Όταν η Ιστορία εκλέγει Κυβερνήσεις

Η ανάγκη προσφυγής στην ιστορία για παρηγορητικούς σκοπούς και η πρόταξη του ηρωικού εθνικού παρελθόντος χρησιμοποιήθηκαν από πολιτικούς όλων των κομματικών χώρων ως πολιτική πρόταση απέναντι σε ένα πρόβλημα καθαρά οικονομικό.
Profound Whatever/Flickr

Στις 23 Απριλίου 2010 ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε από το Καστελόριζο ότι: «Είναι ανάγκη, ανάγκη εθνική και επιτακτική, να ζητήσουμε επισήμως από τους εταίρους μας την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης, που από κοινού δημιουργήσαμε στην Ε.Ε.». Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι έννοιες της «εθνικής ανάγκης», «των εταίρων» και της «Ε.Ε.» δέχθηκαν σοβαρότατα πλήγματα στη συνείδηση των Ελλήνων.

Σχεδόν συγχρόνως με την παραπάνω δήλωση, γερμανικά έντυπα άρχισαν να παρουσιάζουν τους Έλληνες ως τους σύγχρονους Λωτοφάγους της Ευρώπης που αρέσκονται στη γεμάτη από χλιδή ζωή, ενώ σε ελληνικά έντυπα εμφανιζόταν η Μέρκελ με ναζιστική στολή των Ες-Ες να επιδιώκει την κατοχή της Ελλάδας. Τέτοιου περιεχομένου εικόνες επαναλήφθηκαν πολλές φορές και από τις δύο πλευρές αναζωπυρώνοντας πολιτικά στερεότυπα που για χρόνια θεωρούνταν χαμένα στη συλλογική συνείδηση. Η χρήση της Ιστορίας στη Δημόσια Σφαίρα άνοιγε έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην Ελλάδα της δημοσιονομικής κρίσης, ένα κεφάλαιο που θα καθόριζε καίρια την πολιτική πορεία της χώρας στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.

Ο κριτικός «ελέγχος» του παρελθόντος, η προσφυγή στις «μεγάλες» και «ένδοξες» σελίδες της ηρωικής ιστορίας μας, η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» και τελικά «το διακύβευμα της ιστορικής αποστολής» της χώρας χρησιμοποιήθηκαν στον πολιτικό λόγο όλων των κομματικών παρατάξεων, ευτυχώς όχι με την ίδια ένταση. Εκεί όμως που πραγματικά αξίζει να σταθεί κανείς είναι η επιλεκτική χρήση των ιστορικών συμβολισμών που επιχειρήθηκε από τους εκπροσώπους του ελληνικού κοινοβουλίου, οι οποίοι -παράλογο γιατί- κατέφευγαν πάντοτε στην πολιτική και εθνική ιστορία του τόπου και εξαιρετικά σπάνια στην οικονομική. Οι οικονομικές χρεοκοπίες της χώρας δεν αναφέρθηκαν σχεδόν καθόλου όλο αυτό το διάστημα των πέντε ετών και όποτε αυτό συνέβη έγινε με έναν αμήχανο και άβολο τρόπο. Αντιθέτως, υπερπροβλήθηκαν τα ζητήματα της «γερμανικής κατοχής», της διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων και των κατοχικών δανείων, που πρόβαλλαν ως «ηθική υποχρέωση» ενός υπερήφανου λαού, προκαλώντας ανεπίγνωστα σοβαρά προβλήματα με κοινωνικές, πολιτικές και ψυχολογικές διαστάσεις.

