Ο Ross άξιζε καλύτερους φίλους

Ο Ross ήταν ο μόνος που είχε PhD, αλλά και τρεις από τους υπόλοιπους πέντε είχαν πάει σε κολέγιο, δεν ήταν αγράμματοι (στα χαρτιά, γιατί λειτουργικά ήταν!). Και όμως: τον είχαν ξεσκίσει στην πλάκα. Πρόβαλλαν το κενό τους ως τάση. Κολάκευαν τους ηλίθιους που τους παρακολουθούν - όλους εμάς, δηλαδή. Αυτό το στοιχείο της σειράς με διαόλιζε. Τσακωνόμουν τότε με φίλους και γνωστούς, βάζοντας αυτό το μεμονωμένο παράδειγμα σε ένα γενικότερο πλαίσιο βλακοποίησης της κοινωνίας, όπου εκεί περιλάμβανα, μεταξύ πολλών άλλων (κάποτε θα πρέπει να ανοίξει αυτή η συζήτηση: ίσως αν καταλάβουμε τι μας συνέβη τότε, να μην την ξαναπάθουμε στο μέλλον - αν αλλάξει κάτι κάποτε και αρχίσουμε να μαθαίνουμε από την εμπειρία) εκπομπές τύπου «Ερωτοδικείο» ή «Τα Παιδιά της Νύχτας» ή τους μονόλογους της μακαρίτισσας Μαλβίνας Κάραλη.
STR New / Reuters

Διαβάζοντας ένα άρθρο του David Hopkins (αυτό που ακολουθεί, μεταφρασμένο στα ελληνικά) σχετικά με τον Ross Geller, έναν από τους έξι βασικούς χαρακτήρες στην παγκοσμίως επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Τα Φιλαράκια» (Friends), ταυτίστηκα με τη θέση του. Θα μπορούσα κάλλιστα να το έχω γράψει εγώ, προσαρμοσμένο στα καθ' ημάς (γιατί ο Hopkins γράφει για την Αμερική): στο πλαίσιο της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.

Ταυτίστηκα, λοιπόν, γιατί έλεγα σχεδόν τα ίδια για «Τα Φιλαράκια» τότε. Ήταν μια σειρά που παρακολουθούσα (ίσως να είναι η μόνη σειρά που έχω δει όλα της τα επεισόδια, κυρίως λόγω των αέναων επαναλήψεων) γιατί μου άρεσε. Γελούσα, περνούσα καλά. Η σειρά κράτησε δέκα τηλεοπτικές περιόδους, από το 1994 μέχρι το 2004. Δηλαδή, συνέπεσε με το διάστημα που στην Ελλάδα (νομίζαμε πως) όλα πήγαιναν πρίμα. Είχαμε δουλειές, λεφτά (έστω, δανεικά), προοπτικές. Η Ελλάδα -τάχαμου- εκσυγχρονιζόταν! Το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε· πέσαμε όλοι με τα μούτρα στην κατανάλωση, στα επώνυμα. Εντούτοις, εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι ένα άλλο επίπεδο είχε αντίστροφη πορεία: γινόμασταν όλοι -συλλογικά, ως κοινωνία- πιο ηλίθιοι· ιδιωτεύαμε. Καλοζούσαμε και νομίζαμε ότι αυτό θα κρατήσει για πάντα (χαρακτηριστικό το σκηνικό με το ελληνικό χρηματιστήριο στη δεκαετία του '90). Τα παιδιά μας μάθαιναν ξένες γλώσσες, ταξίδευαν, σπούδαζαν - οι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών αυξήθηκαν αλματωδώς. Και όμως, καλύτεροι δεν γίναμε- το αντίθετο: αποβλακωθήκαμε. Στο πεδίο του πολιτισμού υπήρξε καθίζηση. Το πεδίο της πολιτικής, τα παρατήσαμε, γιατί είχαμε τους τεχνοκράτες να κάνουν τη βαρετή δουλειά, ποιος ο λόγος να ασχοληθούμε; Ο κόσμος των ιδεών κατέρρευσε λόγω έλλειψης... ιδεών! Είχαμε άλλες έγνοιες εμείς: πώς να ξοδέψουμε χρόνο και χρήμα. Περνούσαμε τόσο τέλεια στην κοσμάρα μας που δεν βλέπαμε αυτό που αναπόφευκτα θα ακολουθούσε. Και το κακό μάς βρήκε διανοητικά απροετοίμαστους, αφοπλισμένους.

