Από τον Λεωνίδα Κύρκο στον Τόνι Μπλερ

Όταν οι νικητές των εθνικών αναμετρήσεων ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, κατέφυγαν ξανά στο συναισθηματικό λόγο για να δικαιολογήσουν την πρότερη αισιοδοξία τους, αυτή τη φορά όμως με αυτοαναφορικό τόνο. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι το μόνο που μπορούν να του προσάψουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι είναι ότι είχε αυταπάτες. Σε μία παρεμφερή δήλωση, ο υπουργός Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις υποστήριξε ότι δεν σκοπεύει να απολογηθεί επειδή απλώς είχε μεγάλες φιλοδοξίες για τη συμφωνία που μπορούσε να πετύχει η χώρα του με την ΕΕ.
eurokinissi

Αργά και σταθερά εδραιώνεται στη Βρετανική κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι το Brexit δεν είναι ένα έκτακτο γεγονός, αλλά μία μακρά περίοδος με αβέβαιη κατάληξη. Είναι όπως η δική μας, διαφορετική πια, πρόσληψη για τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο χώρες συνδέουν τον χρόνο με τις ιστορικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν είναι χαρακτηριστικά όμοιος.

Φιλοδοξίες και αυταπάτες

Όταν η κρίση ξέσπασε το 2010, κατανοήσαμε μεν το μέγεθος της, θεωρήσαμε όμως ότι θα ολοκληρωνόταν μετά από έναν σύντομο κύκλο δύο - τριών χρόνων. Τα μέτρα θα είχαν έκτακτο και εξαιρετικό χαρακτήρα, και στη συνέχεια θα επιστρέφαμε στην περίφημη πλέον κανονικότητα. Διανύουμε πια τον έβδομο χρόνο της κρίσης, ενώ πρόσφατα ακούσαμε τον Κώστα Σημίτη να υποστηρίζει ότι η χώρα ίσως τελικά επιστρέψει στην ανάπτυξη νωρίτερα από το 2030.

Στη Μεγάλη Βρετανία, ο κόσμος πίστευε ότι το Brexit θα συμβεί μία κι έξω, την επομένη του δημοψηφίσματος. Ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε διαβεβαιώσει το εκλογικό σώμα ότι θα ενεργοποιούσε το άρθρο 50 άμεσα, και στη συνέχεια η χώρα θα έφευγε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρειάστηκε να περάσουν εννιά μήνες για να ξεκινήσει τυπικά η διαδικασία, χωρίς πλέον κανείς να γνωρίζει πότε θα αρχίσει η ουσιαστική διαπραγμάτευση (πιθανώς μετά τις γερμανικές εκλογές) και πώς θα ολοκληρωθεί. Ο πρώην πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΕ, Άιβαν Ρότζερς προέβλεψε ότι θα χρειαστούν περίπου δέκα χρόνια για να υπάρξει νέα συμφωνία ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ. Όταν δηλαδή, περιμένει και η Ελλάδα τη δική της ανάκαμψη.

Την αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο και την έκβαση των κρίσεων εκμεταλλεύτηκαν οι λαϊκιστές, στοχεύοντας στο συναίσθημα της κοινής γνώμης, υποσχόμενοι εξωφρενικά χρονοδιαγράμματα με ιδανική κατάληξη. Και στις δύο χώρες, η πλειοψηφία πείστηκε ότι οι νεόκοπες ηγεσίες τους θα επέβαλλαν στην Ευρώπη τους δικούς τους όρους.

Όταν οι νικητές των εθνικών αναμετρήσεων ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, κατέφυγαν ξανά στο συναισθηματικό λόγο για να δικαιολογήσουν την πρότερη αισιοδοξία τους, αυτή τη φορά όμως με αυτοαναφορικό τόνο. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι το μόνο που μπορούν να του προσάψουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι είναι ότι είχε αυταπάτες. Σε μία παρεμφερή δήλωση, ο υπουργός Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις υποστήριξε ότι δεν σκοπεύει να απολογηθεί επειδή απλώς είχε μεγάλες φιλοδοξίες για τη συμφωνία που μπορούσε να πετύχει η χώρα του με την ΕΕ.

