Συμφωνίες για το Κυπριακό, στη σκιά του χρόνου

Συμπερασματικά, το «πλαίσιο Γκουτιέρες» που συζητείται σήμερα (και στην πραγματικότητα εκφράζει ιδέες του Ειδικού Συμβούλου Άιντα), προσφέρει μόνο ένα άλλοθι υποχώρησης, αφού αφήνει πολλές εκκρεμότητες «κάτω από το χαλί», υπονομεύει την αρχή «οι δύο Κοινότητες τα βρίσκουν μεταξύ τους» και αποτελεί μια έμμεση μορφή ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος ή «ενδιάμεσης λύσης», στοιχεία που, μέχρι πρότινος, αποτελούσαν την κόκκινη γραμμή των Κύπριων διαπραγματευτών.
FABRICE COFFRINI via Getty Images

Ένας βασικός κανόνας της Διεύθυνσης Έργων (Project Management), που έχει εφαρμογή και στην πολιτική, είναι η εξέταση των επιπτώσεων μιας απόφασης σε βάθος χρόνου. Με άλλα λόγια, μπορεί τα αποτελέσματα μιας επιλογής, σε χρονικό ορίζοντα λίγων ημερών ή και μηνών να φαίνονται θετικά, οι μακροχρόνιες όμως επιπτώσεις της να είναι αρνητικές.

Τα πιο πάνω έχουν κατά μείζονα λόγο εφαρμογή σε σημαντικά θέματα, όπως Συμφωνιών που επηρεάζουν την ζωή και λειτουργία μιας ολόκληρης χώρας. Οι νεότερες γενιές προσπαθούν να ερμηνεύσουν παλαιότερες αποφάσεις συνδιασκέψεων που έκριναν τις τύχες λαών, αδυνατώντας να κατανοήσουν λάθη και παραλείψεις. Τα αίτια συνήθως πρέπει να αναζητηθούν αρκετά χρόνια πριν, ενώ οι πρωταγωνιστές φέρουν το βάρος των προσωπικών τους επιλογών. Η συλλογική διάθεση μιας κοινωνίας να παλέψει για όσα την αφορούν και η δραστηριοποίηση δυναμικών και ευφυών προσώπων στα κοινά, μπορούν να καθυστερήσουν την εμφάνιση προβληματικών «λύσεων» ή ακόμα, δημιουργώντας ηγέτες που ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της εποχής, να τις αποτρέψουν.

Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν είναι γνωστό εάν η παρουσία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Γκουτιέρες θα δώσει μια νέα ώθηση στις «τελματωμένες» συνομιλίες. Δεν θα κρύψω όμως την απαισιοδοξία μου για την εξεύρεση μιας λύσης που θα ικανοποιεί τις προσδοκίες των Κυπρίων αδελφών μας, αλλά και όσων Τουρκοκυπρίων οραματίζονται μια λύση μακριά από «κηδεμονίες» νεοοθωμανικών πρακτικών, μετά τις «βελτιωμένες» προτάσεις του Προέδρου Αναστασιάδη, το βράδυ της 05.07.2017, όπως τουλάχιστον είδαν το φως της δημοσιότητας.

Τον τελευταίο χρόνο, προσπάθησα να μεταφέρω το κλίμα από τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και τις εξελίξεις τους και να προτείνω κατά την γνώμη μου εφικτές λύσεις. Ο δημόσιος προβληματισμός μου, σε αρμονία με τις τοποθετήσεις πολύ πιο έμπειρων και ικανών από εμένα αναλυτών, ήλπιζα ότι, έστω και σε μικρό βαθμό, θα συνέβαλε στο να κατανοηθούν καλύτερα:

  • οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας για τον έλεγχο όλου του νησιού, πληθυσμιακό, οικονομικό και στρατιωτικό, καθώς και η τακτική της, που περιλαμβάνει την πρόκληση κρίσεων, τις άμεσες ή έμμεσες απειλές και τις ολοένα και πιο παράλογες αξιώσεις, που λειτουργούν ως προκάλυψη και μοχλός πίεσης για την αποδοχή των προηγούμενων απαράδεκτων αιτημάτων της.
  • η προσέγγιση του θέματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όπως η παραμένουσα διπολική λογική των ΗΠΑ έναντι των διαδόχων του Μακαρίου, η «συμβιβαστική» τακτική βασισμένη στο δίκαιο του ισχυρότερου, που αποτελεί την θεωρία και πράξη της ανώτερης γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και η ουσιαστική αδιαφορία άλλων Δυνάμεων γι' αυτήν την ευλογημένη με φυσικούς πόρους γωνιά του πλανήτη.
  • η τακτική Κυπρίων πολιτικών, που βαφτίζουν μισογεμάτο το σχεδόν άδειο ποτήρι και συνεχίζουν να προτείνουν υποχωρήσεις χωρίς τέλος, επικαλούμενοι τον κίνδυνο να «αναγκαστούν» οι ίδιοι ή οι διάδοχοί τους στο μέλλον, σε ακόμα περισσότερες υποχωρήσεις.
  • οι (μη) απόψεις Ελλήνων πολιτικών, που όταν δεν «πρωτοπορούν» στην αναγνώριση του Τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους (όπως συνέβη το 2006, με την ένταξη τουρκοκυπριακού Κόμματος στην Σοσιαλιστική Διεθνή), αρνούνται ουσιαστικά να λάβουν δημοσίως θέση, για το εθνικό αυτό θέμα.
  • οι «βαθυστόχαστες αναλύσεις» σοφών επικοινωνιολόγων , που προπαγανδίζουν, με μάλλον πρόχειρα και μη πειστικά επιχειρήματα, την ανάγκη όλο και περισσότερων υποχωρήσεων. Μέχρι πρόσφατα, δεν μπορούσα να κατανοήσω για ποιο λόγο δεν προβάλλουν μια ουσιαστικότερη επιχειρηματολογία (πχ την ολοένα δυσμενέστερη ισορροπία δυνάμεων), μέχρι που συνειδητοποίησα ότι αυτό θα σήμαινε την έμμεση αμφισβήτηση και κριτική των πολιτικών τους καθοδηγητών.

Ο αναγνώστης όμως έχει το δικαίωμα στην ενημέρωση, προκειμένου να διαμορφώσει την δική του άποψη.

Συνοπτικά, τα τελευταία ιδίως χρόνια, η πορεία των διαπραγματεύσεων μπορεί να συνοψιστεί στους εξής ρόλους της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας:

  • Η μεν Κύπρος, επεδείκνυε συνεχώς «καλή θέληση» προκειμένου να προχωρήσει (έστω και μονομερώς) ο διάλογος, συνεχίζοντας τον ολισθηρό δρόμο προηγούμενων διαπραγματεύσεων. Ενώ όμως ο προηγούμενος Πρόεδρος δίστασε να προχωρήσει περισσότερο, καλυπτόμενος πίσω από την αρχή «εάν δεν συμφωνηθούν όλα, δεν θεωρείται τίποτα συμφωνημένο», ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, παρά την μεγάλη του εμπειρία, δεν κατάφερε να αποφύγει τις παγίδες που του τέθηκαν από την άλλη πλευρά.
  • Η δε Τουρκία, εναλλάσσοντας τον τύπο με την ουσία, σταδιακά κατοχύρωνε τις υποχωρήσεις της Κυπριακής πλευράς, προβάλλοντας νέες απαιτήσεις. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε την αρχή της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που κατοχύρωσε (υπό άλλες συνθήκες) πριν από κάποιες δεκαετίες και σήμερα εξαργυρώνει, ισχυριζόμενη ότι αυτή σημαίνει την πλήρη πολιτική ισότητα των δύο Κοινοτήτων στο νέο κράτος. Συνεπώς, για να είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων σε περίπτωση διαφωνίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, φαίνεται ότι θα καταφεύγουμε στην τύχη, ρίχνοντας κλήρο (!) για το ποια άποψη θα επικρατήσει. Παράλληλα, μετά την εξασφάλιση (μέσω ενός δυσλειτουργικού ενιαίου κράτους) της αιτίας και της αφορμής μιας νέας παρέμβασης στο νησί, η διατήρηση ενός «τροποποιημένου» συστήματος εγγυήσεων και «μεταβατικών» τουρκικών στρατευμάτων «για να αισθάνονται ασφαλείς οι Τουρκοκύπριοι» διευκολύνει και στρατιωτικά μια τέτοια παρέμβαση.

