Κλήρωση για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση;

Το σύστημα των Πανελλαδικών δημιουργήθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1980, για να εξασφαλίσει διαφάνεια και να προσφέρει έναν αδιάβλητο τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Και το πέτυχε. Για την εποχή του στην Ελλάδα αποδείχθηκε μια εξαιρετική λύση, που έδωσε ίσες ευκαιρίες σε μαθητές ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση και ανεξάρτητα από το εισόδημα των γονιών τους. Σταδιακά όμως, τα προβλήματα του συστήματος έχουν υπερκεράσει τα σαφή του πλεονεκτήματα, αυτά της διαφάνειας και την αδιαβλητότητας.
sooc

Σε παλαιότερους σχολιασμούς στο προσωπικό μου ιστολόγιο και στον τύπο, είχα κάνει κάποιες απόπειρες προτάσεων συνολικά για το πνεύμα της αναγκαίας μετάβασης σε μια νέα φιλοσοφία για την Παιδεία, είχα αναφέρει ανεκδοτολογικά κάποιες προσωπικές εμπειρίες, και είχα συζητήσει συστήματα επιλογής μαθητών για διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Καθώς οι μέρες των Πανελλαδικών «εξετάσεων» πλησιάζουν, θέλω να εστιάσω στο σύστημα εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση, να συζητήσω εν συντομία τα θετικά και τα αρνητικά των Πανελλαδικών, και να κάνω μια αρκετά διαφορετική - εσκεμμένα προκλητική - πρόταση.

Το σύστημα των Πανελλαδικών δημιουργήθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1980, για να εξασφαλίσει διαφάνεια και να προσφέρει έναν αδιάβλητο τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Και το πέτυχε. Για την εποχή του στην Ελλάδα αποδείχθηκε μια εξαιρετική λύση, που έδωσε ίσες ευκαιρίες σε μαθητές ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση και ανεξάρτητα από το εισόδημα των γονιών τους. Σταδιακά όμως, τα προβλήματα του συστήματος έχουν υπερκεράσει τα σαφή του πλεονεκτήματα, αυτά της διαφάνειας και την αδιαβλητότητας.

Οι Πανελλαδικές πάντα λέγονταν «εξετάσεις» αλλά ποτέ δεν ήτανε σύστημα εξετάσεων. Οι Πανελλαδικές ήταν και είναι διαγωνισμός για έναν αριθμό πεπερασμένων θέσεων φοίτησης. Κάθε χρόνο περίπου 100,000 υποψήφιοι, διαγωνίζονται για περίπου 70,000 θέσεις, οι 5,000 περίπου από τις οποίες είναι περιζήτητες. Η πρώτη μου διαπίστωση λοιπόν, είναι ότι ο διαγωνιστικός χαρακτήρας ακυρώνει με απόλυτο τρόπο και τα επιχειρήματα για την «βάση του δέκα». Η βάση είναι για εξετάσεις, και όχι για διαγωνισμούς. Και για αυτό τον λόγο, είναι θετικό ότι οι απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου, έχουν αποδεσμευθεί από τον διαγωνισμό για θέσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τις Πανελλαδικές.

Mια και πρόκειται περί διαγωνισμού λοιπόν, καλό θα ήταν να πάψουμε να μιλάμε για «μόρια», και «βάσεις», και «βαθμούς». Πιστεύω οτι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, ώστε να μιλάμε για βαθμολόγηση σε σχέση με τους συνυποψήφιους στον διαγωνισμό. Ο σωστός τρόπος για την ποσοτικοποίηση της επίδοσης του κάθε υποψηφίου σε σχέση με άλλους, είναι κάθε υποψήφιος να κατατάσσεται σε κάποιο «εκατοστημόριο» σε σχέση με τους συνυποψηφίους του, σε κάθε εξεταζόμενο μάθημα. Ο λόγος είναι απλός: το «πήρα 18 στα μαθηματικά» δεν σημαίνει κάτι σε ένα διαγωνισμό. Αντίθετα, το «είμαι στο 90ό εκατοστημόριο στα μαθηματικά» σημαίνει ότι ο βαθμός μου ήταν καλύτερος απο το 90% των εξεταζόμενων. Αυτή η μικρή αλλαγή θα σταματούσε και όλη την παραφιλολογία σε σχέση με την δυσκολία των θεμάτων, και αν ανέβηκαν ή έπεσαν οι βαθμοί...

