Ο Έλληνας «Πεταλούδας» που έσπασε το Απαρτχάιντ

Ο Μουμπάρης δεν λησμονεί τις φωνές, τις κραυγές αλλά και τα τραγούδια, από τους μελλοθάνατους λίγες ώρες πριν οδηγηθούν στην κρεμάλα. Με τη μεσολάβηση του δικηγόρου Μπίζου, που παραπονέθηκε ότι εκεί δεν μπορούσε να προετοιμάσει την υπεράσπιση του πελάτη, πέτυχαν την μεταφορά του Αλέξανδρου στην Pretoria Central Prison. Η δίκη ολοκληρώθηκε και τον Ιούνιο 1973 ο Έλληνας αντιστασιακός καταδικάστηκε σε 12ετή φυλάκιση και πλήρη απομόνωση για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
dimellas

«Σε μια φυλακή ο χρόνος μοιάζει με ακορντεόν, όσο μεγάλες και ανυπόφορες φαίνονται οι μέρες, τόσο στενεύουν τα χρόνια και μοιάζουν, είναι ίδια κι απαράλλαχτα. Απομένει ένα και μοναδικό όνειρο. Η λεφτεριά».

Ο Αλέξανδρος είναι ο γείτονας της διπλανής πόρτας, άνθρωπος προσηνής, μετρημένος και χαμογελαστός, ούτε που θα περάσει από το μυαλό ότι έχει πραγματοποιήσει μια από της πιο ξεχωριστές παγκόσμιες αποδράσεις. Κι όμως αυτός ο καθαρός διεθνιστής και αγωνιστής κατά του Απαρτχάιντ κατάφερε με δυο συγκρατούμενους του να ελευθερωθεί και να πετάξει από μια φυλακή υψίστης ασφαλείας ξεκλειδώνοντας 10 βαριές σιδερένιες πόρτες!

Σήμερα είναι δικαιωμένος και πολλές φορές έχει τιμηθεί για την αντιστασιακή δράση του! Η περίπτωση του Μουμπάρη ξεκινά πολύ πριν από την απόδραση του από τη maximum security Central Jail της Νοτίου Αφρικής.

Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Έλληνες γονείς, η οικογένεια Μουμπάρη μετανάστευσε από νωρίς στην Αυστραλία, ενώ και ο ίδιος στην ενηλικίωση θα βρεθεί στο Παρίσι. Όμως σε όσες χώρες κι αν περπατήσουμε, μια χώρα μας χαρακτηρίζει, την ονομάζουμε πατρίδα και εξακολουθεί να είναι μοναδική! Εκείνος αναγνώριζε με σταθερότητα το νησί του, τη Χίο, και πάντοτε ξεχώριζε ως Έλληνας. Μα και γνήσιος Κομμουνιστής που ζει και ανδρώνεται στο Παρίσι, δεν αντέχει το άδικο και το κατάντημα της εργατικής τάξης.

Το χρώμα του δέρματος για τον Αλέξανδρο δεν είχε, εξακολουθεί να μην έχει, καμιά απολύτως σημασία, έτσι οργανώθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα Ν. Αφρικής και έγινε μέλος της παραστρατιωτικής οργανώσεως Umkhonto we Sizwe (Ζουλού, μτφρ σημαίνει το Δόρυ του έθνους) σύμφωνα με την επίσημη κυβέρνηση της Ν. Αφρικής (δλδ. του Απαρχάιντ) πρόκειται για τρομοκράτες που ήθελαν να ανατρέψουν το φυλετικό διαχωριστικό σύστημα.

Ο Αλέξανδρος μόλις είχε πατήσει τα 30 και εκπαιδεύτηκε σε δράσεις μυστικών αποστολών. Πόθος του να προσφέρει στον αγώνα των εργατών της Νοτίου Αφρικής.

Οι πρώτες αποστολές ξεκινούν το καλοκαίρι του 1967, τότε μετέφερε φυλλάδια με ενημερωτικό υλικό της αντίστασης και αλληλογραφία των ανταρτών μέσα σε μια δερμάτινη βαλίτσα με διπλό πάτο. Η επιτυχία του εγχειρήματος δίνει αέρα, τα ταξίδια επαναλαμβάνονται και συμπεριλαμβάνουν αναγνωρίσεις περιοχών και καταγραφή θέσεων. Μέχρι που έρχεται μια πιο μεγάλη και δύσκολη αποστολή, η μεταφορά αγωνιστών ειδικευμένων σε σαμποτάζ και η ασφαλή είσοδος τους μέσα στο έδαφος της Ν. Αφρικής.

