Δημοψηφίσματα και δημοκρατικό έλλειμμα στην Ε.Ε.

Χαρακτηριστικά στη Δανία το 1992 το 83% του πληθυσμού πήγε στις κάλπες εξαιτίας της μεγάλης έντασης που προκάλεσε η Συνθήκη του Μάαστριχτ τη στιγμή που μόλις το 46% είχε συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές εκλογές το 1989. Αντιστρόφως, στην Ιρλανδία μόλις το 57% συμμετείχε στο δημοψήφισμα για την ίδια συνθήκη, κυρίως λόγω ακριβώς της έλλειψης έντασης μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ το 1989 το 68% ψήφισε για τους Ιρλανδούς εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
EuroCrisisExplained.co.uk/Flickr

Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διεξάγει δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου, πέρα από τον εσωτερικό δημόσιο διάλογο, άνοιξε και μια ευρύτερη συζήτηση στους κύκλους των μελετητών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τη στιγμή που η πλειοψηφία των πολιτών της Ευρώπης συμφωνεί ότι οι αποφάσεις στην Ε.Ε. λαμβάνονται μέσα στους "κλειστούς τοίχους" των Βρυξελλών και ότι το μοναδικό άμεσα εκλεγμένο σώμα ουσιαστικά μονάχα εγκρίνει τη νομοθεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα δημοψηφίσματα φαίνεται να συρρικνώνουν το αποκαλούμενο «δημοκρατικό έλλειμα». Είναι όμως αυτό αρκετό; Διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι τα δημοψηφίσματα ναι μεν ενισχύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ασφαλή λύση στην οποία πρέπει να καταφεύγουν τα κράτη-μέλη.

Γνώση, ενημέρωση και εγγύτητα

Μια βασική παράμετρος που σπάνια αναφέρεται σε τέτοιες περιόδους είναι ο διαχωρισμός γνώσης και ενημέρωσης. Συνήθως, η δεύτερη αυξάνεται κατακόρυφα τις μέρες του δημοψηφίσματος, όμως η πρώτη παραμένει στα αρχικά επίπεδα του κάθε ψηφοφόρου. Μάλιστα, όταν εκείνος καλείται να αποφασίσει για εξειδικευμένα θέματα (έγκριση ή απόρριψη τεχνικών όρων κλπ) η ελλιπής γνώση οδηγεί πιθανότατα σε λάθος απόφαση (βασισμένη μόνο στην τελευταίας στιγμής ενημέρωση). Επιπλέον, η πολιτική ενημέρωση είναι αποτέλεσμα δύο μεταβλητών: της προσφοράς ενημέρωσης (από πολιτικούς και ΜΜΕ) και της επεξεργασίας της ενημέρωσης (με βάση και τα επίπεδα γνώσης που αναφέρθηκαν παραπάνω). Η ελληνική περίπτωση στερείται της δεύτερης μεταβλητής, καθώς η ανακοίνωση του δημοψηφίσματος και η διατύπωση του ερωτήματος έγιναν ελάχιστες μέρες πριν τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας.

Η δεύτερη παράμετρος που πρέπει να αναφερθεί είναι αυτή της «εγγύτητας της ψήφου». Με άλλα λόγια αυτό που πιστεύει ο ψηφοφόρος είναι πιο κοντά στο «ναι» ή το «όχι»; Αυτό το ζήτημα είναι πιο εμφανές στην ελληνική περίπτωση. Τι σημαίνει το «ναι», τι το «όχι» και ποιο είναι το τωρινό "status quo"; Αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι πάντα υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό του οποίου οι θέσεις δεν είναι ξεκάθαρο αν βρίσκονται εγγύτερα του «ναι» ή του «όχι» (τα οποία επίσης δεν μένουν σταθερά και ερμηνεύονται αλλιώς στην προεκλογική περίοδο), ενώ ακόμα και οι ειδικοί διαφωνούν στο τι ακριβώς γίνεται σήμερα (π.χ. τι σημαίνει πρακτικά η χρεοκοπία της Ελλάδος).

