό ως Χρέος για την Ανάπτυξη ( Debt for Development) αποτελεί με πολλές παραλλαγές συνήθη διεθνή πρακτική. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες-μέλη της ΕΕ, όπως π.χ. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά. αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν αντίστοιχη εμπειρία σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Το όφελος είναι πολλαπλό. Η οικονομία της χρεωμένης χώρας ανακάμπτει αφού τα κεφάλαια αυτά επενδύονται άμεσα, οι επιχειρήσεις εγχώριες ή ξένες υλοποιούν δράσεις, η εθνική παραγωγή ενισχύεται, η ανεργία υποχωρεί, οι κοινωνικές πολιτικές ενδυναμώνονται.

Μπορούμε συνεπώς να φανταστούμε σήμερα ένα αντίστοιχο πρόγραμμα και για σχετικά πλούσιες χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Η Ελλάδα δεν είναι φυσικά μια φτωχή χώρα, αλλά μια χώρα σε βαθιά κρίση. Αν ένα διεθνές πρόγραμμα ή μια ορθή πρακτική έχει καλά αποτελέσματα θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε σχετικά πλούσιες χώρες που βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία, όπως βρίσκεται τώρα η χώρα μας στην «παγίδα της ύφεσης».

Με βάση συνεπώς τα σημερινά δεδομένα χρειάζεται μια νέα πρωτοβουλία αντιμετώπισης του προβλήματος, μια « πρωτοβουλία εναντίον της κρίσης», («Ιnitiative Against Crisis, INAC). Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, όλοι θα έχουν τον ρόλος τους: κράτη, επιχειρήσεις, ΣΔΙΤ, Τράπεζες και διεθνείς οργανισμοί, όλοι μπορούν να συνεργαστούν και να αποκομίσουν οφέλη δίνοντας μια ώθηση στην αναπτυξιακή προσπάθεια με σχέδιο, διαφάνεια και διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δράσεων.

Συγκεκριμένα τώρα, το ποσό των τόκων των δανείων, που η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει συνολικά (ΔΝΤ και ΕΕ) για το 2015, ανέρχεται στα 5,35 δις (βλ. εφημερίδα «Καθημερινή» 14. Δεκ. 2014). Γνωρίζοντας ότι η πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές είναι αδύνατη και ασύμφορη για το επόμενο διάστημα και αποκλειομένης της διαγραφής του χρέους (όπως προαναφέρθηκε) προτείνω να εξετασθεί η μετατροπή του ποσοστού των τόκων που αναλογεί στο ευρωσύστημα (περίπου 1,4 δις) σε ειδικό ταμείο για την ανάπτυξη.

Αν προχωρούσε κάτι τέτοιο, η Ελλάδα και οι δημόσιοι δανειστές της ΕΕ θα συμφωνούσαν σε υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων για την τόνωση της οικονομίας, την ανάκαμψη και την έξοδο από την κρίση με οργανωμένο τρόπο. Ετσι η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα κινδυνεύει να κάνει στάση πληρωμών, αλλά θα είναι μέτοχος σε ένα οργανωμένο πρόγραμμα, που θα χρησιμοποιεί ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Ανάπτυξη της Ελλάδας» στο οποίο θα κατατίθενται τα ποσά των τόκων. Οι τελευταίοι και ειδικά τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα μπορούν να υποστηρίξουν ενώπιον των κοινοβουλίων και των πολιτών τους ότι δεν πρόκειται για απλή και δυσάρεστη γι αυτούς διαγραφή χρέους, αλλά για μετατροπή ενός μέρους του σε επενδυτικά σχέδια, στα οποία και οι δικές τους επιχειρήσεις καλούνται να συμμετάσχουν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Το προτεινόμενο ταμείο θα λειτουργεί με πρόβλεψη των μέσων παρέμβασης και ικανό μηχανισμό παρακολούθησης της πορείας υλοποίησης των έργων.

Το σχέδιο αυτό είναι εφαρμόσιμο και ρεαλιστικό. Προϋποθέτει την εκπόνηση ενός ελληνικού εθνικού σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης με τομείς προτεραιότητας (υποδομές, αγρο-διατροφικό πλέγμα, εκπαίδευση, τοπική ανάπτυξη), με στόχο την άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας. Προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη ισχυρής πολιτικής βούλησης της ΕΕ ειδικά τώρα που απαιτείται συνολική αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη. Ετσι, πέρα από «τραπεζική ένωση», ευρωομόλογα, επιμηκύνσεις, αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, κοκ, μπορεί να δημιουργηθεί ένα πανίσχυρο εργαλείο κατά της κρίσης με αναπτυξιακό χαρακτήρα. Είναι προτιμητέο, για ευνόητους λόγους, η επίλυση του προβλήματος να γίνει εντός της ΕΕ, γι αυτό και αποκαλώ αυτό το ταμείο «ευρωπαϊκό».

Είναι μια διέξοδος αναπτυξιακής υφής, που δίνει προοπτική στη χώρα και θα θέτει το όλο δημοσιονομικό πρόβλημα σε μια νέα και ρεαλιστική βάση.

Δημοφιλή