Στο αρχικό σενάριο η κίνηση θα γινόταν με το πλοίο Aventura και η παραλαβή από τον Αλέξανδρο σε μια ερημική παραλία. Όμως η δουλειά κάπου σκάλωσε και ως λύση επιλέχθηκε το αεροπλάνο και το σημείο της άφιξης το αεροδρόμιο του Μαμπάνε της Σουαζιλάνδης. Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για την μεγάλη αποστολή. Από το Παρίσι στην Λισαβώνα και από εκεί στο Λουρέτζο Μάρκες της Μοζαμβίκης, με τελικό προορισμό το Μαμπάνε, συνοδεύεται από τη σύζυγο του Marie-Jose, η ίδια δεν έχει σχέση με την οργάνωση, όμως δεν ήθελε να αφήσει μόνο τον Αλέξανδρο.

Το προκαθορισμένο ραντεβού μπερδεύεται, έτσι ενώ περιμένει 19 μαχητές από τη Σομαλία, τελικά θα παραλάβει τέσσερις!

Στα σύνορα με την Ν. Αφρική δεν θα τα καταφέρουν, εκεί θα γίνει η σύλληψή τους κι από εκεί θα ξεκινήσει μια απίθανη περιπέτεια.

Δίκη και Φυλάκιση

H Γαλλίδα σύζυγος του Αλ. Μουμπάρη εκείνη την εποχή ήταν έγκυος, θα μείνει τέσσερις μήνες στη φυλακή και θα απελαθεί από τη χώρα. Η Marie-Jose θα ξεφύγει από την μέγγενη των ρατσιστών του Απαρτχάιντ, ο Έλληνας σύζυγος της θα μπλέξει σε μια δικαστική ιστορία με κατάληξη την καταδίκη του και θα χρεωθεί με 12χρονη ποινή φυλάκισης.

Η δίκη έχει διάρκεια 98 ημέρες και την υπεράσπιση του είχε αναλάβει ο δικηγόρος Γιώργος Μπίζος, καλός φίλος και νομικός του Μαντέλα.

Πενήντα τρεις μάρτυρες κλήθηκαν και σύμφωνα με την αρθρογραφία της εποχής πρόκειται για τη μεγαλύτερη δίκη στα δικαστήρια της Rivonia από το 1963 και την δίκη 10 αγωνιστών, μεταξύ αυτών και του Ν. Μαντέλα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο τα αδικήματα είναι πολλά και όλα αναφέρονται σε τρομοκρατική δράση με στόχο την ανατροπή του συστήματος. Αρκετοί από τους κατηγορούμενους έκαναν και σοβαρές καταγγελίες για βασανιστήρια.

Ο Αλέξανδρος Μουμπάρης δεν ξεχνά ότι κατά τη μεταφορά του στη δεύτερη φυλακή, την περιβόητη Pretoria Maximum Security Prison, γνωρίζει και συνδέεται με φιλία με έναν ακόμη σπουδαίο Έλληνα, τον κορυφαίο τυραννοκτόνο Μίμη Τσαφέντα (πρόκειται για τον δολοφόνο του πρωθυπουργού Φερβούντ, ουσιαστικό αρχιτέκτονα του Απαρχάιντ).

Οι συνθήκες μέσα σε αυτή τη φυλακή, που ήταν γνωστή και με το όνομα "Beverly Hils" και ειδικά για τους θανατοποινίτες, ήταν απερίγραπτες.

Ο Μουμπάρης δεν λησμονεί τις φωνές, τις κραυγές αλλά και τα τραγούδια, από τους μελλοθάνατους λίγες ώρες πριν οδηγηθούν στην κρεμάλα. Με τη μεσολάβηση του δικηγόρου Μπίζου, που παραπονέθηκε ότι εκεί δεν μπορούσε να προετοιμάσει την υπεράσπιση του πελάτη, πέτυχαν την μεταφορά του Αλέξανδρου στην Pretoria Central Prison. Η δίκη ολοκληρώθηκε και τον Ιούνιο 1973 ο Έλληνας αντιστασιακός καταδικάστηκε σε 12ετή φυλάκιση και πλήρη απομόνωση για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.

