Στην Ανοιξιάτικη Ύδρα

Ο Κούνδουρος δεν περιορίστηκε να αντιγράφει, να χρησιμοποιεί ή να μιμείται τη βυζαντινή τέχνη∙ έκανε κάτι περισσότερο: επιχείρησε να μορφοποιήσει στα βυζαντινά διδάγματα το θεμελιώδες αίτημα του ουμανισμού. Χρησιμοποίησε το ίδιο σχεδόν μορφοπλαστικό λεξιλόγιο τόσο στα θρησκευτικά όσο και στα κοσμικά του θέματα, την ίδια έμφαση στους χαμηλούς χρωματικούς τόνους, τον ίδιο τονισμό των γραμμικών αξιών. Στον πλούτο της βυζαντινής τέχνης συγκινήθηκε από τα πάθη της Ορθοδοξίας, τους ανώνυμους χρωμοψαλτάδες της αγιογραφίας, τα καλογέρια και τους κεντητάδες της λαϊκής παράδοσης.
photo_stella via Getty Images

Η γοητεία του Κούνδουρου

Για τον μεγάλο σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο, τον «χειμαρρώδη επαναστάτη», τον αιώνιο έφηβο, η Ντίνα Αδαμοπούλου Διευθύντρια στο Ιστορικό Αρχείο - Μουσείο Ύδρας αυτή η γλυκιά γυναίκα, αρχαιολόγος γράφει:

«Φέρνοντας με αγάπη στο νου μου την εικόνα του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη και υδραιολάτρη Νίκου Κούνδουρου, σκέπτομαι ότι μερικοί άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να ξεχωρίζουν παλεύοντας με τις χίμαιρες, με τους ανέμους, με τα δύσκολα! Και ο Κούνδουρος ανήκε αναμφίβολα στην κατηγορία των ανθρώπων αυτών...»

Η Ντίνα Αδαμοπούλου

Αφορμή είναι η έκθεση «Νίκος Κούνδουρος. Μάρτυρες στο Κάδρο» και συνεχίζεται έως τις 2 Ιουλίου στην Ύδρα.

Και η κ. Αδαμοπούλου συνεχίζει: Τον γνώρισα πριν χρόνια εδώ στο νησί αλλά το βραχύ αυτό διάστημα της γνωριμίας μας στάθηκε αρκετό για να πεισθώ απόλυτα ότι ακόμα κι αν οι άγκυρες χάλαγαν, κι αν έσπαγαν τα κουπιά, ακόμα κι αν το τιμόνι δεν υπάκουε στις εντολές, ο Κούνδουρος από ιδιοσυγκρασία θα έμενε ατάραχος καραβοκύρης του καλλιτεχνικού του έργου , θα σήκωνε τις άγκυρες θα ίσιωνε το τιμόνι και θα μανουβράριζε τα σκοινιά για να εξακολουθήσουν να κρατάνε το πλοίο της σκηνοθετικής του δημιουργίας γερά. Ο Κούνδουρος κοντολογίς ήταν ένας από τους εμβληματικούς αυτούς σκηνοθέτες που τόλμησαν να δώσουν την ψυχή τους ολόκληρη για τα αγαθά της Τέχνης.

Ζωγράφος εξαιρετικός και εμπνευσμένος, εκτός των άλλων του καλλιτεχνικών ιδιοτήτων, αλλά και διανοούμενος και φιλόσοφος με διαρκείς αναζητήσεις και ένας αληθινός Δάσκαλος του θεάτρου που συλλάμβανε την ουσία του έργου φορμάροντας και μετουσιώνοντας πάντα τα σκηνοθετικά του πλάνα σε δυνατές και ανεπανάληπτες στιγμές! Άνθρωπος χειμαρρώδης και παρεμβατικός, ενθουσιώδης και δραστήριος, θα μείνει βαθιά χαραγμένος στο νου και την καρδιά μας ως ο αιώνιος έφηβος της 7ης Τέχνης!.

Ο «αιώνιος έφηβος»

Ο «αιώνιος αυτός έφηβος», μπορεί να μην βρίσκεται πια μαζί μας, αλλά όντας ένας σκηνοθέτης που βίωνε διαρκώς και με έντονο τρόπο την κατάληξη της κινηματογραφικής πράξης θα παραμείνει εσαεί ένας «μάρτυρας του κάδρου», θα ταξιδεύει μαζί μας για πάντα μέσα από τις τελετουργίες του φακού του και τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας...