Συμπερασματικά: Η περίοδος 1994-2004 (συμπτωματικά, η δεκαετία που ο πλανήτης έβλεπε «Τα Φιλαράκια») μάς κατέστρεψε. Σταδιακά, σκεφτόμασταν όλο και λιγότερο. Σαν να είχαμε πάθει συλλογική μαλάκυνση. Η διανοητική πτώση ήταν κατακόρυφη. Και κανείς δε νοιαζόταν. Αφού περνούσαμε τέεελειααα!

Αυτά μου θύμισε το κείμενο που ακολουθεί. Δεν παριστάνω τον μετά Χριστόν προφήτη, κάθε άλλο. Τα συμπτώματα που περιγράφω παραπάνω, πρώτα στον εαυτό μου τα ανίχνευσα. Τα φώτα στο ρετιρέ ήταν αναμμένα, αλλά οι κάτοικοι απουσίαζαν. Κατανάλωση μέχρι εξαντλήσεως των αποθετών. Ψωνίστε γιατί χανόμαστε. Πνευματικό λουμπάγκο.

Αλλά, για να ξαναγυρίσω από κει που ξεκίνησα και να κλείσω, παραδίνοντας τη σκυτάλη στον David Hopkins, με «Τα Φιλαράκια» είχα θέμα από τότε. Όπως ήδη είπα, η σειρά μού άρεσε, την παρακολουθούσα. Αλλά ήταν ένα συγκεκριμένο επαναλαμβανόμενο αστείο (ίσως και στα μισά από τα 236 επεισόδια) που με εκνεύριζε: εκεί που οι υπόλοιποι πέντε έπαιρναν στο ψιλό, με τρόπο προσβλητικό, τον Ross επειδή ήταν παλαιοντολόγος, ντόκτορ και καθηγητής πανεπιστημίου. Επειδή είχε και άλλα ενδιαφέροντα έξω από τα γκομενικά, τα ψώνια και τις πλάκες. Επειδή, εντέλει, σκεφτόταν!

Ο Ross ήταν ο μόνος που είχε PhD, αλλά και τρεις από τους υπόλοιπους πέντε είχαν πάει σε κολέγιο, δεν ήταν αγράμματοι (στα χαρτιά, γιατί λειτουργικά ήταν!). Και όμως: τον είχαν ξεσκίσει στην πλάκα. Πρόβαλλαν το κενό τους ως τάση. Κολάκευαν τους ηλίθιους που τους παρακολουθούν - όλους εμάς, δηλαδή. Αυτό το στοιχείο της σειράς με διαόλιζε. Τσακωνόμουν τότε με φίλους και γνωστούς, βάζοντας αυτό το μεμονωμένο παράδειγμα σε ένα γενικότερο πλαίσιο βλακοποίησης της κοινωνίας, όπου εκεί περιλάμβανα, μεταξύ πολλών άλλων (κάποτε θα πρέπει να ανοίξει αυτή η συζήτηση: ίσως αν καταλάβουμε τι μας συνέβη τότε, να μην την ξαναπάθουμε στο μέλλον - αν αλλάξει κάτι κάποτε και αρχίσουμε να μαθαίνουμε από την εμπειρία) εκπομπές τύπου «Ερωτοδικείο» ή «Τα Παιδιά της Νύχτας» ή τους μονόλογους της μακαρίτισσας Μαλβίνας Κάραλη. Το επιχείρημά μου ήταν ότι όλη αυτή η σαβούρα μάς τραβάει κάτω, στον πάτο. Ο αντίλογος (έξυπνων και διαβασμένων, κατά κανόνα, ανθρώπων) ήταν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος γιατί, από τη στιγμή που ξέρουμε ότι πρόκειται για σκουπίδια, δεν κινδυνεύουμε από τίποτα. Πλάκα κάνουμε! Τότε εγώ τους αντιγύριζα ότι αυτό δεν το ξέρουμε όλοι: αν τα σκουπίδια περάσουν στο προσκήνιο (που πέρασαν), η ήττα θα είναι συλλογική, όχι ατομική (και ήταν).