«Στη φυλακή έχεις ένα πράγμα στο μυαλό, πως θα καταφέρεις να βγεις έξω», Α. Μ.

Δεν του επιτρέπουν να διαβάζει εφημερίδες, ούτε και να ακούει ραδιόφωνο. Οι ειδήσεις και η ενημέρωση από τον έξω κόσμο φθάνουν σπάνια. Μπορούσε να δεχτεί μονάχα έναν επισκέπτη το μήνα! Ακόμη και η αλληλογραφία επιτρέπεται μια φορά ενώ η ταχυδρομική επιστολή από τους δικούς του ελέγχεται αυστηρά και δεν μπορεί να ξεπερνά τις 500 λέξεις.

Οι δικαστές του αφαίρεσαν το δικαίωμα εφέσεως και δεν επέτρεψαν στους γονείς του να εγκατασταθούν στη Ν. Αφρική για να τον επισκέπτονται.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το μόνο που απομένει σε έναν κατάδικο πριν την αυτοκτονία ή την τρέλα είναι το διάβασμα, έτσι καταφέρνει να σπουδάσει οικονομικά και μελετά, ξεκοκκαλίζει δεκάδες βιβλία, ενώ περιμένει μια ευκαιρία, όμως πρέπει να ξεφύγει με το μυαλό. Πρέπει να σπάσει τους τοίχους του στενού κελιού και να ξεπεράσει τις σιδερένιες πόρτες της φυλακής!

Πρώτα να απαγκιστρωθεί από φόβους, τυχόν βολέματα και συνήθειες, έπειτα να βρει την πιθανά πιο σίγουρη απόδραση. Ήδη στο μοναχικό κελί της High Security Jale της Pretoria βρίσκεται έξι χρόνια, όταν θα φέρουν δυο ακόμη καταδικασμένους για ανατρεπτική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος και τότε όλοι μαζί θα καταστρώσουν το σχέδιο διαφυγής. Και πριν από όλους υπήρχαν πολλές σκέψεις και ιδέες, όμως κανείς άλλος φυλακισμένος, εκτός από τον Έλληνα, και τους δυο καινούργιους δεν πίστεψαν αληθινά σε μια απόδραση.

Ο Tim Jenkin (31) και ο Stephen Lee (28) ήταν αντικαθεστωτικοί Νοτιοαφρικάνοι, καταδικάστηκαν για μεταφορά και διανομή παράνομων προπαγανδιστικών φυλλαδίων. Ο πρώτος χρεώνεται με 12χρονη και ο δεύτερος έχει 8ετή καταδίκη. Σχεδόν αμέσως θα γνωριστούν με τον Έλληνα κατάδικο και θα βάλουν το σχέδιο τους σε εφαρμογή.

Ο Αλέξανδρος Μουμπάρης ξεκινά με την πρώτη σπουδαία νίκη του, πρόκειται για ένα σπουδαίο ξεκαθάρισμα μεταξύ του συνόλου των καταδικασμένων τροφίμων της φυλακής με θέμα την απόδραση.

Λόγο, ψήφο και άποψη για το σχέδιο θα είχαν μονάχα εκείνοι που θα συμμετείχαν στην επιτροπή απόδρασης, οι υπόλοιποι κρατούμενοι παρότι γνώριζαν, δεν είχαν δικαίωμα στην μυστική ομάδα, δεν έπρεπε να μιλήσουν και ενδεχόμενα να μπλοκάρουν την προγραμματισμένη απόδραση.

Μπήκε λοιπόν σε εφαρμογή η ιδέα της λεφτεριάς, μοναδική έξοδος ήταν ο διάδρομος πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες. Ακόμη δεν γνώριζαν πόσες ήταν αυτές και τι έκρυβαν πίσω τους! Και οι τρεις τους δούλευαν στο εργαστήριο-ξυλουργείο της φυλακής, είχαν περιθώρια να κάνουν πολλές δοκιμές και ο Tim Jenkin έκρυβε ένα αληθινό χάρισμα στα χέρια του με τις κατασκευές.