Η δημιουργική σκηνοθετική του πορεία, η καλλιτεχνική του ματιά, η προσήλωσή του στην παράδοση , στη Ρωμηοσύνη, σε ό,τι αυθεντικό, αληθινό και γνήσιο, έχουν σφραγίσει ανεξίτηλα τον ελληνικό κινηματογράφο και ο μαγικός ζωγραφικός του χρωστήρας αυτοτελώς και μεγαλογράμματα έχει υπογράψει για πάντα την αφάνταστη γοητεία της Τέχνης του!...»

Ο Γιώργος Μυλωνάς, ο οποίος επιμελείται την έκθεση, γράφει:

«Αν ο Μπάυρον δε γίνει καλή ταινία -πιο καλή από καλή- θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος, αθώος και ανυποψίαστος σαν τους πρωτόπλαστους πριν δαγκώσουν το πονηρεμένο μήλο», έγραφε ο Νίκος Κούνδουρος στη Σωτηρία, την αγαπημένη του σύζυγο, όταν γύριζε τον «Byron» στη μακρινή Κριμαία. Στην πραγματικότητα, η σχέση του δημιουργού με τη ζωγραφική δεν υπήρξε ευκαιριακή, σε αυτήν επέστρεφε κι αυτή ήταν που καθόρισε το κινηματογραφικό του βλέμμα στάθηκε η πρώτη ύλη για να ξανοιχτεί στην κινηματογραφία, «ένα είδος θριαμβευτικής ζωγραφικής», όπως την αποκάλεσε, αλλά και καταφύγιο κάθε φορά που αποσυρόταν από τα κινηματογραφικά του σχέδια: «στο ενδιάμεσο κάθε ταινίας έριχνα και δέκα ζωγραφιές, όπου έβρισκα γαλήνη, γιατί η ζωγραφική είναι δουλειά ασκητική».

Καλλιτέχνης προσωπικών αναζητήσεων, ο Κούνδουρος ακολούθησε ένα δρόμο ο οποίος καθορίστηκε από τη ρήξη με την εξουσία και από τη βαθιά πίστη στην παράδοση και τη λαϊκή τέχνη. Από το πατρικό του σπίτι στην οδό Ηρακλείτου, ο δημιουργός ήρθε σε άμεση επαφή με την εκκλησιαστική ζωγραφική, κυρίως δε με τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρήτης, για την οποία καμάρωνε και την οποία επικαλούνταν για τις αρετές και τα κουσούρια της.

Σε ηλικία μόλις 16 χρόνων, «με πάθος για τη ζωγραφική και κάτι ψεύτικες δηλώσεις», ο Έλληνας δημιουργός μπήκε λαθραία στη Σχολή Καλών Τεχνών, αποφοιτώντας από το εργαστήρι του Μιχάλη Τόμπρου, το '48. Δάσκαλό του και φίλο κατοπινό, ο Κούνδουρος αναφέρει τον Γιάννη Μόραλη. Και ενώ γνώρισε απ' αυτόν τα μυστικά των μεγάλων της Αναγέννησης κοντά στις νεωτερικές αναζητήσεις της εποχής του, ο Κούνδουρος αφομοίωσε δημιουργικά τη γλώσσα της βυζαντινής ζωγραφικής, εμπλουτίζοντάς την με τη γνώση της ανατομίας και την πλαστική απόδοση των μορφών.

Ο Κούνδουρος δεν περιορίστηκε να αντιγράφει, να χρησιμοποιεί ή να μιμείται τη βυζαντινή τέχνη∙ έκανε κάτι περισσότερο: επιχείρησε να μορφοποιήσει στα βυζαντινά διδάγματα το θεμελιώδες αίτημα του ουμανισμού. Χρησιμοποίησε το ίδιο σχεδόν μορφοπλαστικό λεξιλόγιο τόσο στα θρησκευτικά όσο και στα κοσμικά του θέματα, την ίδια έμφαση στους χαμηλούς χρωματικούς τόνους, τον ίδιο τονισμό των γραμμικών αξιών. Στον πλούτο της βυζαντινής τέχνης συγκινήθηκε από τα πάθη της Ορθοδοξίας, τους ανώνυμους χρωμοψαλτάδες της αγιογραφίας, τα καλογέρια και τους κεντητάδες της λαϊκής παράδοσης, κυρίως δε από την αλληλουχία των αγγιγμάτων του πονεμένου κόσμου. Πίσω από την υποταγή του στη σχολή της μεταβυζαντινής ζωγραφικής πάντα υπάρχει ο άνθρωπος. Και μολονότι «άπιστος», ο Κούνδουρος έπλαθε ανθρώπους «πλατύτερους απ' τη ζωή» και πάσχιζε με το δικό του «θρησκευτικό» τρόπο να βρει το ανεύρετο κλειδί της. «Θέλω να διατηρήσω μέχρι το τέλος το δικαίωμα να είμαι με τους άλλους, να ουρλιάζω στα πεζοδρόμια, να είμαι αυτό που ήμουνα, ο φοιτητής με τη γροθιά σηκωμένη στον ουρανό απειλητικά», γράφει ο Νίκος Κούνδουρος στον Μάνο Χατζιδάκι και στη μορφή του αιώνιου έφηβου απαθανατίζει τον εαυτό του στην παλέτα του ως ζωγράφο».