Είναι φυσικά πολύ ενδιαφέρον πως ενώ οι δύο πολιτικοί περιγράφουν την ίδια ακριβώς αποτυχία, καταφεύγουν στο ιδεολογικό αρχέτυπο των κομμάτων τους, προκειμένου να δικαιωθούν στα μάτια της εκλογικής βάσης. Έτσι, ο Τσίπρας, μπροστά στο αριστερό ακροατήριο υποδύεται τον εξαπατημένο Δον Κιχώτη, ενώ ο δεξιός Ντέιβις παίρνει τον ρόλο του αποφασισμένου να φτάσει στην κορυφή με τις δικές του δυνάμεις.

Η νοσταλγία

Ο λαϊκισμός κερδίζει, γιατί από τη μία εξάπτει την προσμονή του κόσμου με ανεδαφικές προσδοκίες, και από την άλλη διεγείρει τη νοσταλγία, με μία επίσης πλασματική αφήγηση για το παρελθόν.

Το βασικό σύνθημα των Brexiters ήταν ότι θέλουν να πάρουν πίσω τον έλεγχο της χώρας τους, όπως ακριβώς και ο Τραμπ λέει ότι θέλει να κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά.

Κανείς όμως δεν εξηγεί στον κόσμο σε ποια περίοδο αναφέρεται, ποιο ήταν ακριβώς το εθνικό επίτευγμα, και ποια μέσα στερείται πλέον η χώρα του ώστε να το επαναλάβει. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που έχει η συζήτηση για τη δραχμή στην Ελλάδα.

Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ανατρέχουν σε περασμένες δεκαετίες για να βρουν τις παλιές καλές μέρες της χώρας, εφευρίσκοντας μία ασαφή εποχή ευημερίας, χαμένη μέσα στον χρόνο, διαχωρισμένη από ημερομηνίες και γεγονότα, ώστε να αποσυνδεθεί από πρόσωπα και κόμματα, και να παραδοθεί εξιδανικευμένη στη συνείδηση της εξαγριωμένης με τους πολιτικούς κοινής γνώμης.

Στον αντίποδα, οι αντίπαλοι του λαϊκισμού στην Ελλάδα, έχουν ως σημείο αναφοράς συγκεκριμένες, σχετικά πρόσφατες πολιτικές περιόδους και τους εκπροσώπους τους. Περιγράφουν με θετικό τρόπο, για παράδειγμα, την τριετία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή την περίοδο του Κώστα Σημίτη. Έτσι, πολιτικοί που έχουν τερματίσει την πολιτική τους καριέρα απολαμβάνουν μία ανέλπιστη δημοφιλία. Η ταύτιση όμως με σύγχρονους πολιτικούς ηγέτες έρχεται με το αντίστοιχο τίμημα.

Όσοι εξαίρουν τον ρόλο της κυβέρνησης Σημίτη για την είσοδο της χώρας στο ευρώ, καλούνται να απολογηθούν και για τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Στη Μεγάλη Βρετανία συμβαίνει το ίδιο με τον Τόνι Μπλερ. Απαλλαγμένος και εκείνος από τους περιορισμούς μέσα στους οποίους λειτουργεί ένας ενεργός πολιτικός, έχει επιστρέψει στην πρώτη γραμμή του δημόσιου διαλόγου. Όμως, εκείνοι που επικαλούνται τον συντριπτικό του λόγο υπέρ της ανάκλησης του Brexit, πρέπει κάθε φορά να διαχωρίζουν τη θέση τους από τον πόλεμο του Ιράκ του 2003.

Πίσω από αυτή την κριτική για τις αποτυχίες πολιτικών δυνάμεων του λεγόμενου τρίτου δρόμου, βρίσκεται η κριτική που η λαϊκή κεντροαριστερά ιστορικά επιφυλάσσει στη δεξιά πτέρυγα της. Μία μέρα μετά την πρόσφατη παρέμβαση του Τόνι Μπλερ για το Brexit, το Εργατικό Κόμμα τον κατηγόρησε ως εκπρόσωπο της «αριστεράς του Νταβός». Είναι ο διεθνής όρος για τη δική μας «αριστερά των σαλονιών» στην οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου, σαράντα χρόνια πριν, είχε κατατάξει τον μετριοπαθή Λεωνίδα Κύρκο.

Μία υπενθύμιση ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε δήθεν λαϊκές δυνάμεις και πολιτικές ελίτ δεν είναι σημερινός, ούτε προκύπτει απλώς εξαιτίας των σύγχρονων κρίσεων, αλλά αντιθέτως, συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες.

Δημοφιλή