Πρώτη απαραίτητη νίκη θα ήταν να ξεπεράσουν τις δυο σιδερένιες πόρτες που έκλειναν ερμητικά το μοναχικό κελί του κάθε κρατούμενου. Μάλιστα η δεύτερη βαριά πόρτα, σκεπασμένη από πάνω μέχρι κάτω από ένα χοντρό σιδερένιο φύλο, δεν είχε κλειδαριά από την εσωτερική πλευρά, έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια λύση ώστε να ξεκλειδωθεί με κάποιο μαγικό τρόπο απ' έξω!

Χρησιμοποίησαν σκληρό ξύλο και κομμάτια από σούστες για να φτιάξουν τα αντίγραφα, παρατηρούσαν την αρμαθιά με τα κλειδιά του φύλακα και έκαναν πολλές καταδρομικές προσπάθειες για να ξεπεράσουν τις πρώτες πόρτες και να έχουν σαφή εικόνα του διαδρόμου και των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζαν μέχρι την πύλη εξόδου.

«Πρώτα έπρεπε να αυξήσουμε τις δυνατότητες μας και αυτό θα γινόταν αν μεγαλώναμε την ελευθερία μας. Όλα είναι στο μυαλό και η απελευθέρωση ξεκινά μέσα στους νευρώνες του». Α.Μ.

Ο Τιμ τσαλάκωσε ένα χαρτί και το έμπηξε μέσα στην πρώτη κλειδαριά, τα δόντια από τον μηχανισμό άφησαν το χνάρι τους, αμέσως κατάλαβε το βάθος, αλλά και το πως θα έπρεπε να χαράξει το ξύλο και δεν άργησε να αγγίζει την εξωτερική πόρτα του κελιού του (Νο2), που όμως δεν είχε κλειδαριά από μέσα! Η λύση βρέθηκε με το κοντάρι μιας σκούπας και ένα καθρεφτάκι. Αυτά βγήκαν από το παραθυράκι και μετά από εκατοντάδες προσπάθειες η πόρτα άνοιξε. Από εκείνη τη στιγμή έπρεπε πρώτα να βρουν τα εμπόδια και έπειτα να τα ξεπεράσουν.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα οι 10 κρατούμενοι επέστρεφαν καθημερινά στα κελιά τους στις 16.30. Τότε παρέμενε ένας φύλακας λίγα μέτρα παραπέρα, στα γραφεία του ισογείου, ενώ υπήρχε ακόμη ένας, αυτός επιτηρούσε με ένα αυτόματο όπλο στον ώμο. Η σκοπιά ήταν ένα φυλάκιο ψηλά στον τσιμεντένιο φράχτη. Επίσης έλυναν και αμολούσαν ένα άγριο λυκόσκυλο στο μικρό προαύλιο και εκεί δεν υπήρχε πιθανότητα πρόσβασης.

Όλοι οι φυλακισμένοι γνώριζαν την προσπάθεια των τριών συγκρατουμένων τους και βοηθούσαν καθυστερώντας τον φρουρό στις τακτικές και προγραμματισμένες περιπολίες του. Η απόδραση θα είχε ναυαγήσει αν δεν υπήρχε πίστη αλλά και μπόλικη τύχη. Βοήθησε ένα μικρό δωματιάκι, μάλλον ένα ντουλαπάκι, φτιαγμένο στον ελεύθερο χώρο κάτω από τη σκάλα του 1ου ορόφου που ήταν τα κελιά, εκεί κρύφτηκαν και περίμεναν οι τρεις κατάδικοι μέχρι να περάσει ο φύλακας, στη συνέχεια προσπαθούσαν να δουν τις πόρτες, να κάνουν πρόβες μέχρι να τις ανοίξουν και να φτάσουν στην έξοδο.

Μετά από τις δοκιμαστικές τους προσπάθειες είχαν καταφέρει να ξεκλειδώσουν 1,2,3,4,5,6,7,8,9 κλειδαριές(!) από ισάριθμες πόρτες και η ελευθερία έμοιαζε να μην είναι ένα διαρκές αποτυχημένο όνειρο. Στην τελευταία δοκιμαστική έξοδο θα μπορούσαν να φύγουν, όμως επέστρεψαν στα κελιά και πρότειναν στους υπόλοιπους 7 συγκρατούμενους να ακολουθήσουν. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος, δεν ήταν μόνο η πιθανή αποτυχία της απόδρασης, αλλά και το ανελέητο κυνηγητό που σίγουρα θα τους περίμενε.

