Πρωτοχρονιάτικος εφιάλτης

Σε μια γωνιά βλέπω να στρίβει μια πολυάριθμη ομάδα μαθητών. Έχουν αλλόκοτο βάδισμα, υπάρχει κάτι το πρωτόγονο στην κίνηση τους, φαίνεται ότι μιλούν, προσπαθώ να διαβάσω τα χείλη τους αλλά δεν βγάζω νόημα. Κρατούν βιβλία και μου κάνει εντύπωση, κοιτάζω πιο προσεκτικά και βλέπω πως είναι μεγάλα σπιρτόκουτα. Προσπερνώ και διέρχομαι από κτίρια που κάποτε θα ήταν όμορφα ,τώρα είναι μια μουτζούρα. Νιώθω ότι είμαι μέσα σ' έναν σκουπιδοτενεκέ. Επισπεύδω το βήμα μου. Μεταξύ του πλήθους που γιορτάζει βλέπω μια μάνα να θηλάζει, έχει ανασηκωμένο το κεφάλι της, τα πόδια της πρόστυχα ανοιγμένα και κραγιόν τσαπατσούλικα απλωμένο στα χείλη. Στο ένα χέρι κρατά μια μποτίλια με αλκοόλ που το ρουφάει λαίμαργα, στο άλλο χέρι έχει το παιδί, που δείχνει γερασμένο.
annalisa ceolin/Flickr

Το όνειρο που βλέπω είναι τόσο αληθοφανές που αγωνιώ να ξυπνήσω αλλά δεν μπορώ.

Το 2016 μόλις μπήκε και βαράνε οι καμπάνες από τις εκκλησιές ,τις βλέπω να πηγαινοέρχονται χαρμόσυνα αλλά είναι βουβές.

Πέφτουν βεγγαλικά, αλλά είναι χωρίς χρώματα, γκρίζα σχέδια ίσα που ξεχωρίζουν από τον μαύρο ουρανό.

Πολλοί οι άνθρωποι που εύχονται, αλλά βλέπω μόνο στόματα να ανοιγοκλείνουν, τα χέρια τους είναι πολύ μακριά και δεν λυγίζουν με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αγκαλιαστούν.

Κάπου μια ελληνική σημαία δεν ανεμίζει, κρέμεται σαν σάβανο, γκρίζα και αυτή, το μπλε και το άσπρο δεν υπάρχει.

Οι μόνοι που χαμογελούν είναι κάποιοι νάνοι που είναι ντυμένοι αποκριάτικα και φορούν μουτσούνες Ελλήνων πολιτικών. Παρελαύνει όλη η Βουλή με γελαστούς νάνους. Είναι οι μόνοι που ανεξήγητα δείχνουν χαρούμενοι, αλλά έχουν αυτό το τρομακτικό χαμόγελο του κλόουν. Παρέα τους, σε αυτό το γκροτέσκο θέαμα, γνωστές προσωπικότητες που εκπροσωπούν ό,τι υψηλό σε παιδεία και πνεύμα έχει αυτός ο τόπος.

Κάποιοι εκφωνούν λόγους κενού νοήματος, κρατούν κιτρινισμένες από το χρόνο σελίδες και τις διαβάζουν. Αν και η φωνή δεν φτάνει στο μαζεμένο πλήθος ο κόσμος χειροκροτεί.

Όμως, οι δρόμοι είναι άδειοι, τα μαγαζιά κλειστά και οι διακοσμήσεις είναι οι περσινές. Φθαρμένα στολίδια και αραχνιασμένα 2015.

Σε μια γωνιά βλέπω να στρίβει μια πολυάριθμη ομάδα μαθητών. Έχουν αλλόκοτο βάδισμα, υπάρχει κάτι το πρωτόγονο στην κίνηση τους, φαίνεται ότι μιλούν, προσπαθώ να διαβάσω τα χείλη τους αλλά δεν βγάζω νόημα. Κρατούν βιβλία και μου κάνει εντύπωση, κοιτάζω πιο προσεκτικά και βλέπω πως είναι μεγάλα σπιρτόκουτα.

Προσπερνώ και διέρχομαι από κτίρια που κάποτε θα ήταν όμορφα ,τώρα είναι μια μουτζούρα. Νιώθω ότι είμαι μέσα σ' έναν σκουπιδοτενεκέ. Επισπεύδω το βήμα μου.

Μεταξύ του πλήθους που γιορτάζει βλέπω μια μάνα να θηλάζει, έχει ανασηκωμένο το κεφάλι της, τα πόδια της πρόστυχα ανοιγμένα και κραγιόν τσαπατσούλικα απλωμένο στα χείλη. Στο ένα χέρι κρατά μια μποτίλια με αλκοόλ που το ρουφάει λαίμαργα, στο άλλο χέρι έχει το παιδί, που δείχνει γερασμένο.

Πιο εκεί λιάζονται κάτι παραμελημένα γεροντάκια, μυρίζουν κάτουρο και τους τρώνε οι μύγες. Είναι τόσες πολλές και τόσο επίμονες που πλέον οι άνθρωποι αυτοί δεν κάνουν καμία προσπάθεια για να τις διώξουν.

Η γιορτή δεν έχει τέλος. Πέφτω επάνω σε ένα ξέφρενο πανηγύρι με γυμνούς και ημίγυμνους ανθρώπους. Αλλόφρονες λικνίζονται ακούγοντας μια άψυχη μουσική, βρίσκονται σε παραλήρημα. Παραδίπλα αναγνωρίζω τον Τσαρούχη, δείχνει θλιμμένος, δεν μπορεί να ζωγραφίσει. «Δεν έμεινε κάτι» μου ψιθυρίζει.

Φεύγω, δεν θέλω να δω άλλο. Το βλέμμα μου πέφτει επάνω σε κάποια πρόσωπα που δείχνουν σοβαρά και έντιμα. Μιλούν σε ένα πλήθος που ξεκαρδίζεται στα γέλια. Όμως αυτοί, από το ύφος τους όπως αντιλαμβάνομαι, δεν λένε αστεία. Δεν τους ακούει κάνεις. Κυριεύομαι από θλίψη.

Ζαλίζομαι και ανακατεύομαι, θέλω να κρυφτώ κάπου να μη βλέπω και να μη με βλέπουν.

Βρίσκομαι μέσα σε ένα δωμάτιο με παραμορφωτικούς καθρέπτες. Κοιτάζομαι. Είμαι αλλόκοτος. Κοιτάζομαι καλύτερα και φρίττω. Μαζί με εμένα σε αυτήν την παραμόρφωση είναι και όλος ο συρφετός από τον οποίο προσπάθησα να ξεφύγω. Ακόμη χειρότερα είμαστε όλοι μια μάζα, σχεδόν δεν ξεχωρίζει ο ένας από τον άλλο. Όλοι μαζί σε αυτή την κόλαση με τους καθρέπτες. Θέλω να κάνω φόνο και να καρφώσω πρώτα τον εαυτό μου, το είδωλο μου στον καθρέπτη. Όμως το χέρι μου είναι βαρύ και δεν σηκώνεται. Ακούω ένα ψίθυρο να μου εύχεται στο αυτί καλή χρονιά , νιώθω την ανάσα της και για μια στιγμή γαληνεύω, είναι μια αγαπητή φωνή, αλλά συνειδητοποιώ πως έχει πάψει να υπάρχει. Θέλω να ουρλιάξω για να ξυπνήσω, αλλά φοβάμαι ακόμη περισσότερο την πραγματικότητα και όμως ξυπνάω αλλαγμένος και με μια παρανοϊκή βεβαιότητα...