Μια ιστορία του παππού

Τα γεγονότα είναι αληθινά. Συνέβησαν το καλοκαίρι του 1949, κάπου στο Βίτσι, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ο λοχίας είχε πολλούς άνδρες στη διάθεσή του. Κάτι λιγότερο από λόχο. Δεν υπήρχαν αρκετοί λοχαγοί κι έτσι σε πολλές περιπτώσεις τους υποκαθιστούσαν οι υπαξιωματικοί. Το ύψωμα που υπερασπιζόταν ο εχθρός είχε απότομη κλίση και στην κορυφή του βρισκόταν ένας μεγάλος αμπελώνας. Οι αντάρτες ήταν πολύ λιγότεροι αλλά είχαν το πλεονέκτημα της θέσης.
Bert Hardy via Getty Images

Τα γεγονότα είναι αληθινά. Συνέβησαν το καλοκαίρι του 1949, κάπου στο Βίτσι, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.

Ο λοχίας είχε πολλούς άνδρες στη διάθεσή του. Κάτι λιγότερο από λόχο. Δεν υπήρχαν αρκετοί λοχαγοί κι έτσι σε πολλές περιπτώσεις τους υποκαθιστούσαν οι υπαξιωματικοί. Το ύψωμα που υπερασπιζόταν ο εχθρός είχε απότομη κλίση και στην κορυφή του βρισκόταν ένας μεγάλος αμπελώνας. Οι αντάρτες ήταν πολύ λιγότεροι αλλά είχαν το πλεονέκτημα της θέσης. Μόλις ξεκίνησε η επίθεση, οι στρατιώτες θερίζονταν χωρίς να μπορούν να δουν ποιοι και από πού τους πυροβολούσαν. Με τις πρώτες αποτυχημένες εφόδους ο λοχίας κατάλαβε ότι θα έχανε πάρα πολλούς από τους άντρες του, οπότε σκέφτηκε κάτι διαφορετικό.

Μάζεψε λοιπόν όλους τους διαθέσιμους όλμους και με συνεχείς ομοβροντίες σφυροκόπησε για αρκετή ώρα την κορυφή του υψώματος. Στο τέλος δεν είχε μείνει τίποτα. Μόνο νεκροί και ετοιμοθάνατοι. Δυο-τρεις τσακισμένοι αντάρτες σηκώθηκαν από τα αποκαΐδια με τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν. Ο λοχίας πήρε τους άντρες του και χωρίς αντίσταση πλέον ξεκίνησε να ανεβαίνει στο ύψωμα. Όταν όμως έφθασαν στην κορυφή τους υποδέχτηκαν ακανόνιστες, σπασμωδικές ριπές από ένα και μοναδικό αυτόματο όπλο, το οποίο έριχνε χωρίς να βρίσκει στόχο. Από πού ερχόταν αυτό; Και ποιος πυροβολούσε ακόμα; Δεν χρειάστηκε να ψάξουν για πολύ και την βρήκαν.

Ο λοχίας δεν πίστευε στα μάτια του. Μια αντάρτισσα πεσμένη στο έδαφος, καλυμμένη από τη βλάστηση του αμπελώνα με ανοιγμένη την κοιλιά από κάποιο θραύσμα όλμου. Πλημμυρισμένη στο αίμα, με το ένα χέρι κρατούσε την πληγή της και με το άλλο προσπαθούσε να οπλίσει, να σημαδέψει και να ρίξει στον εχθρό. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση. Ο λοχίας συγκλονίστηκε. Κάλεσε το γιατρό της μονάδας και τους τραυματιοφορείς και έσκυψε δίπλα στην αντάρτισσα. Αυτή με όση αντοχή είχε του μίλησε. «Διψάω...Αν είσαι χριστιανός, κόψε ένα κομμάτι σταφύλι να φάω. Δεν έχω φάει ποτέ μου...και σε λίγο θα πεθάνω...σου κάνει καρδιά να πεθάνω σε αμπελώνα και να μην έχω φάει σταφύλι»; Ο λοχίας σηκώθηκε, έκοψε ένα τσαμπί και γύρισε στην αντάρτισσα. Ήταν όμως αργά. Η ζωή της είχε τελειώσει, όπως και οι σφαίρες από το γεμιστήρα του όπλου της πριν λίγο.