Ήμουν σίγουρος ότι όταν η Μαλβίνα, λ.χ., τελείωνε την εκπομπή της όπου τα έχωνε στα καλιαρντά επί δικαίων και αδίκων, γύριζε στο σπίτι της, έβαζε Stockhausen στο πικάπ και διάβαζε Heidegger στο πρωτότυπο. Η ίδια δεν κινδύνευε, ασφαλώς. Αλλά το κοινό της; Ή, πιο σωστά, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της; Εκείνοι έπαιρναν ως γραμμή τα «έξω, πούστη, απ' την παράγκα» και «κατάρα στον λαδέμπορο», και τα έκαναν σημαία. Και έμεναν εκεί, στα χαμηλά, στον πάτο: στα πρωινάδικα, στα μεσημεριανάδικα, σε όλα τα -άδικα, τέλος πάντων. Κατ' αυτό τον τρόπο αφοπλίζονταν διανοητικά, κατέθεταν τα όπλα. Αλλά και οι φίλοι μου που δεν έβλεπαν τον κίνδυνο να 'ρχεται, εκείνοι που έκαναν πλάκα με τα σκουπίδια και μετά κατανάλωναν ποιότητα για να έρθουν στα ίσια τους, κι εκείνοι είχαν μπει στη σπειροειδή δίνη προς τα κάτω. Κι εγώ μαζί τους. Ώσπου φτάσαμε στο σημείο η ποιότητα να είναι καταγέλαστη και τα σκουπίδια να κυριαρχούν στην κεντρική σκηνή παντός του επιστητού. Ύστερα, ήρθε η κρίση, μας βρήκε -εκτός των άλλων- και πνευματικά νωθρούς και ανέτοιμους, και μας αποτελείωσε.

Τελικά, ο ακριβώς από κάτω τίτλος, μέσα στην εντυπωσιοθηρική του υπερβολή, έχει κάποια βάση: ίσως να μην ήταν «Τα Φιλαράκια» από μόνα τους που πυροδότησαν το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, αλλά η νοοτροπία πίσω από τα κάθε λογής «Φιλαράκια» συνέβαλε τα μέγιστα.

του Γιώργου Θεοχάρη

Πώς μία τηλεοπτική κωμωδία καταστάσεων πυροδότησε την πτώση του δυτικού πολιτισμού

Θέλω να σας πω για μία δημοφιλή τηλεοπτική σειρά, τα επεισόδια της οποίας η γυναίκα μου κι εγώ βλέπουμε μανιωδώς μαζεμένα στο Netflix. Είναι η ιστορία ενός οικογενειάρχη, ενός επιστήμονα, μιας ιδιοφυΐας που έχει μπλέξει με λάθος παρέα. Σταδιακά τρελαίνεται και απελπίζεται, εξαιτίας του ίδιου του του εγωισμού. Μέσα από μια σειρά απανωτών αναποδιών, μετατρέπεται σε τέρας. Μιλάω, φυσικά, για τη σειρά «Τα Φιλαράκια» και τον τραγικό της ήρωα, τον Ross Geller.

Εσείς μπορεί να θεωρείτε τη σειρά κωμωδία, αλλά δεν μπορώ να συμμεριστώ τα γέλια σας. Για μένα, Τα «Τα Φιλαράκια» σηματοδοτούν έναν άγριο ενστερνισμό του αντιδιανοουμενισμού στην Αμερική: ένας χαρισματικός και έξυπνος άνθρωπος παρενοχλείται από τους ηλίθιους συμπατριώτες του. Αλλά ακόμα κι αν είστε της ίδιας με μένα άποψης, δεν έχει σημασία. Ο διαρκής καταιγισμός γέλιου του κοινού που παρακολουθεί ζωντανά τα γυρίσματα στο στούντιο μας υπενθυμίζει ότι οι δικές μας αντιδράσεις είναι αχρείαστες, περιττές.

Το ίδιο το τραγούδι των τίτλων είναι γεμάτο με προμηνύματα που μας λένε ότι η ζωή είναι εγγενώς απατηλή, η επιδίωξη της καριέρας για γέλια, η φτώχια σε περιμένει στη γωνία και, ω ναι, η ερωτική σου ζωή τέλειωσε πριν καν αρχίσει. Αλλά πάντα θα περιστοιχίζεσαι από ηλίθιους. Αυτοί θα σου σταθούν.

