Ακάλεστη (ούτε κι εγώ θέλω να πάω)

Έχουν περάσει μέρες, δε μπορώ να υπολογίσω πόσες, κι ακόμη είμαι μόνη μου σε έναν παγωμένο διάδρομο. Έχει φασαρία. Είμαι άπλυτη και το κεφάλι μου στάζει αίμα∙ αίμα που διαπερνάει ένα τουρμπάνι που μου φόρεσαν και μοιάζω να είμαι αποκριάτικα ντυμένη αλλά δεν έχω να πάω σε κανένα πάρτι. Ακούω συνεχώς, εκτός από το βουητό, μεγάλους να μιλάνε για μένα κι άλλα παιδιά που μας έχουν μαζί στο νοσοκομείο, σαν να μην είμαστε εκεί. «Πώς θα τα ταξιδέψουμε;», λένε κι εγώ αναρωτιέμαι για ποιο ταξίδι μιλάνε. Θέλω τον μπαμπά και τη μαμά μου. Τους αναζητούσα με τις φωνές και με τις σκέψεις μου αλλά τώρα πια έχω σωπάσει.
sooc

Κανείς δε με κάλεσε, αυτό είναι αλήθεια. Όμως ούτε κι εγώ ήθελα να πάω, ακόμη δε θέλω να πάω∙ αναγκάζομαι. Ό,τι γίνεται, γίνεται παρά τη θέλησή μου και παρόλα αυτά με κρίνουν ως ακάλεστη.

Το σπίτι μου το αγαπούσα, όπως και το σχολείο μου, τους φίλους μου, τη γειτονιά μου. Κάναμε και πάρτι γενεθλίων κι άλλες γιορτές και ήταν όμορφα, ήμουν καλεσμένη. Ήθελα να πάω και πήγαινα∙ με πήγαιναν οι γονείς μου. Άλλωστε είμαι πολύ μικρή για να κυκλοφορώ μόνη ακόμη και στη γειτονιά μου που την ξέρω τόσο καλά, σαν την παλάμη του δεξιού μου χεριού. Τώρα η παλάμη μου είναι βρώμικη, σκονισμένη, δε μπορεί να μου δείξει το δρόμο, κανένα δρόμο. Οι δρόμοι έχουν γίνει ρήγματα βαθιά μέσα στη γη. Το σχολείο μου δε λειτουργεί, έχει κριθεί ακατάλληλο. Το σπίτι μου δεν υπάρχει πια, είναι μόνο γκρεμίσματα. Σ' ένα τοίχο μάλιστα που απέμεινε μόνος και γυμνός χωρίς προστασία, κρέμεται ακόμη το ροζ ημερολόγιο με τα πόνυ που μου είχε φέρει ο μπαμπάς από ένα ταξίδι παλιότερα, όταν είχε πάει σε ένα συνέδριο. Είναι γιατρός ο μπαμπάς μου αλλά τώρα δε μπορεί να μου γιατρέψει ο ίδιος τις πληγές. Ένας άλλος, άγνωστος σε μένα, κύριος με τράβηξε απότομα στην αγκαλιά του κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Ήξερα ότι είχα χτυπήσει και φώναζα τον μπαμπά μου αλλά εκείνος δε με άκουγε. Ούτε κι εγώ άκουγα καλά, τα αυτιά μου βούιζαν. Ακόμη βουίζουν. Θα σταματήσει ποτέ αυτό το βουητό;