Η μορφή του δημοψηφίσματος και ο ρόλος των κομμάτων

Επιπλέον, η ιστορία έχει δείξει ότι αναλόγως αν το δημοψήφισμα είναι δεσμευτικό, το αποτέλεσμα μπορεί να επηρεαστεί. Συνήθως, τα δεσμευτικά δημοψηφίσματα ευνοούν τη θέση της κυβέρνησης, ενώ τα μη-δεσμευτικά ευνοούν τη θέση της αντιπολίτευσης. Από την άλλη, η θέση των κομμάτων της αντιπολίτευσης δυναμώνει περισσότερο αν είναι κοντά σε ένα «ναι». Οι δύο αυτές διαπιστώσεις περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση στο ελληνικό δημοψήφισμα καθώς πρακτικά ισχύουν ταυτόχρονα...Επίσης, οι ψηφοφόροι βρίσκονται σε ένα ακόμα σημαντικό δίλημμα: ψηφίζουν με βάση αυτό που κρίνουν ή τιμωρητικά (απέναντι σε κυβέρνηση ή αντιπολίτευση);

Το αρχικό πλεονέκτημα του «όχι»

Σε όλα τα δημοψηφίσματα που έχουν γίνει στην Ε.Ε. το «όχι» έχει εξαρχής ένα πλεονέκτημα. Επειδή ακριβώς το «ναι» είναι κάτι συγκεκριμένο (π.χ. κάποιοι όροι ή είσοδος στην Ένωση), οι ψηφοφόροι του «όχι» το επιλέγουν για διαφορετικούς λόγους. Θεωρητικά, είτε επειδή δεν αποδέχονται έναν όρο είτε επειδή δεν αποδέχονται τίποτα.

Συμμετοχή στο δημοψήφισμα

Όπως είναι λογικό, η ένταση και το κλίμα μεταξύ των πολιτικών προ-εκλογικά οδηγεί σε μεγαλύτερη συμμετοχή στο δημοψήφισμα. Χαρακτηριστικά στη Δανία το 1992 το 83% του πληθυσμού πήγε στις κάλπες εξαιτίας της μεγάλης έντασης που προκάλεσε η Συνθήκη του Μάαστριχτ τη στιγμή που μόλις το 46% είχε συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές εκλογές το 1989. Αντιστρόφως, στην Ιρλανδία μόλις το 57% συμμετείχε στο δημοψήφισμα για την ίδια συνθήκη, κυρίως λόγω ακριβώς της έλλειψης έντασης μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ το 1989 το 68% ψήφισε για τους Ιρλανδούς εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η μεγαλύτερη συμμετοχή σε δημοψήφισμα οδηγεί συνήθως και σε πιο κλειστά αποτελέσματα με τη διαφορά μεταξύ των δύο επιλογών να είναι πολύ μικρή. Συνεπώς, το κλίμα πόλωσης και διχασμού αυξάνει κατακόρυφα τη συμμετοχή που με τη σειρά της ευνοεί ένα εκλογικό «ντέρμπι».

Δημοκρατικό έλλειμμα

Προσωπική μου άποψη είναι ότι πολλά από τα αδιέξοδα στη Ε.Ε. αποτελούν συνέπειες του δημοκρατικού ελλείμματος. Η λύση στην Ε.Ε. δεν είναι η άμεση δημοκρατία, αλλά η περαιτέρω ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (που ακόμα παραμένει κομπάρσος στις σημαντικές στιγμές της Ένωσης) και πιθανότατα μελλοντικά η άμεση εκλογή του προέδρου της Επιτροπής. Η συνεχής χρήση της άμεσης δημοκρατίας, η οποία βρίσκει όλο και περισσότερους υποστηρικτές, θα οδηγήσει μοιραία στην «τυραννία της πλειοψηφίας» όπως είχε αναφέρει και ο James Madison, αφού η επιλογή μεταξύ μόνο δύο θέσεων δεν αφήνει περιθώρια για πολυφωνία.

Δημοφιλή