Είναι να μην αισθάνομαι ήδη καλύτερα;

Ίσως να πρέπει να πω λίγα πράγματα παραπάνω για τη σειρά προς χάρη των αμύητων. Αν θυμάστε τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, και είχατε τότε πρόσβαση σε τηλεοπτική συσκευή, τότε θα θυμάστε και «Τα Φιλαράκια». Η σειρά παιζόταν κάθε Πέμπτη βράδυ στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης και ήταν ένα τηλεοπτικό γεγονός που έπρεπε να δεις. Οι πρωταγωνιστές ήταν το πιο συμπαθητικό σύνολο που είχε ποτέ συγκεντρωθεί από υπεύθυνο διανομής: όλοι νέοι, όλοι μεσοαστοί, όλοι λευκοί, όλοι ετεροφυλόφιλοι, όλοι ελκυστικοί (αλλά ευπρόσιτοι), όλοι ηθικά και πολιτικά αδιάφοροι, και όλοι εφοδιασμένοι με ευκολοχώνευτους χαρακτήρες. Ο Joey είναι ο χαζούλης. Ο Chandler είναι ο σαρκαστικός. Η Monica είναι ιδεοψυχαναγκαστική. Η Phoebe είναι η χίπισσα. Η Rachel, εχμ, δεν ξέρω, της Rachel της αρέσει να ψωνίζει. Τέλος, υπάρχει και ο Ross. Ο Ross είναι ο διανοούμενος, ο ρομαντικός.

Τελικά, το κοινό της σειράς - περίπου 52,5 εκατομμύρια θεατές- στράφηκε εναντίον του Ross. Αλλά οι υπόλοιποι χαρακτήρες, τα φιλαράκια του Ross, ήταν εναντίον του από την αρχή (θυμηθείτε στο πρώτο επεισόδιο, εκεί όπου ο Joey λέει για τον Ross: «Όταν αυτός ο τύπος λέει "γεια", θέλω να αυτοκτονήσω». Στην πραγματικότητα, οποτεδήποτε ο Ross λέει οτιδήποτε για τα ενδιαφέροντά του, τις σπουδές του, τις ιδέες του, πριν καν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του, ένας από τους «φίλους» του δεν υπήρχε περίπτωση να μην αναστενάξει και να πει πόσο βαρετός είναι ο Ross, πόσο βλακώδες είναι το να είσαι έξυπνος, και ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται γι' αυτά που λέει ο Ross. Αυτό είναι το σύνθημα, κάθε φορά, για να γελάσει το ζωντανό κοινό στο στούντιο. Το ίδιο αστείο συνεχίστηκε, σχεδόν σε κάθε επεισόδιο, για 10 τηλεοπτικές περιόδους. Φταίει μετά ο Ross που τρελάθηκε;

Και, όπως σε μια ελληνική τραγωδία, ο ήρωάς μας εγκλωβίζεται σε μία προφητεία την οποία δεν μπορεί να αποφύγει. Οι παραγωγοί της σειράς, ως η φωνή των αμετάπειστων θεών, ανήγγειλαν ότι ο Ross πρέπει να καταλήξει με τη Rachel, εκείνη που ζει για να ψωνίζει. Ειλικρινά, νομίζω ότι θα μπορούσε να βρει κάποια καλύτερη.

Γιατί τέτοια συμπάθεια για τον Ross;

Η σειρά τελείωσε το 2004. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε το Facebook, τη χρονιά που ο George W. Bush επανεξελέγη για δεύτερη θητεία, τη χρονιά που τα τηλεοπτικά προγράμματα ριάλιτι έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στην ποπ κουλτούρα, με το American Idol να ξεκινά την οχτάχρονη βασιλεία του τρόμου ως το Νο. 1 τηλεοπτικό πρόγραμμα στις ΗΠΑ, την ίδια χρονιά που η Paris Hilton ξεκίνησε τη δική της εταιρεία, πουλώντας ουσιαστικά τον τρόπο ζωής της, και εξέδωσε την αυτοβιογραφία της. Και ο Joey Tribbiani, ο γνωστός μας από «Τα Φιλαράκια», πρωταγωνίστησε -μόνος του αυτή τη φορά- σε μια τηλεοπτική σειρά που ήταν παρακλάδι της προηγούμενης. Το 2004 ήταν το έτος που τα παρατήσαμε εντελώς και ασπαστήκαμε την ηλιθιότητα ως αξία. Δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τους Green Day· το άλμπουμ τους American Idiot κυκλοφόρησε το 2004 και κέρδισε το Grammy για το Καλύτερο Ροκ Άλμπουμ. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει τελειότερος συγχρονισμός. Η απόρριψη του Ross σημάδεψε τη στιγμή που η Αμερική αναστέναξε, διακόπτοντας στη μέση μιας πρότασης τη φωνή της ορθής κρίσης.

