Μαθήματα ζωής από κηδείες

Πρέπει να ομολογήσω εδώ τις δικές μου μεροληψίες. Συλλυπούμαι ειλικρινά τους ανθρώπους του υπέργηρου πολιτικού. Δεν ανήκω σε κάποιο κόμμα και δεν έκλαψα τόσο γοερά όσο ο πρώην βασιλιάς Κωνσταντίνος, τρέφω όμως ευγνωμοσύνη στον εκλιπόντα. Ο λόγος είναι ότι η περίοδος διακυβέρνησής του συνέπεσε με την πρώτη μου αναχώρηση στην Αμερική. Η εμφανής διαπλοκή, η αναξιοκρατία, οι (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) διορισμοί κομματικών πελατών, ο εκτροχιασμός του χρέους (από 64% το 1989 σε 98% του ΑΕΠ το 1993), η μνησικακία, η αναντιστοιχία λόγων-έργων που χαρακτήριζαν τόσο τον εκλιπόντα όσο και τους πολιτικούς του αντιπάλους όλων των κομμάτων απάλυναν την πικρή γεύση της ξενιτιάς.

Κάποιος αποκομίζει την αίσθηση ότι τα σημαντικότερα γεγονότα στην Ελλάδα σήμερα είναι κηδείες. Τηλεοράσεις, εφημερίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετατρέπουν την αποδημία συνανθρώπων σε κυρίαρχο ειδησεογραφικό θέμα. Οι ελληνικές κηδείες διαρκούν περισσότερο από τους εξαήμερους ινδικούς γάμους.

Σε υγιείς συνθήκες, οι νεκρολογίες τοποθετούνται στην προτελευταία σελίδα. Σεμνός φόρος τιμής, λιτός, όπως αρμόζει σε όσους πραγματικά σεβόμαστε. Αποτελούν ευκαιρία απολογισμού χαμηλών τόνων στο εσπερινό λυκόφως της περισυλλογής. Αντιθέτως, οι νεκρολογίες γίνονται σήμερα τα κατ' εξοχήν πρωτοσέλιδα. Οι κάμερες παρακολουθούν καρέ-καρέ ενταφιασμούς στο αγγελικό και μαύρο φως του Σεφέρη, εκείνο όπου χάνεσαι και θολώνει το μυαλό σου, αν δεν κλείσεις το διάφραγμα. Οι οπερατέρ δεν κλείνουν ποτέ το διάφραγμα, τα μικρόφωνα μένουν μονίμως ανοιχτά, φαίνονται και ακούγονται όλα, τα πλέον περιττά και τα πλέον ανθρώπινα που θα έπρεπε να κουρνιάσουν στην ιδιωτική σιγή και στην αγκαλιά λίγων πραγματικών φίλων.

Οι κηδείες αποτελούν ευκαιρία να ξαναγραφτεί η ιστορία. Η ελληνική ιστορία δε γράφεται προοπτικά στο μέλλον, αλλά παραγράφεται αναδρομικά στις κηδείες. Ό,τι συνέβη μπορεί να ξαναγραφτεί από την ανάποδη. Φτάνει να έχεις αρκετούς σκηνοθέτες, αρθρογράφους και τρολ να μπουκώσουν την ιστορία με σκουπίδια. Φτιασιδώνεται η πραγματικότητα με μαλάματα ώσπου να φαγωθεί το πρόσωπό της. Η κηδεία είναι σκηνοθετικό γεγονός, μια ταινία πολύ (μα πάρα πολύ) μακρού μήκους, ένα ανοικονόμητο θρίλερ που καταντάει περισσότερο βαρετό παρά ανατριχιαστικό στην πλαδαρότητά του. Ένα ατέλειωτο Survivor για πεθαμένους. Οι διάσημοι αναπαύονται στην κάσα τους, οι μαχητές ξεσκίζονται μεταξύ τους πάνω από το κουφάρι. Αγωνίσματα: όλων των ειδών οι κωλοτούμπες. Κερδίζει: όποιος παραχαράξει την αλήθεια περισσότερο.

Η παραχθείσα ταινιοθήκη, φιλολογία και παραφιλολογία στην κηδεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη νομίζω ετερμάτισε αυτό το φαινόμενο, κατέρριψε ρεκόρ κηδευτικών αγώνων. Εξεζητημένες αγιογραφίες και μοχθηρές λασπογραφίες παλεύουν ακόμα πάνω από τη σορό. Συνήθως μονόπλευρες, άσπρο-άσπρο ή μαύρο-μαύρο, ακόμα και όταν προέρχονταν από αξιόλογους στοχαστές, όπως ο Στάθης Καλύβας. Οι συμμετέχοντες στο Survivor-επί-τω-φερέτρω περισσότερο επιδείξανε σε ποιον πολιτικό χώρο έχουν ταμπουρωθεί.