Και οι τρεις ήταν υπέροχοι: Καβουκίδης, Βότσης, Λασκαρίδης

Ντίνα Αδαμοπούλου και Νίκος Καβουκίδης

Με συγκίνηση μίλησε, ο αδερφικός του φίλος και στενός του συνεργάτης, o Διευθυντής Φωτογραφίας Νίκος Καβουκίδης, ο υπέροχος αυτός άνθρωπος. «Πρύτανη της αισθητικής» τον αποκαλούν όσοι τον γνωρίζουν από κοντά. Όπως ο -άντρας μου- δημοσιογράφος Γιώργος Βότσης, δάσκαλο τον αποκαλούν στον δικό του χώρο. Η Δημοσιογραφία γι' αυτόν, είναι περιπέτεια και ευθύνη, όπως λέει μετά από δεκαετίες ως γραφιάς, πάνω από όλα είναι η αδέσμευτη γνώμη, η αμεροληψία και ο συνεχής έλεγχος της εξουσίας.

Γιώργος Βότσης

Όμορφη συντροφιά στην Ανοιξιάτικη Ύδρα. Εκεί και ο εφοπλιστής Πάνος Λασκαρίδης, Πρόεδρος στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, μια Πολιτιστική και πνευματική όαση σε ένα όμορφο νεοκλασικό κτήριο στην καρδιά του Πειραιά.

Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού στην Ύδρα

Ενδιαφέρον είχε η ξεναγησή μας στην Ακαδημία Εμπορικού ναυτικού στην Ύδρα από τον Διευθυντή Ευ. Δανόπουλο, ο οποίος μας εξηγεί:

Η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού της Ύδρας αποτελεί σήμερα ένα ζωντανό Ιστορικοναυτικό μνημείο και μια χειροπιαστή έκφραση της ναυτικής μας συνέχειας.

Η ιστορική διαδρομή της ξεκίνησε με την ίδρυση στην Ύδρα το 1749 στο Σχολείο του Αγίου Βασιλείου στον περίβολο του ομώνυμου ναού και πρόκειται για την αρχαιότερη στο είδος της παγκοσμίως.

Η ιστορία

Το 1800 περίπου λειτούργησε ως Ναυτική Σχολή της Ύδρας με πρωτοβουλία της Δημογεροντίας του νησιού.

Στα προεπαναστατικά χρόνια ξένοι διδάσκαλοι, Ιταλοί και Πορτογάλοι δίδαξαν την ναυτική τέχνη και ξένες γλώσσες (Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική).

Έχουν διασωθεί τα ονόματα των Ιταλών Φελίτσε Καζέρτα και Ιωσήφ Κιάππε.

Ο Φελίτσε Καζέρτα ήταν ναυτοδιδάσκαλος από το 1817 μέχρι το 1821. Ο Ιωσήφ Κιάππε ήταν διδάσκαλος ξένων γλωσσών.

Το 1930 με τον Νόμο 4511 ιδρύθηκε από το Κράτος η Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας. Από το ίδιο έτος στεγάζεται στο σημερινό κτίριο, το οποίο κτίστηκε κατά τη χρονική περίοδο 1780 με 1810 και ανήκε στους Υδραίους καραβοκύρηδες Αναστάσιο Τσαμαδό και Αθανάσιο Κουλούρα κι έχει παραχωρηθεί στο Δημόσιο αποκλειστικά για τη λειτουργία της Σχολής.

Στρατηγείο

Στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το κτήριο του Διοικητηρίου είχε επιταχθεί από τους Ιταλούς και είχε χρησιμοποιηθεί ως στρατηγείο και η Σχολή λειτούργησε σε κτίρια Αθηνών και Πειραιώς.

Το 2012 η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Ύδρας βραβεύτηκε στην κατηγορία Achievement in Education or Training από τους Lloyd's List Greek Shipping Awards.

Από το έτος 1930 που η Σχολή λειτουργεί ως κρατική και μέχρι σήμερα έχουν αποφοιτήσει 3.800 δόκιμοι Πλοίαρχοι.

Σήμερα στη Σχολή φοιτούν 140 σπουδαστές/στριες.