Ναι, η θεωρία μου είναι ότι «Τα Φιλαράκια» ενδέχεται να έχουν πυροδοτήσει την πτώση του δυτικού πολιτισμού. Μπορεί να νομίζετε ότι είμαι τρελός. Αλλά, για να δανειστώ τα λόγια του Ross: «Ω, είμαι; Είμαι; Μου έχει στρίψει; Χάνω τα λογικά μου;» Το ξέρατε ότι το τραγούδι που αρχικά συνόδευε το δοκιμαστικό επεισόδιο της σειράς ήταν το "It's the End of the World as We Know (And I Feel Fine)" των R.E.M.; Ένα μακάριο τραγούδι με προφητικό μήνυμα που σε μεγάλο βαθμό περνάει απαρατήρητο.

Το 2004 ήμουν δάσκαλος. Ήμουν υπεύθυνος της λέσχης σκακιστών του σχολείου μας. Έβλεπα πώς κορόιδευαν τους μαθητές μου, πώς τους εκφόβιζαν. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τους υπερασπιστώ, αλλά δεν γινόταν να βρίσκομαι παντού. Οι μαθητές μου ήταν έξυπνοι, εντελώς σπασίκλες, και βρίσκονταν σε εχθρικό, ψυχρό έδαφος. Κάποιοι από τους συμμαθητές τους συχνά περίμεναν έξω από το γραφείο μου, έχοντας στήσει ενέδρα στους σκακιστές που συναντιόνταν εκεί την ώρα του μεσημεριανού. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως δάσκαλος, είχα κερδίσει τη φήμη του φονιά των νταήδων και υπερασπιστή των φυτών. Ένα σας λέω: οι νταήδες μπορεί να ήταν κακοί, αλλά ήξεραν ότι ο κύριος Hopkins ήταν πολύ χειρότερος.

Ίσως τους διανοούμενους πάντα να τους παρενοχλούσαν και να τους έσπρωχναν στα αποδυτήρια, αλλά κάτι μέσα μου μού λέει ότι τώρα βρισκόμαστε στο χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών - εκεί όπου η αλληλεπίδραση στα μέσα έχει αντικαταστήσει την αυθεντική αντιπαράθεση και την πολιτική επιχειρηματολογία, όπου οι πολιτικοί κρίνονται από το κατά πόσον θα θέλαμε να πιούμε μια μπύρα μαζί τους, όπου η επιστημονική ομοφωνία απορρίπτεται, όπου η επιστημονική έρευνα είναι υποχρηματοδοτούμενη, όπου η δημοσιογραφία πνίγεται στα κουτσομπολιά περί διασημοτήτων.

Βλέπω τον πισινό της Kim Kardashian πάνω-πάνω στο CNN.com και τρομοκρατούμαι.

Ίσως όλο αυτό να μην είναι παρά άκακη πλάκα. Κάπως σαν το γέλιο του καλοπροαίρετου ζωντανού κοινού στο στούντιο; Ίσως. Αλλά είμαι ειλικρινά προβληματισμένος που δεν έχουμε κάνει αρκετά για να καλλιεργήσουμε τη διανοητική περιέργεια μέσα στον πολιτισμό μας.

Ευτυχώς, έχει αρχίσει να οργανώνεται η αντίσταση. Άνθρωποι με κότσια, που δεν φοβούνται να αρχίσουν μια πρόταση λέγοντας: «Το ήξερες ότι...». Αυτοί είναι οι Ross του κόσμου τούτου. Τους είδα στη λέσχη σκακιστών. Και τους βλέπω στην πόλη μου, κρυμμένους στο μουσείο τέχνης, σκυμμένους πάνω από βιβλία σε παλαιοβιβλιοπωλεία, να ανταλλάσσουν φευγαλέες ματιές σε δημόσιες βιβλιοθήκες και καφετέριες, και να προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητοι στα σχολεία, τα κολέγια και τα πανεπιστήμιά μας.

Δεν είχε καμία τύχη ο Ross. Τρελάθηκε και, ναι, όντως κατάντησε ενοχλητικός.

Συνεπώς, πώς διατηρούμε τα λογικά μας σε έναν ηλίθιο, ηλίθιο κόσμο; Δεν θα ήμουν καλός δάσκαλός αν δεν είχα προετοιμάσει μερικές ιδέες.