Η απλή παραδοχή της σχετικοποίησης της βαθμολογίας σε σχέση με άλλους υποψηφίους, θα οδηγούσε και σε μία άλλη απλοποίηση: κάθε σχολή θα μπορούσε να θέσει κάποιες ελάχιστες προϋποθέσεις για την εισαγωγή φοιτητών σε αυτή. Π.χ. παρότι τα εξεταζόμενα μαθήματα για εισαγωγή στο Τμήμα Μαθηματικών, Χημείας και Βιολογίας μπορεί να είναι τα ίδια, το τμήμα Μαθηματικών μπορεί να απαιτεί να βρίσκονται όλοι οι μέλλοντες φοιτητές του, π.χ. στο 90% στα Μαθηματικά ενώ το Βιολογικό να απαιτεί μόνον 50% στα Μαθηματικά αλλά 90% στην Βιολογία, και το Χημικό 90% στην Χημεία. Προσοχή: 50% στα Μαθηματικά, δεν είναι η βάση (το «10»), αλλά σημαίνει ότι κάποιος έγραψε καλύτερα απο τους μισούς υποψηφίους. Προτείνω επίσης, κάθε Τμήμα να ορίζει συντελεστή βαρύτητας για όποια μαθήματα επιθυμεί. Οι μαθηματικοί θα μπορούσαν να θέσουν μεγάλο συντελεστή βαρύτητας στα Μαθηματικά και μικρό στην Χημεία, και οι Χημικοί μπορούν να κάνουν το αντίθετο.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σημειώσω, ότι χρειαζόμαστε περισσότερα τεστ δεξιοτήτων ως μέρος των Πανελλαδικών. Όπως έχουμε π.χ. το «Σχέδιο» στην αρχιτεκτονική, θα μπορούσαμε να έχουμε τεστ δημιουργικότητας (σε πολλά επιστημονικά πεδία) ή ενσυναίσθησης (για την ψυχολογία, την ιατρική ή τις νοσηλευτικές σχολές).

Με το που θα γίνονται γνωστά τα αποτελέσματα, ο κάθε υποψήφιος θα μπορούσε - ηλεκτρονικά - να βλέπει σε ποια τμήματα έχει επιτύχει την προαπαιτούμενη ελάχιστη επίδοση στα συγκεκριμένα μαθήματα που θα έχουν ορισθεί από κάθε Σχολή ή Τμήμα, και να μπορεί να κάνει τις επιλογές του. Η επιλογή αυτή γίνεται και σήμερα, αλλά θα μπορούσε να γίνεται πλέον από μια πιο περιορισμένη λίστα για την οποία ο φοιτητής θα έχει συγκεντρώσει την ελάχιστη βαθμολογία, για όπου υφίσταται. Κάθε τμήμα φυσικά, συνεχίζει να έχει και ορισμένο αριθμό θέσεων όπως σήμερα - τον οποίον πρέπει επιτέλους να μην ορίζει κεντρικά το Υπουργείο, ή τουλάχιστον να παίρνει πιο σοβαρά τις προτάσεις των τμημάτων.

Εδώ φτάνουμε και στην πιο «επαναστατική» πρόταση. Πριν την κάνω, θα σας ζητούσα να αναρωτηθείτε για κάτι: πιστεύετε ότι ένας μαθητής με 18,648 μόρια θα γίνει σίγουρα καλός γιατρός και ένας με 18,467 μόρια όχι; Πριν απαντήσετε σκεφτείτε και το εξής: Η διαφορά ανάμεσα στο 16.7 και στο 16.8 στην Νεοελληνική Γλώσσα είναι περίπου 20 μόρια - και όχι ενα μόριο! Πιστεύετε λοιπόν, ότι ένας μαθητής με 16.8 στη Νεοελληνική Γλώσσα θα γίνει σίγουρα καλός γιατρός και ένας με 16.7 όχι; Η δικιά μου άποψη είναι σαφώς ότι τέτοιες μικρές διαφορές είναι έτσι κι αλλιώς εντελώς τυχαίες, ακόμα και στο καλύτερο εξεταστικό σύστημα. Ακόμα και μεγαλύτερες διαφορές, το 18 και το 19 στην Χημεία για παράδειγμα, είναι τυχαίες διαφορές. Οι ίδιοι μαθητές, σε μια διαφορετική μέρα ή με διαφορετικά θέματα θα μπορούσαν να είχαν γράψει αντίστροφα αποτελέσματα. Φυσικά, καμία σχέση δεν υπάρχει ανάμεσα στον μαθητή του 9 και του 19 π.χ. στα Μαθηματικά. Συνεχίζω με αυτή την σημαντική παραδοχή, ότι στην βαθμολόγηση μαθημάτων, υπάρχει ο παράγοντας της τύχης και της «ημέρας», όπως και στον αθλητισμό.

