Υποσημειώσεις: Κωλοέλληνες*

Πρόκειται για το κακό μας το κεφάλι, για το ότι ο Έλληνας θέλει αλλαγές γενικά αλλά καμιά αλλαγή συγκεκριμένα. Γιατί όταν σε κάτι τόσο αυτονόητο δεν είσαι διατεθειμένος ν' αλλάξεις και να πειθαρχήσεις τότε καλή μας καταδίκη.
Eva the Weaver/Flickr

«Eν ώρα οργής, μηδέ ποιείν μηδέ λέγειν» έλεγε θυμάμαι ένας δάσκαλος μου. Υπάρχουν κόλπα για να μην εκτεθείς λέγοντας πράγματα θυμωμένος που θα μετανιώσεις αργότερα, όπως για παράδειγμα αυτό το «γράψε ένα γράμμα, κράτησε το τρεις μέρες κι αν και τότε συμφωνείς μ' αυτά που έγραψες στείλτο». Πέρασαν 2 μήνες απ' τα βαφτίσια και θέλω να τα γράψω με τον ίδιο θυμό και την απογοήτευση όπως και τότε.

Πήγα στα βαφτίσια πολύ κοντινών μου ανθρώπων λοιπόν, με τη γυναίκα μου και τον έξι μηνών γιο μου. Για Κυριακή, ξύπνησα σχετικά νωρίς ώστε να προλάβουμε να παραστούμε στο μυστήριο, μέσα στην κάψα και την αποπνικτική ζέστη του Ιουλίου. Αφού τέλειωσε το βάρβαρο έθιμο των πιστών, με το μωρό που το βουτάνε στην κολυμπήθρα και το εκχριστιανίζουν -λες κι έχει ιδέα το βρέφος από θεολογία, ελεύθερη βούληση, επιλογή και γενικά συναίσθηση του θρησκευτικού παραλογισμού των ανθρώπων- ακολούθησε το γεύμα σε παρακείμενη νεοταβέρνα.

Βέβαια με όλο αυτό το πατιρντί και μέχρι να τελειώσουν τα διαδικαστικά στην εκκλησιά και με κάτι σέρβις κι αλλαγές απ' το σπίτι, μαζευτήκαμε σε κάνα δίωρο στο fusion σουβλακερί για να γιορτάσουμε τη βάφτιση του 10 μηνών «χριστιανόπουλου». Ο χώρος έξω ήταν πολύ όμορφος όμως, παρά τη σκιά των φυτών και της τέντας, η μεσημεριάτικη βράση καθιστούσε την επιλογή του να κάτσεις έξω, δυσάρεστη και δυσφόρητη. Γι' αυτό το λόγο άλλωστε είχαν ετοιμάσει την αίθουσα μέσα, που ήταν κλιματιζόμενη, δροσερή κι ευχάριστη, ώστε να φάμε να πιούμε και να περάσουμε καλά.

Πολλές αυταπάτες, με τις ελληνικές κοινωνικές συνάξεις δεν έχω. Ξέρω για τη μουσική την παράταιρη ή τη δυνατή, που μπορεί να βάλει ένα μαγαζί, ένα μπιτσόμπαρο ή ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ, ξέρω τη φασαρία που κάνουμε εμείς ως πελάτες, το στριμωξίδι και τη δυσκολία να φας σαν άνθρωπος σ' ένα μέρος που είναι γεμάτο παιδιά και οικογένειες. Δε μ' ένοιαζε γιατί άλλωστε είχα και το δικό μου τον μικρό να προσέχω. Αυτό που δεν φανταζόμουν όμως ήταν ότι θ' άναβαν τσιγάρα. Κάνανε την αρχή οι πιτσιρικάδες απ' το διπλανό τραπέζι. Έπαθα σοκ. Ο χώρος εκτός απ' το βαφτισμένο και το δικό μου είχε άλλα 5-10 παιδάκια και καμία 20αριά χρωματιστά μπαλόνια. Βγήκα με τον μικρό αμέσως έξω απ' το μαγαζί προσπαθώντας απλώς να μην εκραγώ και λέγοντας ότι αν δεν σταματήσουν απλώς δεν ξαναμπαίνω με τον μικρό.