Το αποτέλεσμα είναι μια διαφαινόμενη Συμφωνία που, πέραν του συστήματος εγγυήσεων και ασφάλειας, αφήνει κενά και περιθώριο παρερμηνειών σε εξίσου σημαντικά θέματα, όπως:

  • Την αποδοχή της νομιμοποίησης ανεξακρίβωτου και μη ταυτοποιημένου αριθμού εποίκων, καθώς και την προοπτική συνέχισης του εποικισμού, μέσω «προσωρινών» αδειών παραμονής πρόσθετων Τούρκων εποίκων ή και μιας περιορισμένης μορφής των «4 ελευθεριών» για τους Τούρκους πολίτες.
  • Τη συσκότιση της κατάστασης της οικονομίας του Τουρκοκυπριακού μορφώματος, με τεράστια ελλείμματα, που προς το παρόν καλύπτει η Τουρκία (και στην συνέχεια θα αναλάβουν να καλύπτουν οι Ελληνοκύπριοι) εξαιτίας κυρίως της επιχορήγησης των «εκλεκτών» επιχειρηματιών της Τουρκικής Κυβέρνησης ή των Τουρκοκυπρίων εκπροσώπων της.
  • Την απροσδιόριστη τύχη των κατεχόμενων περιουσιών των Ελληνοκυπρίων, υπό το φως του «πλαισίου Γκουτιέρες» και των προτάσεων του Προέδρου Αναστασιάδη. Ακόμα όμως και όσοι (λίγοι) Κύπριοι επιστρέψουν στις πατρογονικές τους περιουσίες, θα είναι σαν τουρίστες στον τόπο τους, περικυκλωμένοι από αλλοεθνείς, ενώ οι υπόλοιποι θα αποζημιωθούν ουσιαστικά για την απώλεια της περιουσίας τους, από την Κυπριακή Κυβέρνηση.

Συμπερασματικά, το «πλαίσιο Γκουτιέρες» που συζητείται σήμερα (και στην πραγματικότητα εκφράζει ιδέες του Ειδικού Συμβούλου Άιντα), προσφέρει μόνο ένα άλλοθι υποχώρησης, αφού αφήνει πολλές εκκρεμότητες «κάτω από το χαλί», υπονομεύει την αρχή «οι δύο Κοινότητες τα βρίσκουν μεταξύ τους» και αποτελεί μια έμμεση μορφή ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος ή «ενδιάμεσης λύσης», στοιχεία που, μέχρι πρότινος, αποτελούσαν την κόκκινη γραμμή των Κύπριων διαπραγματευτών.

Υπάρχουν βέβαια άμεσα μέτρα αντίδρασης του Προέδρου Αναστασιάδη, που μπορούν να αποτρέψουν την διαφαινόμενη άτακτη υποχώρηση, όπως:

  • η άμεση διαβούλευση με τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου και η, έστω και καθυστερημένη, διεύρυνση ή μερική αντικατάσταση της στενής ομάδας των συνεργατών του που χειρίζονται το θέμα.
  • η άρνηση διαπραγμάτευσης («take it or leave it») και περαιτέρω υποχωρήσεων, επί του «πακέτου» που ο ίδιος πρότεινε.
  • η θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των ουσιαστικών προβλημάτων που προαναφέρθηκαν, αλλά και άλλων, με ιδιαίτερη σημασία για τους Κύπριους (όπως των αγνοουμένων, της ΑΟΖ, της τύχης των εγκληματιών δολοφόνων των Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού, κλπ).

Και όλα αυτά, παράλληλα με μια γνήσια προσπάθεια προσέγγισης των δύο Κοινοτήτων της Κύπρου (πχ μέσω της εκμάθησης Ελληνικών στους Τουρκοκυπρίους), αντί των επικοινωνιακών παραστάσεων, με Ευρωπαϊκά ή άλλα χρήματα.

Δημοφιλή