Πρέπει να ομολογήσω εδώ τις δικές μου μεροληψίες. Συλλυπούμαι ειλικρινά τους ανθρώπους του υπέργηρου πολιτικού. Δεν ανήκω σε κάποιο κόμμα και δεν έκλαψα τόσο γοερά όσο ο πρώην βασιλιάς Κωνσταντίνος, τρέφω όμως ευγνωμοσύνη στον εκλιπόντα. Ο λόγος είναι ότι η περίοδος διακυβέρνησής του συνέπεσε με την πρώτη μου αναχώρηση στην Αμερική. Η εμφανής διαπλοκή, η αναξιοκρατία, οι (γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) διορισμοί κομματικών πελατών, ο εκτροχιασμός του χρέους (από 64% το 1989 σε 98% του ΑΕΠ το 1993), η μνησικακία, η αναντιστοιχία λόγων-έργων που χαρακτήριζαν τόσο τον εκλιπόντα όσο και τους πολιτικούς του αντιπάλους όλων των κομμάτων απάλυναν την πικρή γεύση της ξενιτιάς. Η οσμή δυσώδους βούρκου που έφτανε μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού με παρηγορούσε που έφυγα. Κι ας είχα γίνει, φαίνεται, ένας από τους «προδότες νέους που εγκαταλείπουν τη χώρα», όπως δήλωσε πρόσφατα ο αξιαγάπητος Κώστας Καζάκος για μας τους χαμένους.

Μακάρι να μπορούσαμε να μαθαίνουμε και να χαιρόμαστε από τις επιτυχίες των ζωντανών, των νέων, να κοιτάμε μπροστά. Μακάρι αντί για νεκρώσιμες ακολουθίες να ακούγανε περισσότεροι Έλληνες για το έργο πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη του 40χρονου Ντέμη Χασάμπη που βρέθηκε στους 100 κορυφαίους του 2017 στο Time, ή για την ηγετική προσπάθεια της νεαρής καθηγήτριας του University of Washington Εμμανουέλας Γακίδου να καταγράψει το παγκόσμιο φορτίο νοσηρότητας. Ίσως όμως πρέπει να το αποδεχτούμε: η πληγωμένη μας κοινωνία αποστρέφεται το παρόν, δε θέλει να κατακτήσει το μέλλον. Παλεύει με νύχια και με δόντια, με γλείψιμο και με φτύσιμο, για το ποιος θα διαστρεβλώσει περισσότερο τα περασμένα. Όλος ο τσακωμός κι ο χαλασμός γίνεται για το ποιος θα κατακτήσει το παρελθόν.

Αν είναι έτσι, ίσως τελικά πρέπει να προσπαθήσουμε να διδαχτούμε ακόμα κι από κηδείες. Ίσως πρέπει να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία, να μεταμορφώσουμε τα νεκρικά happenings σε παιδευτικές εμπειρίες για ευρύτερο κοινό. Να μάθουμε να χειριζόμαστε αυτά τα ζοφερά MOOCs. Τουλάχιστον όμως ας διαλέξουμε για ποιους θα μιλήσουμε. Αντί να αναμασάμε αμφισβητούμενους πολιτικούς οποιασδήποτε φατριάς, ας μιλήσουμε για το έργο ανθρώπων που αναμφίβολα προσέφεραν. Ίσως μας εμπνεύσουν και για το μέλλον. Απαριθμώ λοιπόν εδώ 7 Έλληνες που έφυγαν πρόσφατα (Φεβρουάριος-Μάιος 2017) και που η απώλειά τους πέρασε σχετικά ή πλήρως απαρατήρητη.

Για όσους αναζητούν ανάσα ευγενικής άμιλλας μακριά από ντοπέ φενάκες, η Φανή Αργυρίου που έφυγε στις 21 Μαρτίου αποτελεί άριστο παράδειγμα. Κόρη προσφύγων, μεγάλωσε στην κατοχή. Όταν βρέθηκε 17 χρονών σε παιδική κατασκήνωση το 1945, νίκησε εύκολα σε όλα τα αγωνίσματα που συμμετείχε. Από το 1946 μέχρι το 1959 κατέκτησε 32 πανελλήνιους τίτλους σε ρίψεις, πένταθλο, άλματα, δρόμους, και σκυταλοδρομίες. Κατέρριψε 70 πανελλήνια ρεκόρ.

