AS ONE: Βρίσκοντας τον εαυτό μας

Πλησιάζουμε πια στην είσοδο και η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. «Γιατί είμαι αγχωμένη;» αναρωτιέμαι και βλέπω και στα πρόσωπα των φίλων μου την ίδια αμηχανία. Τρεις θετικιστές που θέλουν να τα έχουν πάντα όλα υπό έλεγχο για να νιώθουν καλά, ετοιμάζονται να μπουν σε έναν χώρο όπου τίποτα δεν θα είναι υπό τον έλεγχό τους. Μπαίνουμε μέσα, αφήνουμε τα πράγματά μας στα ντουλάπια και ήδη νιώθω ανασφαλής. Χωρίς κινητό, χωρίς ρολόι, χωρίς να μπορώ να μιλήσω, χωρισμένη από τους φίλους μου, αφού μπήκαμε στην έκθεση σε διαφορετικές φάσεις. «Θα κάτσω 15 λεπτά και θα φύγω...» σκέφτομαι.
sooc

Κυριακή πρωί. Έχει μπει η άνοιξη και πλέον νιώθουμε την υποχρέωση να εκμεταλλευόμαστε τις Κυριακές μας κάνοντας κάτι παραπάνω από το να κοιμόμαστε έως τις 2. Ξεκινάμε λοιπόν με δυο αγαπημένους μου φίλους με προορισμό το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Στόχος: να δούμε την έκθεση As One, και να δοκιμάσουμε τη «Μέθοδο Αμπράμοβιτς». Φτάνουμε λίγο μετά τις 12 και η ουρά εκτείνεται ήδη γύρω απ' το τετράγωνο. Αρχίζει να ξυπνάει μέσα μου η φωνή του σκεπτικισμού που δύσκολα είχα πνίξει. «Μετά ελπίζω να πάμε για καφέ..» έλεγα στους φίλους μου σχεδόν εκνευρισμένη.

Περιμένοντας στην ουρά έρχεται ένας υπεύθυνος από το Μουσείο να μας κάνει μια ενημέρωση σχετικά με την έκθεση. «Έχετε ξανάρθει;». Από το βλέμμα απορίας μας καταλαβαίνει την απάντηση. «Λοιπόν είναι πολύ απλά τα πράγματα. Μέσα είναι ένας χώρος σιωπής. Αφήνετε ρολόι, τσάντες, μπουφάν και ό,τι άλλο σας βαραίνει στα ντουλαπάκια στην είσοδο. Τα κινητά πρέπει να μπουν στο αθόρυβο. Νερό ή φαγητό πρέπει να προμηθευτείτε πριν γιατί μέσα δεν επιτρέπεται. Υπάρχουν 7 δρώμενα, μπορείτε να συμμετέχετε σε όσα θέλετε, και να απέχετε από όσα σας κάνουν να νιώθετε άβολα. Μπορείτε να καθίσετε όση ώρα θέλετε, από 5 λεπτά έως το κλείσιμο του Μουσείου».

Πλησιάζουμε πια στην είσοδο και η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο γρήγορα. «Γιατί είμαι αγχωμένη;» αναρωτιέμαι και βλέπω και στα πρόσωπα των φίλων μου την ίδια αμηχανία. Τρεις θετικιστές που θέλουν να τα έχουν πάντα όλα υπό έλεγχο για να νιώθουν καλά, ετοιμάζονται να μπουν σε έναν χώρο όπου τίποτα δεν θα είναι υπό τον έλεγχό τους. Μπαίνουμε μέσα, αφήνουμε τα πράγματά μας στα ντουλάπια και ήδη νιώθω ανασφαλής. Χωρίς κινητό, χωρίς ρολόι, χωρίς να μπορώ να μιλήσω, χωρισμένη από τους φίλους μου, αφού μπήκαμε στην έκθεση σε διαφορετικές φάσεις. «Θα κάτσω 15 λεπτά και θα φύγω...» σκέφτομαι.

Στα πρώτα τρια δωμάτια κάνεις ασκήσεις αναπνοής και χαλάρωσης. Μία προθέρμανση των αισθήσεων και του σώματος για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Μιμούμαι μηχανικά τους instructors, ψάχνοντας ανάμεσα στον κόσμο να εντοπίσω τους φίλους μου. Σιγά σιγά συνειδητοποιώ ότι πράγματι χαλαρώνω, πράγματι ρυθμίζεται η αναπνοή μου, πράγματι ηρεμώ.

Μπαίνω στον κεντρικό χώρο της έκθεσης όπου αμέσως μου δίνουν κάποια μεγάλα ακουστικά που απομονώνουν εντελώς τους ήχους. Τα φοράω και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ακούω μόνο τον ήχο της καρδιάς μου, η οποία χτυπάει πιο αργά από πριν, αφού μεσολάβησαν οι ασκήσεις χαλάρωσης, αλλά σίγουρα πιο γρήγορα από το κανονικό. Ενώ κοιτάω αμήχανα γύρω, μία από τους instructors έρχεται και απλώνει το χέρι της προς τα εμένα. Διστάζω στην αρχή, όμως μου χαμογελάει και με καθησυχάζει. Με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί. Νιώθω σαν μικρό παιδί που έχει αφήσει εντελώς τον έλεγχο στην μητέρα του και δεν φοβάται πια γιατί ξέρει ότι εκείνη θα το κρατήσει ασφαλές. Αρχίζουμε να περπατάμε σε έναν μακρύ διάδρομο πιασμένοι από το χέρι. Περπατάμε αργά, πολύ αργά. Ασυναίσθητα συντονίζομαι με τον βηματισμό των υπολοίπων. Μόνη σκέψη στο μυαλό μου είναι πια ο στόχος: να φτάσω στο τέλος του διαδρόμου.