(1) Διάβασε ένα ρημαδο-βιβλίο. Κάτι ξεχωριστό συμβαίνει όταν βάζεις στην πάντα τις ανόητες περισπάσεις του σύγχρονου πολιτισμού και βυθίζεσαι σε ένα μυθιστόρημα. Ανοίγεσαι σε νέες ιδέες, νέες εμπειρίες, νέες προοπτικές. Είναι ένα πείραμα πάνω στην υπομονή και τη σύνεση. Το New School for Social Research στη Νέα Υόρκη απέδειξε ότι η ανάγνωση λογοτεχνίας βελτιώνει την κατανόηση του άλλου. Είναι γεγονός. Το διάβασμα σε κάνει κάπως λιγότερο μαλάκα. Συνεπώς, διάβαζε συχνά. Διάβασε δύσκολα βιβλία. Διάβασε αμφιλεγόμενα βιβλία. Διάβασε ένα βιβλίο που θα σε κάνει να κλάψεις. Διάβασε κάτι αστείο. Αλλά διάβασε.

(2) Μάθε κάτι. Το μυαλό σου είναι ικανό για τόσο πολλά. Τάισέ το. Μάθε κάτι καινούριο. Η μεγαλύτερη απειλή για την πρόοδο είναι η πεποίθηση ότι κάτι είναι υπερβολικά μπερδεμένο για να φτιαχτεί. Η φτώχια είναι μόνιμη. Ο ρατσισμός θα υπάρχει πάντα. Η σύγκρουση Ισραηλινών-Παλαιστινίων είναι υπερβολικά δύσκολη για να την καταλάβει κανείς. Το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης έχει καταστραφεί. Μορφώσου μόνος σου, έτσι ώστε να μπορείς να πάρεις μέρος στη συζήτηση. Μάθε κάτι επιστημονικό, κάτι που να έχει μέσα μαθηματικά. Εξερεύνησε τη φιλοσοφία. Σπούδασε παλαιοντολογία. Προσπάθησε να μάθεις μια ξένη γλώσσα. Δεν χρειάζεται να βάλεις στόχο να τη μάθεις φαρσί, απλώς βάλε μερικές ακόμα λέξεις στο κεφάλι σου. Παρακολούθησε μια εκπαιδευτική διαδικτυακή μετάδοση. Καθηγητές από πανεπιστήμια όπως το Harvard, το Yale, το Columbia και το Stanford προσφέρουν τις διαλέξεις τους δωρεάν. Αναλογίσου τι θα μπορούσες να μάθεις. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισα ως δάσκαλος ήταν να πείθω μαθητές ότι ήταν έξυπνοι, αφού πρώτα κάποιος τους είχε πει ότι ήταν χαζοί.

(3) Σταμάτα να αγοράζεις τόσο πολλά σκατά. Μπορεί αυτό να ακούγεται ανακόλουθο, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι η καταναλωτική κουλτούρα και η κουλτούρα των ηλιθίων συνδέονται στενά. Απλοποίησε τη ζωή σου. Η ηλιθιότητα κυριαρχεί στο πολιτισμικό μας τοπίο επειδή πουλάει περισσότερα επώνυμα αθλητικά παπούτσια και πλαστικά χάμπουργκερ. Αν κάτσουμε να αναλογιστούμε προσεκτικά τι φέρνουμε μέσα στα σπίτια μας, είναι λιγότερο πιθανό να μας χειραγωγήσουν οι κενές καταναλωτικές παρορμήσεις.

Τέλος, προστάτεψε τους σπασίκλες. Ένας προγραμματιστής λογισμικού από το Seattle κάνει περισσότερα για να ανακουφίσει την παγκόσμια φτώχια και τις ασθένειες μέσω του Ιδρύματος των Bill και Melinda Gates απ' ό,τι οποιοδήποτε άλλο άτομο στην Αμερική τώρα που μιλάμε. Οι σπασίκλες φτιάχνουν τα εμβόλια. Οι σπασίκλες σχεδιάζουν τις γέφυρες και τους δρόμους. Οι σπασίκλες γίνονται δάσκαλοι και βιβλιοθηκάριοι. Χρειαζόμαστε περισσότερους από αυτούς τους ενοχλητικά έξυπνους ανθρώπους, γιατί εκείνοι είναι που κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Δεν γίνεται να τους έχουμε να ζαρώνουν φοβισμένοι μπροστά σε μία κοινωνία που δυσανασχετεί με κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα τους. Ο Ross χρειάζεται καλύτερους φίλους.

του David Hopkins

Πηγή: How a TV Sitcom Triggered the Downfall of Western Civilization, by DAVID HOPKINS

Αναδημοσίευση από το dimartblog.com