Μετά από μια σύντομη διευθέτηση οι πιτσιρικάδες έδειξαν κατανόηση κι άρχισαν ένας ένας, να βγαίνουν έξω για κάπνισμα κι εγώ ξαναπήγα μέσα θέλοντας να τελειώσουμε σύντομα και να φύγουμε. Σιγά σιγά όμως άρχισαν ν' ανάβουν τα τσιγάρα στα πίσω μου τραπέζια οι μεγάλοι. Μόλις συνειδητοποίησα, ότι καπνίζουν τουλάχιστον οι μισοί απ' του καλεσμένους, συμπεριλαμβανομένων του παππού και της γιαγιάς του βαπτισθέντος, κατάλαβα γιατί αυτή η χώρα δεν έχει σωτηρία. Βγήκα έξω με τον μικρό, περίμενα τη γυναίκα μου να χαιρετήσει και να φύγουμε. Δεν είχε κανένα νόημα να μαλώσω με συγγενείς και φίλους. Άλλωστε δεν ήθελα να μαλώσω, ήθελα να δείρω. Ήθελα να τους χτυπήσω στα κεφάλια. Έκατσα έξω στην κάψα, αποσβολωμένος και σοκαρισμένος με τον μικρό κι ένιωθα απελπισία από κάθε γωνία του εγκεφάλου μου, εκρήξεις από κάθε εγκεφαλικό κύτταρο που μου έστελνε το μήνυμα ότι όντως αυτό συμβαίνει. Ένιωθα ηττημένος.

Μη σώσουμε και σωθούμε λοιπόν. Τη δεκαετία του '70 ο πατέρας μου απαγόρευε στην εγκυμονούσα μάνα μου να βρίσκεται σε χώρο που κάπνιζαν, κι ο ίδιος αν και καπνιστής δεν κάπνιζε ποτέ στα δωμάτια ή σε χώρους μέσα στο σπίτι που ήμασταν κι εμείς. Αλλά δεν πρόκειται για το κάπνισμα. Πρόκειται για τη νοοτροπία. Πρόκειται για το κακό μας το κεφάλι, για το ότι ο Έλληνας θέλει αλλαγές γενικά αλλά καμιά αλλαγή συγκεκριμένα. Γιατί όταν σε κάτι τόσο αυτονόητο δεν είσαι διατεθειμένος ν' αλλάξεις και να πειθαρχήσεις τότε καλή μας καταδίκη.

Φυσικά σε μια θεωρητική συζήτηση με αφορμή μια παρατυπία, είναι αυτός ο ίδιος κρετίνος, που θα σου πει για το Σωκράτη με το κώνειο και το νόμο περί ευθύνης υπουργών και την ατιμωρησία και το «δεν υπάρχει κράτος», ενώ είναι ο ίδιος που δεν έχει κατανοήσει ότι το κράτος είμαστε εμείς. Ότι είμαστε αυτό που εκλέγουμε. Ότι γι' αυτή την κατάσταση στη χώρα δεν είναι το κάπνισμα αλλά η νοοτροπία της κουλτούρας παρανομίας στα μικρά και στα μεγάλα. Απ' το παράνομο παρκάρισμα μέχρι τις μεγάλες μίζες. Θέμα δυνατοτήτων είναι. Είναι δικιά μας αυτή η κουλτούρα, μάς ανήκει και μάς αξίζει. Όπως είχα γράψει άσχετα και στο twitter χαριτολογώντας, «θα πρότεινα όλα τα μωρά και τα παιδιά μέχρι 16 άντε 18 να τα διώξουμε στο εξωτερικό και μετά να ζητήσουμε να μας βομβαρδίσουν».

Εκνευρίζω πολλούς ανθρώπους γιατί δείχνω ατσαλάκωτος, θωρακισμένος κι άτρωτος. Είναι επιλογή μου να μη δείτε καμία ρωγμή. Παρ' όλα αυτά, τη στιγμή που βγήκα έξω στη ζέστη και προσπαθούσα να διαχειριστώ την κατάσταση, κοιτάζοντας τον μικρό μου γιο, δε θα την ξεχάσω ποτέ. Ένιωθα ηττημένος.

Γι' αυτό σας λέω...δεν υπάρχει σωτηρία. Καμία Ευρώπη, κανένα μνημόνιο...καμία Μέρκελ, καμιά Αριστερά καμιά Δεξιά.

Κωλοέλληνες..

*Εξυπακούεται -και το γράφω για τους κωνσταντοπουλικούς τυπολάτρες- ότι όταν λέω «κωλοέλληνες» δεν εννοώ όλους τους Έλληνες.

Δημοφιλή