Προτείνω λοιπόν, κάθε μαθητής να παίρνει τόσα μόρια όσα το ακριβές εκατοστημόριο στο οποίο κατατάχθηκε, και ο μέσος όρος - λαμβάνοντας υπόψιν και τον συντελεστή βαρύτητας - να υπολογίζεται. Το εκατοστημόριο αυτό θα είναι η ποσοτικοποιημένη αξιολόγηση του κάθε υποψήφιου. Με άλλα λόγια, ο κάθε υποψήφιος θα ανήκει απο το 1ο ως το 100ό εκατοστημόριο για κάθε υπάρχον Γνωστικό Πεδίο ή Ομάδα Προσανατολισμού, σε μια πολύ πιο «χονδρική» βαθμολογία από ό,τι το σημερινό 1-20,000 ή και το παλιότερο 1-2,000: η σημερινή αλλά και η παλαιότερη ακρίβεια στον υπολογισμό του βαθμού του υποψηφίου είναι ψευδεπίγραφη και στατιστικά αμελητέα.

Η «βαθμολογία», ή καλύτερα η «κατάταξη» πλέον, θα είναι πολύ πιο κατανοητή: από τους περίπου 100,000 υποψηφίους, 1,000 θά έχουν 100, 1,000 θα έχουν 99, και ούτω καθεξής. Η εντελώς ψευδεπίγραφη σημερινή ακρίβεια βαθμολόγησης, που δεν έχει καμια απολύτως παιδαγωγική ή στατιστική βάση, θα εξαφανιζόταν. Ο «βαθμός» θα ήταν κατανοητός άμεσα σε σχέση με τους συν-διαγωνιζόμενους: το «έχω 16,312 μόρια» δεν σημαίνει τίποτε και μπορεί και να είναι ανάλογα με το ακροατήριο θετικά η αρνητικά αποπροσανατολιστικό. Το «είμαι στο 85ο εκατοστημόριο» είναι σαφές: ο μαθητής αυτός τα πήγε καλύτερα απο το 85% των συνυποψηφίων του.

Συγχρόνως, με βάση την αντικειμενική πλέον παραδοχή της αδυναμίας προσδιορισμού της ακριβούς «αξίας» του υποψηφίου, η κατάταξη στο 1-100, μας φέρνει σε ένα ακόμα δίλημμα: είναι αλήθεια οι καλύτεροι αυτοί με το 100; Μήπως αυτοί με το 99 είναι τουλάχιστον το ίδιο καλοί; Έχουμε το ιδιο πρόβλημα με το 18,748 και το 18.647 αλλά το λέμε διαφορά ανάμεσα στο 98 και το 99! Σε αυτό το σημείο λοιπον, προτείνω και... μία κλήρωση.

Οι 1,000 «άριστοι» μαθητές θα έχουν 100 «λαχνούς», οι επόμενοι χίλιοι (επίσης άριστοι ...) 99, και οι τελευταίοι από 1 «λαχνό». Στην κλήρωση αυτή η πρόταση μου είναι να κληρώνεται ο μαθητής (με βάση τον ειδικό κωδικό αριθμό του). Ο άριστος θα έχει εκατό φορές μεγαλύτερες πιθανότητες από τον «τουρίστα» να κληρωθεί. Όταν ένας μαθητής κληρώνεται, το σύστημα μπορεί να ελέγχει έαν η σχολή πρώτης προτίμησης του έχει ελεύθερες θέσεις. Εάν ναι, ο υποψήφιος καταλαμβάνει την θέση. Εάν όχι, το σύστημα κοιτάει την επόμενη σχολή, κ.τ.λ. μέχρι να βρεθεί κάποια προτίμηση του υποψηφίου με ελεύθερες θέσεις. Έτσι, αυτός που κληρώνεται πρώτος, θα μπορεί να μπει σε όποια σχολή έχει δηλώσει ως πρώτη προτίμηση, ενώ όσο πιο μετά κληρώνεται κάποιος, τόσο μικρότερες πιθανότητες θα έχει να βρεθεί στην σχολή πρώτης προτίμησης του. Αυτοί με τους καλύτερους βαθμούς όμως, θα έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να κληρωθούν νωρίς.