Έχουν περάσει μέρες, δε μπορώ να υπολογίσω πόσες, κι ακόμη είμαι μόνη μου σε έναν παγωμένο διάδρομο. Έχει φασαρία. Είμαι άπλυτη και το κεφάλι μου στάζει αίμα∙ αίμα που διαπερνάει ένα τουρμπάνι που μου φόρεσαν και μοιάζω να είμαι αποκριάτικα ντυμένη αλλά δεν έχω να πάω σε κανένα πάρτι. Ακούω συνεχώς, εκτός από το βουητό, μεγάλους να μιλάνε για μένα κι άλλα παιδιά που μας έχουν μαζί στο νοσοκομείο, σαν να μην είμαστε εκεί. «Πώς θα τα ταξιδέψουμε;», λένε κι εγώ αναρωτιέμαι για ποιο ταξίδι μιλάνε. Θέλω τον μπαμπά και τη μαμά μου. Τους αναζητούσα με τις φωνές και με τις σκέψεις μου αλλά τώρα πια έχω σωπάσει. Έχουν μάλλον εκείνοι σωπάσει κάτω από τα συντρίμμια τους σπιτιού μας, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Αλλιώς θα είχαν έρθει να με ψάξουν. Αφού την ώρα που το ταβάνι μας έπεφτε, έπεφτε και μέρος του πατώματος. Μια τρύπα δημιουργήθηκε, τους κατάπιε και τους φυλάκισε στα σπλάχνα της∙ κομμάτια από τοίχο έπεφταν κι αυτά μέσα στην τρύπα και τη σφράγισαν για τα καλά. Κι ενώ μέχρι κάποια στιγμή τους άκουγα, σώπασαν. Κακιά τρύπα! Δεν είναι σαν την κουνελότρυπα στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων που μου διάβαζε η μαμά μου και ξεκαρδιζόμασταν. Κακιά τρύπα.

«Έχουν κλείσει τα σύνορα, από πού θα πάμε;», ξανακούω τους μεγάλους να λένε κι ανατριχιάζω.Τι σημαίνει «σύνορα» και γιατί τα έχουν κλείσει, γιατί πρέπει να «πάμε» κάπου; Προτιμώ να έρθουν κάποιοι να μας βοηθήσουν να μαζέψουμε την πόλη μας και να μείνω εδώ. Στη χώρα μου. Έχουμε πόλεμο στη χώρα μου, το είχα ακούσει κι από τους γονείς μου, το είχα δει και στην τηλεόραση. Νόμιζα ότι θα τελείωνε∙ δεν τελείωσε.

Κοιτάζω τις παλάμες και τα μπράτσα μου, είναι σκονισμένα. Λες και με γέμισε πούδρα άσπρη με γκρι κάποιος για να με μεταμφιέσει. Όπως τα ζόμπι στις ταινίες για μεγάλα παιδιά- δεν έχω δει αλλά ξέρω πως είναι από αφίσες. Έχω κι αυτό το τουρμπάνι στο κεφάλι μου και με βαραίνει. Είναι κι αυτή η γεύση στο βρώμικό μου στόμα, με αίμα, σάλια και σκόνη. Το ένα μου μπροστινό δόντι έχει σπάσει, το έχω καταλάβει, η γλώσσα μου με βοήθησε∙ αποφεύγω τις τζαμαρίες του νοσοκομείου γιατί κατάλαβα ότι είναι λίγο σαν καθρέφτες και δεν έχω καμιά όρεξη να δω την εικόνα μου. Η όμορφή μου μπλούζα είναι λερωμένη, δεν είναι τόσο όμορφη πια. Ούτε κι εγώ είμαι τόσο όμορφη πια, μάλλον τρομάζω τους ανθρώπους, άλλωστε θυμίζω ζόμπι αν κατάλαβα καλά. Ίσως γι'αυτό δε με καλέσανε. Ίσως γι'αυτό πρέπει να πάω κάπου ακάλεστη.

Έχει μια τηλεόραση καρφωμένη ψηλά και δείχνει ειδήσεις όλη μέρα. Ο ήχος δεν ακούγεται. Μόνο το βουητό, τα φορεία και οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται στην αίθουσα φωνάζοντας, αυτοί μόνο ακούγονται. Γυρίζω το βλέμμα μου στην τηλεόραση και βλέπω ένα κύριο να φιλάει το χέρι μιας ευτραφούς, χαμογελαστής κυρίας κοιτάζοντάς τη με νόημα στα μάτια. Δεν μου αρέσει το βλέμμα του.

Λες να είναι από αυτούς που κλείνουν τα, πως-τα-λένε, σύνορα;

Δημοφιλή