Η πραγματική δοκιμασία για τον λαϊκισμό στην Ευρώπη είναι το πώς απαντούν τα κυρίαρχα κόμματα

Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αναμφίβολα κίνδυνος για την Ευρώπη σήμερα δεν είναι η προοπτική αναρρίχησης στην εξουσία ριζοσπαστών δεξιών λαϊκιστών, προοπτική η οποία υπήρξε έως τώρα περιορισμένη, αλλά η συντριπτική επιρροή που αυτοί ασκούν στους κυρίαρχους φορείς χάραξης πολιτικής. Αντί να αντικρούσουν με σθένος τα ατελή επιχειρήματα των αντιδραστικών λαϊκιστικών κομμάτων και να υπεραμυνθούν των πολιτικών που βασίζονται στα δικαιώματα, τα κυρίαρχα κόμματα έχουν αντιγράψει την ατζέντα τους φοβούμενα ότι θα απωλέσουν ψηφοφόρους. Ο φόβος αυτός αποτελεί αναμφίβολα το σημαντικότερο σκεπτικό χάραξης πολιτικής για πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σήμερα.
artJazz via Getty Images

Έχουν περάσει μόλις τρεις μήνες, κι όμως μοιάζει σίγουρο ότι ο λαϊκισμός θα είναι η λέξη της χρονιάς. Πρωτοσέλιδα εφημερίδων προειδοποιούν ότι ο λαϊκισμός αποτελεί απειλή για την Ευρώπη, ίσως ακόμη και για την ύπαρξή της. Λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα έχουν «ούριο αέρα στα πανιά τους», όπως αναφέρουν, ενισχυμένα από το Brexit και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.

Αλλά πόσο μεγάλη απειλή αποτελούν στ' αλήθεια οι ριζοσπάστες λαϊκιστές;

Στην πρώτη μεγάλη δοκιμασία το 2017, τις ολλανδικές βουλευτικές εκλογές, το ξενοφοβικό Κόμμα της Ελευθερίας (PVV) υπό τον Γκερτ Βίλντερς, εξασφάλισε 20 έδρες και 13 τοις εκατό των ψήφων. Πρόκειται για σημαντικό ποσοστό, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι το 2010 (όταν ο λαϊκισμός ήταν λέξη άγνωστη στον περισσότερο κόσμο), το κόμμα κέρδισε 24 έδρες και σχεδόν 16 τοις εκατό των ψήφων. Και ακόμη και πριν από τις εκλογές, τα άλλα κόμματα είχαν αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο συνασπισμού με το PVV.

Η επόμενη μεγάλη δοκιμασία για την Ευρώπη αναμένεται τον Απρίλιο με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η Μαρίν Λεπέν θα περάσει στον δεύτερο γύρο τον Μάιο, έχοντας πιθανότατα αναδειχθεί ακόμη και νικήτρια του πρώτου γύρου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις ίδιες δημοσκοπήσεις, αναμένεται ότι θα χάσει με σημαντική διαφορά στον δεύτερο γύρο, όποιος κι αν είναι αντίπαλός της. Κι αυτό, παρότι διεξάγει μια πολύ πιο προσεκτική εκστρατεία -αποκηρύσσοντας τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό- σε σχέση με εκείνη του πατέρα της, όταν έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2002.

Και ας μην ξεχνάμε την περίπτωση της Αυστρίας, όπου η κούρσα για το προεδρικό αξίωμα το 2016 ανέδειξε δύο φορές νικητή έναν υποψήφιο του κόμματος των Πρασίνων, ο οποίος επικράτησε του υποψηφίου από το ξενοφοβικό Κόμμα της Ελευθερίας.

Πράγματι, οι μακροπρόθεσμες τάσεις δείχνουν ότι αυξάνεται η υποστήριξη υπέρ των ριζοσπαστικών δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου στις εκλογές του 2014 λαϊκιστικά κόμματα κέρδισαν τις περισσότερες έδρες στη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δανία, καθώς και το ένα τέταρτο επί του συνόλου των εδρών στο Κοινοβούλιο.

Και στην Ουγγαρία και την Πολωνία είναι ορατοί οι κίνδυνοι μιας λαϊκιστικής προσέγγισης όσον αφορά τη διακυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία η «λαϊκή βούληση» που συγκεντρώνει τη στήριξη της πλειοψηφίας είναι πιο σημαντική από τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι κυβερνήσεις αυτές επιδιώκουν καταχρηστικές πολιτικές και πολιτικές στιγματισμού έναντι των μεταναστών, των αστέγων και των γυναικών -συχνά στον τομέα των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων- και επιδεικνύουν περιφρόνηση προς τους ελέγχους και την τήρηση ισορροπιών, το κράτος δικαίου και την υπερεθνική αρχή.

Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αναμφίβολα κίνδυνος για την Ευρώπη σήμερα δεν είναι η προοπτική αναρρίχησης στην εξουσία ριζοσπαστών δεξιών λαϊκιστών, προοπτική η οποία υπήρξε έως τώρα περιορισμένη, αλλά η συντριπτική επιρροή που αυτοί ασκούν στους κυρίαρχους φορείς χάραξης πολιτικής. Αντί να αντικρούσουν με σθένος τα ατελή επιχειρήματα των αντιδραστικών λαϊκιστικών κομμάτων και να υπεραμυνθούν των πολιτικών που βασίζονται στα δικαιώματα, τα κυρίαρχα κόμματα έχουν αντιγράψει την ατζέντα τους φοβούμενα ότι θα απωλέσουν ψηφοφόρους.

Ο φόβος αυτός αποτελεί αναμφίβολα το σημαντικότερο σκεπτικό χάραξης πολιτικής για πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σήμερα. Σε πρόσφατες συναντήσεις μου στις Βρυξέλλες, όπου επιχείρησα να πείσω την ΕΕ να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για την προστασία των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο, αυτό που μου τόνισαν επανειλημμένα ήταν ότι ο κίνδυνος παραχώρησης εδάφους στους λαϊκιστές στέκεται εμπόδιο στην υιοθέτηση πολιτικών που σέβονται τα δικαιώματα.

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ υποστήριξε στην ουσία ότι η ΕΕ θα πρέπει να θέσει κατά μέρος βασικές αξίες για να καταπολεμήσει τη μετανάστευση και την τρομοκρατία - προκειμένου να διαφυλαχθούν μακροπρόθεσμα η ΕΕ και οι αξίες που αυτή ενσαρκώνει.

Η εν λόγω στάση και θέση των κυρίαρχων πολιτικών ηγετών συνιστά εξίσου σημαντική πρόκληση και απειλή για τις αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και εκείνη των ίδιων των λαϊκιστών. Νομιμοποιεί και κανονικοποιεί την ατζέντα μίσους των ξενοφοβικών, αντιισλαμικών και αντιπροσφυγικών λαϊκιστών, απαλλάσσοντάς τους από τις όποιες ευθύνες είναι συνυφασμένες με την άσκηση εξουσίας και τη λογοδοσία. Για τους λαϊκιστές αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και όταν χάνουν στην κάλπη, εξακολουθούν να βγαίνουν κερδισμένοι.

Οι ολλανδικές εκλογές αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα εν προκειμένω. Τον Ιανουάριο, ο πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, αρχηγός του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, σε ολοσέλιδη διαφημιστική καταχώρηση που δημοσιεύθηκε σε ολλανδικές εφημερίδες, απευθύνθηκε στους κατοίκους της χώρας λέγοντας ότι όσοι «αρνούνται να προσαρμοστούν, και επικρίνουν τις αξίες μας», θα πρέπει «να συμπεριφέρονται κανονικά ή να φύγουν».

Παρότι είναι θεμιτή η διεξαγωγή συζήτησης για το ζήτημα της ανοχής και της ενσωμάτωσης, το συγκεκαλυμμένο μήνυμα του Ρούτε είχε σαφώς σχεδιαστεί για να προσελκύσει όσους πιστεύουν ότι η καλύτερη λύση είναι η απέλαση ατόμων, ακόμη και αν πρόκειται για πολίτες που έχουν ζήσει στη χώρα όλη τους τη ζωή. Δεν είχε να κάνει με την υπεράσπιση αξιών αλλά με την προδοσία τους.

Οι υποψήφιοι για την Προεδρία της Γαλλίας βρίσκονται αντιμέτωποι με μια παρόμοια επιλογή. Μπορούν είτε να υιοθετήσουν την προσέγγιση του Νικολά Σακροζί στον δεύτερο γύρο της προεδρικής αναμέτρησης το 2012, ο οποίος τήρησε σκληρή αντιισλαμική και αντιμεταναστευτική στάση με την ελπίδα ότι θα προσέλκυε ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου (και τελικά έχασε, ακόμη και με την κανονικοποίηση των ιδεών αυτών). Ή να υπερασπιστούν τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες και να επιδείξουν πραγματική ηγεσία στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κοινωνίας με τρόπους οι οποίοι θα διαφυλάττουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Κίνδυνοι υπάρχουν και στην Ιταλία, με τις πρόωρες εκλογές να μην αποκλείονται εντός του τρέχοντος έτους. Η εκλογική πρόκληση που συνιστά το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων, καθώς και η ξενοφοβική Λίγκα του Βορρά, εξηγούν γιατί το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα υιοθετεί μια πολύ πιο σκληρή γραμμή στο ζήτημα της μετανάστευσης.

Δεν λείπουν όμως και οι εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα. Ο νικητής στις αυστριακές προεδρικές εκλογές αρνήθηκε να ακολουθήσει την κυβερνητική θέση υπέρ μιας χαλαρής υιοθέτησης της ξενοφοβικής αντιπροσφυγικής ατζέντας του αντιπάλου του. Αντ' αυτού, προσέφερε μια θετική ατζέντα και επικράτησε άνετα.

Ο λαϊκισμός έχει σημασία. Αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς απαντούν τα κυρίαρχα κόμματα της Ευρώπης.

Δημοφιλή