Προχωράω στην επόμενη δραστηριότητα. Κάθομαι σε μια καρέκλα και τυλίγομαι με μια κουβέρτα. Στην αρχή το μυαλό μου τρέχει σε χίλιες σκέψεις. Τι έχω να κάνω μετά, που να είναι οι φίλοι μου, τι θα κάνω στη δουλειά τη Δευτέρα. Σιγά σιγά όμως αρχίζει και αδειάζει. Ο μόνος ήχος που ακούω είναι η καρδιά μου, και η κουβέρτα μοιάζει με αγκαλιά... Σηκώνομαι και περπατάω στον χώρο. Βλέπω μία πλατφόρμα όπου ο κόσμος ανεβαίνει και κάθεται όρθιος με κλειστά τα μάτια. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Πλέον δεν ακούω, ούτε βλέπω. Όσο στέκομαι εκεί με κλειστά μάτια ξέρω ότι άλλος κόσμος που περπατάει στην έκθεση με βλέπει εκεί, αλλά δεν με νοιάζει. Δεν ξέρω αν στέκονται ακόμα και άλλοι άνθρωποι γύρω μου, αλλά πάλι δεν με νοιάζει. Είμαι πλήρως εκτεθειμένη και απροστάτευτη αλλά δεν νιώθω φοβισμένη. Κάποια στιγμή νιώθω δυο χέρια να με κρατάνε απ' τους ώμους (κάποιος από τους instructors, το είχα δει πριν), και παίρνουν από μέσα μου κάθε ίχνος ανησυχίας. Σαν να με διαβεβαιώνουν ότι όλα θα πάνε καλά. Περνάει αρκετός χρόνος -δεν ξέρω πόσος- και ανοίγω τα μάτια μου. Κατεβαίνω από την πλατφόρμα και περιφέρομαι στον χώρο. Πλέον δεν ψάχνω με το βλέμμα μου για τους φίλους μου στον χώρο. Ξέρω ότι είμαι άνετα και χωρίς αυτούς.

Πλησιάζω στο πιο απαιτητικό για τον χαρακτήρα μου δρώμενο. Πρέπει να καθίσεις σε μια καρέκλα, κοιτώντας έναν άγνωστο στα μάτια, για όσο χρόνο αντέξετε κι οι δυο. Κάθομαι απέναντι από μια κοπέλα στην ηλικία μου περίπου, με σκούρα καστανά μάτια. Στην αρχή απόλυτη αμηχανία. Χαμογελάμε, κοντεύουμε να ξεσπάσουμε σε νευρικό γέλιο και κάθε λίγα δευτερόλεπτα παίρνουμε το βλέμμα μας η μία από την άλλη. Όμως δεν σηκωνόμαστε. Και ξανακοιταζόμαστε. Σιγά σιγά το γέλιο σταματάει, το αμήχανο χαμόγελο φεύγει. Είμαστε πια σοβαρές. Κοιτάμε η μία στα μάτια της άλλης χωρίς διακοπή. Καθώς ο χρόνος περνάει, αρχίζεις να νιώθεις ότι γνωρίζεις τον άλλον. Βλέπεις στο βλέμμα του ότι κι αυτός έχει πονέσει, κι αυτός έχει περάσει δύσκολα, όμως κι αυτός, όπως κι εσύ, είναι εδώ και τα ξεπέρασε. Αρχίζεις να νιώθεις την κατανόηση, την αποδοχή, και τελικά νιώθεις ασφαλής, εκεί, κοιτάζοντας έναν ξένο στα μάτια. Γιατί δεν δε ξέρει και δεν χρειάζεται να προσποιηθείς. Είσαι ο εαυτός σου. Μόνο αυτός, χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα.

Μετά από αρκετή ώρα σηκώνομαι και κατευθύνομαι προς την έξοδο. Βγάζω τα ακουστικά και όλα είναι πολύ δυνατά, πολύ βίαια, συγκρινόμενα με την προηγούμενη απόλυτη ηρεμία. Βγαίνω από την έκθεση και συναντώ τους φίλους μου. Συνειδητοποιούμε ότι ήμαστε μέσα πάνω από μιάμιση ώρα. Είμαστε πολύ πιο ήρεμοι. Η μέθοδος Αμπράμοβιτς ήταν αποκάλυψη. Όχι εξωτερική, όπως περίμενα, αλλά εσωτερική. Σου έδειχνε πως αλληλεπιδρά το άτομο και η μοναδικότητά του με το σύνολο. Πόσο διαφορετικοί αλλά τελικά πόσο ίδιοι είμαστε. Πόση σημασία έχουν τα απλά, βασικά ερεθίσματα όπως ένα βλέμμα ή ένα άγγιγμα.

Λειτουργεί σαν ένας μεγάλος καθρέφτης. Αυτός στον οποίο οφείλουμε να κοιταζόμαστε καθημερινά, αλλά συνειδητά το αποφεύγουμε. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τους φόβους σου, τις ανασφάλειές σου και τους άλλους. Και σε αναγκάζει, μέσα στην απόλυτη σιωπή, να τα κοιτάξεις όλα αυτά στα μάτια.

Δημοφιλή