«Δύο λεπτά» - ίσως σκεφτήκατε - «έτσι θα μπουν και τα "στουρνάρια" στην Νομική και στην Ιατρική, απλά και μόνο από τύχη! Καταργούμε την Αριστεία!». Όχι. Κάθε Σχολή θα έχει θέσει τις ελάχιστες προϋποθέσεις, και έτσι δεν θα είναι επιλέξιμη από μαθητές με κακή βαθμολογία σε κρίσιμα για το αντικείμενο σπουδών γνωστικά αντικείμενα. Το σύστημα θα μπορούσε να έχει και άλλες ασφαλιστικές δικλείδες - π.χ. εάν μια σχολή είναι περιζήτητη, π.χ. η Ιατρική Αθηνών, και έχει επιλεχθεί από υπερβολικά πολλούς υποψηφίους σε σχέση με τις θέσεις, να «κλειδώνει» μια βάση εισαγωγής, που να επιτρέπει κλήρωση μόνον στους καλύτερους εκ των υποψηφίων που την επέλεξαν ως πρώτη επιλογή.

Γιατί όμως κλήρωση και όλα τα άλλα; Ποια θα είναι τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου συστήματος; Ο διαγωνιστικός χαρακτήρας της εισαγωγής θα είναι σαφής σε όλους, μια και οι βαθμοί-εκατοστημόρια θα είναι συγκριτικοί και θα σταματήσει η παραφιλολογία των βάσεων και της βαθμολαγνείας. Μια και οι μικρές διαφορές στην βαθμολογία θα είναι λιγότερο σημαντικές λογω της στρογγυλοποίησης αλλά και της κλήρωσης, θα υπάρξει μια σταδιακή αποσυμπίεση από την υπερβολική πίεση των εξετάσεων, σταδιακή ελάττωση της φροντιστηριακής παιδείας, και σταδιακή εστίαση στον επαγγελματικό προσανατολισμό και στην κατάκτηση της ύλης σε βάθος.

Οι σχολές θα γίνουν εκ των πραγμάτων προσβάσιμες στους φοιτητές που πραγματικά το επιθυμούν, λόγω και της κλήρωσης. Ο φοιτητής που θέλει πράγματι να γίνει π.χ. Βιολόγος, θα βάλει την Βιολογία ως πρώτη προτίμηση, και δεν θα γεμίζουν τα Βιολογικά με αποτυχόντες φοιτητές της Ιατρικής, που απλά έτυχε να έχουν οριακά καλύτερη βαθμολογία: και η ψυχολογία της επιλογής αλλά και η στοχαστικότητα του συστήματος συνηγορούν προς αυτό το συμπέρασμα. Προσομοιώσεις του συστήματος, αλλά και η εμπειρία από παρόμοια συστήματα, θα έδειχνε ότι σταδιακά, σε βάθος ελάχιστων χρόνων απαραίτητων για να εξορθολογίσουν οι ίδιοι υποψήφιοι τις επιδιώξεις τους σε σχέση με τις επιδόσεις τους, το σύστημα θα ισορροπούσε και θα είχαμε ίσως και περισσότερους από το 80% των φοιτητών να φοιτούν στην πρώτη τους επιλογή.

Τα μειονεκτήματα λίγα, πέραν από ένα αίσθημα αδικίας σε αυτούς που δεν θα μπαίνουν στην σχολή της αρεσκείας τους - ένα πρόβλημα που ήδη υπάρχει έτσι κι αλλιώς, αλλά πλέον θα είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστεί καλύτερα από το άγχος της αποτυχίας «για ένα-δύο μόρια». Το αίσθημα της αδικίας και της απελπισίας του «μα αν μου είχε βάλει 19 αντί για 18 ο δεύτερος εξεταστής στην Βιολογία θα ήμουν στην σχολή που ήθελα» είναι πολύ χειρότερο από το αίσθημα της ατυχίας σε μια κλήρωση.

Είμαι βέβαιος, ότι το προτεινόμενο σύστημα, μπορεί να βελτιωθεί σε πολλά. Αλλά οι βασικές ιδέες, ίσως έχουν την προοπτική να μετασχηματίσουν το σύστημα εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς κατάργηση εξετάσεων και άλλα μεγαλόσχημα σχέδια, αλλά με σταδιακή αποσυμπίεση της πίεσης και μετάβαση στην έμφαση στο σωστό επαγγελματικό προσανατολισμό και στην απόκτηση πραγματικών γνώσεων και δεξιοτήτων και όχι απλά στην κατάκτηση καλής βαθμολογίας.

Δημοφιλή