Η εργαλειακή αυτή χρήση της Ιστορίας στη Δημόσια Σφαίρα έκανε πολλούς να παρασυρθούν και, αρεσκόμενοι στα ιστορικά αφηγήματα, να πιστέψουν ότι αυτά μπορούν να αντικαταστήσουν ένα συγκροτημένο οικονομικό πρόγραμμα, μια βιώσιμη και εφικτή οικονομική πρόταση για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας. Σοβαρές και ρεαλιστικές οικονομικές μελέτες εξέλιπαν πλήρως από τα κυβερνητικά προγράμματα όλων εκείνων που στοχοπροσανατολισμένα προσπαθούσαν να κομματικοποιήσουν τους Αγανακτισμένους και το «αντιστασιακό πνεύμα» των «αδούλωτων» Ελλήνων. Η καταφυγή όμως στην εύκολη παραμυθία που μπορεί η σταρτευμένη ιστορία να υπηρετήσει δε συνδέεται σε καμία περίπτωση με τη δυνατότητα επίλυσης του δημοσιονομικού προβλήματος.

Στο δημόσιο λόγο η μετατόπιση του προβλήματος από το μνημόνιο στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου εθνικού αφηγήματος και η κατασπατάληση της ιστορίας σε αποδοκιμαστικά συνθήματα και εικονιστικές αναπαραστάσεις λειτούργησαν τελικά παραπλανητικά για την ελληνική κοινωνία με αποτέλεσμα τη συμπόρευση ενός ριζοσπαστικά αριστερού με ένα ακροδεξιό κόμμα, οι διακυβερνητικές αρχές των οποίων διατηρούν χαοτικές αποστάσεις ακόμη και στα πιο θεμελιώδη ζητήματα. Το δίπολο Κατοχή-Αντίσταση και η έκταση που έλαβε ήταν αυτό που τελικά προκάλεσε στην Ελλάδα την κυβερνητική συμπόρευση δυο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών συνδυασμών, τη θεαματική άνοδο ενός νεοφασιστικού κόμματος, την έκρηξη του εθνολαϊκισμού, την ανάπτυξη δεκάδων θεωριών συνωμοσίας, την επέκταση της πολιτικής βίας ακόμα και στους χώρους των παρελάσεων, αλλά -και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό- ένα έντονο αίσθημα θυματοποίησης στην ελληνική κοινωνία. Ένα αίσθημα θυματοποίησης που για να ικανοποιηθεί αναζητά εχθρούς και προδότες και που εκτονώνεται με θυμό και οργή, ανακαλώντας συλλογικές μνήμες του περασμένου αιώνα και οδηγώντας τελικά σε τραυματικές παρεκκλίσεις.

Η ανάγκη προσφυγής στην ιστορία για παρηγορητικούς σκοπούς και η πρόταξη του ηρωικού εθνικού παρελθόντος χρησιμοποιήθηκαν από πολιτικούς όλων των κομματικών χώρων ως πολιτική πρόταση απέναντι σε ένα πρόβλημα καθαρά οικονομικό. Στο μέτρο λοιπόν που η ιστορικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτική πρόταση, να παραμερίσει οικονομικά προγράμματα, να διαμορφώσει συνειδήσεις, να ορίσει την κοινή γνώμη και τελικά να προκαλέσει πολιτικά και εκλογικά δεδομένα θα ήταν ενδιαφέρον να μαθαίναμε αν οι ψηφόροι των ΑνΕλ επιθυμούν -ακόμη και σήμερα- μια εκ βάθρων μεταβολή του παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου της χώρας, όπως λόγου χάρη αυτή που οραματίζονται ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς συνιστώσες του Σύριζα, ή αν συστρατεύτηκαν με έναν συνασπισμό ριζοσπαστών αριστερών εμφορούμενοι από την ελπίδα πως με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουν να περισώσουν κάποιες από τις οικονομικές τους απώλειες των τελευταίων ετών.

Λίγες ημέρες πριν την εκ νέου προσφυγή στις κάλπες, αξίζει κανείς να παρακολουθήσει «πόσο» και «πως» θα συστρατεύσουν όλες οι πολιτικές παρατάξεις την Ιστορία στον εκλογικό τους αγώνα και πως θα γίνει εκ νέου η «ιστορικότητα» παράγοντας διαμόρφωσης του εκλογικού αποτελέσματος.

Δημοφιλή