Για όσους αναζητούν την αποκεντρωμένη δημιουργία μακριά από την πνιγηρή πρωτεύουσα, ο Γιάννης Μανιατάκος που έφυγε 72 χρονών στις 12 Φεβρουαρίου έζησε και εργάστηκε στην Τήνο. Επί πενήντα χρόνια ζωγράφιζε σε βάθος 2 έως 10 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε Τήνο, Άνδρο, Ύδρα, Μάνη, Σαλαμίνα, Αλοννήσο, Σκαντζούρα. Όλο το έργο ζωγραφιζόταν στον βυθό, ούτε μια πινελιά έξω από το νερό. Εκτός από την υποθαλάσσια ζωγραφική, καταξιώθηκε ως γλύπτης με πανέμορφα αγάλματα γυμνών γυναικών και φιλοτέχνησε το άγαλμα του Δημήτριου Φαληρέα στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

Μια μέρα αργότερα έφυγε ο Γιώργος Ιωάννου, κορυφαίος εκπρόσωπος της Pop Art. Όποιος θέλει να δει το έργο του, όπως και για τους περισσότερους σημαντικούς Έλληνες δημιουργούς θα βρεί ελάχιστα στην Εθνική Πινακοθήκη - η συλλογή της διαθέτει πάντως το εξαίρετο «Εκ του αμφιβόλου χώρου». Πληρέστερα ας ανατρέξει στην ιστοσελίδα https://giorgos-ioannou.com/.

Άγνωστη στο ελληνικό κοινό είναι η ελληνοαμερικανή Marie Cosindas. Ένα από τα 10 παιδιά φτωχού μετανάστη, μεγάλωσε και σπούδασε Καλές Τέχνες στη Βοστώνη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με μια μηχανή 2 1/4 Rollieflex φωτογράφησε ελληνικά τοπία στοχεύοντας μετά να τα ζωγραφίσει. Όταν είδε τι είχε καταγράψει ο φακός, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ζωγραφική. Έγινε μια από τις σημαντικότερες φωτογράφους του αιώνα. Το 1966 ήταν από τις πρώτες γυναίκες με ατομική έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης.

Μένοντας στο χώρο της ομογένειας, απαρατήρητη στην Ελλάδα πέρασε η απώλεια της Graciela Paraskevaidis στις 21 Φεβρουαρίου. Μαθήτρια του Ξενάκη, από τις σημαντικότερες συνθέτιδες του 20ού αιώνα παγκοσμίως, με πολλαπλές εκτελέσεις των έργων της σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία. Έζησε και πέθανε στο Μοντεβιδέο βραβευμένη με κορυφαίες διεθνείς διακρίσεις.

Αν κρατήσω μόνο 20 ελληνικές ταινίες, θα διάλεγα τρεις του Τάκη Κανελλόπουλου: Ουρανός (1962), Εκδρομή (1966) και Παρένθεση (1968). Και οι τρεις βραβεύτηκαν με βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Συράκος Δανάλης, ο βραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας, έφυγε στις 2 Φεβρουαρίου.

Στις 8 Μαΐου, βρέθηκε νεκρή με πνευμονικό οίδημα στο διαμέρισμά της στα Εξάρχεια στην ηλικία των 30 ετών η Μαίρη Τσώνη, πρωταγωνίστρια του «Κυνόδοντα». Απομονωμένη κι αποτραβηγμένη από τη δημοσιότητα, απογοητευμένη από την περιρρέουσα μιζέρια. Νιώθω πως την σκοτώσαμε λίγο-πολύ όλοι μαζί, όπως και τόσους άλλους νέους.

Ας προσθέσω άλλους τρεις που η αποδημία τους δεν πέρασε απαρατήρητη, τον τόσο χαριτωμένο Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο, και τον εικαστικό Γιάννη Κουνέλη. Και οι τρεις ευρύτατα και δίκαια γνωστοί στην Ελλάδα, αν και μόνο ο Κουνέλης που έφυγε και έζησε στη Ρώμη (άρα «προδότης» κι αυτός;) έγινε αρκετά γνωστός διεθνώς. Μπορώ να αναφέρω άλλους πολλούς, επιστήμονες, καινοτόμους επιχειρηματίες, δημιουργούς κάθε είδους, απλούς ανθρώπους που κερδίσανε μια τίμια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Μέσα σε αυτές τις ιστορίες κηδειών παίρνει κάποιος μαθήματα ζωής. Αναλογίζεται γιατί αυτή η χώρα, αν και έχει τόσους ταλαντούχους ανθρώπους, δεν μπορεί να τους εκμεταλλευτεί για να σπάσει τον γύψο άδικου διεθνούς διασυρμού και αδικαιολόγητης απομόνωσης. Από όσους ανέφερα παραπάνω, μόνο όσοι ζήσανε στο εξωτερικό αναγνωριστήκανε αρκετά διεθνώς. Οι άλλοι χτυπηθήκανε, περιοριστήκανε, περιθωριοποιηθήκανε στην αγαπημένη Ελλάδα. Αναρωτιέμαι γιατί η χώρα δεν μπορεί να διαχειριστεί όχι τα οικονομικά της, αλλά ούτε τη φήμη της. Γιατί συντρίβει τους καλύτερους και προσπαθεί με το ζόρι να προσδώσει φήμη σε ελάσσονες. Γιατί δίνει το αίμα της για να συντηρεί απέθαντα φαντάσματα. Γιατί παράγει κυρίως κηδείες.

Δημοφιλή