Μετά από 7,5 χρόνια απομόνωσης ο Αλέξανδρος Μουμπάρης μαζί με τους Tim Jenkin και Stephen Lee, προχώρησαν στην τελική πράξη του 18μηνου σχεδίου τους. Εκείνη τη μέρα είχαν διαλέξει την 7η συμφωνία του Σοστακόβιτς να ακούγεται από τα μεγάφωνα της φυλακής!

Ο συνθέτης άρχισε να γράφει το αριστούργημα του από τα τέλη του Ιουλίου του 1941, στο Λένινγκραντ, όταν η πολιορκία της πόλης από τους Ναζί είχε ξεκινήσει. Παγκόσμια πρώτη έγινε την 5η Μάρτη 1944. «Στην Έβδομη Συμφωνία μου θέτω στον εαυτό μου ένα σπουδαίο καθήκον. Είναι μια συμφωνία που μιλά για την εποχή μας, το λαό μας, τον ιερό μας πόλεμο και τη νίκη μας», θα πει ο παγκόσμιος δημιουργός για αυτό το έργο που έγινε το σύμβολο μιας πολιορκίας αλλά και μιας απίθανης απόδρασης.

Τρίτη 11 Δεκέμβρη 1979 - Η απόδραση

«Λίγο πριν την απόδραση τοποθέτησαν έναν καινούριο ψηλό φράχτη γύρω από την περίμετρο της φυλακής, από τότε σταμάτησε και η πιθανότητα κάποιας εξωτερικής βοήθειας, ίσως καλύτερα, αφού θα μετρούσαμε και θα χρεωνόμασταν μόνο τα δικά μας βήματα και τα πιθανά λάθη. Είχαμε και λίγα χαρτονομίσματα στην άκρη (400 Ραντ), αλλά κάπου ακούσαμε ότι άλλαξαν νόμισμα και δεν ξέραμε αν τα δικά μας είχαν κάποια αξία». Α.Μ.

Απόγεμα, ακριβώς 16.30, ένας φρουρός πήρε τους κρατούμενους από το εργαστήριο και τους κατέβασε στη τραπεζαρία, εκεί παρέλαβαν το δείπνο τους, όπως έκαναν κάθε μέρα. Στη συνέχεια τους μετέφερε και τους κλείδωσε στα ατομικά κελιά.

Οι τρεις μετρούσαν τις ανάσες τους και ένιωθαν το σύρσιμο από τα βαριά βήματα του φύλακα. Όσο ξεμάκραινε εκείνοι έφτιαχναν ψεύτικα ομοιώματα με παλιόρουχα, τέτοια που έμοιαζαν με ανθρώπινα κορμιά, έπειτα τα σκέπασαν με κουβέρτες, έτσι την ώρα του επόμενου ελέγχου να μην υπάρχουν υποψίες απουσίας, όλοι οι κατάδικοι είναι στα κρεβάτια και κοιμούνται.

Πρώτη κίνηση ήταν ένας αντιπερισπασμός, ο Αλέξανδρος Μουμπάρης αφού ξεκλείδωσε τις δυο πόρτες, έτρεξε στον 2ο όροφο και κατεβάσε τους διακόπτες του ηλ. ρεύματος. Συνενοημένοι οι συγκρατούμενοι ξεκίνησαν τις φωνές και τα παράπονα για την ξαφνική διακοπή και το σκοτάδι, ο φύλακας ήταν πια απασχολημένος με την αποκατάσταση της ξαφνικής βλάβης. Κατέβηκαν τη σκάλα και ξεκίνησαν το αθόρυβο ξεκλείδωμα. Χρειάστηκε μισή ώρα μέχρι να φτάσουν στην τελευταία μεγάλη ξύλινη πόρτα. Πρώτη φορά θα επιχειρούσαν να την ξεκλειδώσουν, εκεί στα ξαφνικά συνάντησαν νέες δυσκολίες, η κλειδαριά είχε άλλα πατήματα και αντιστεκόταν. Ο Tim αφού δοκίμασε όλα τα αντικλείδια που είχε φτιάξει έκανε πίσω, το σχέδιο ήταν ένα βήμα πριν την οριστική αποτυχία και εκεί ο Αλέξανδρος Μουμπάρης ανέλαβε ακόμη μια φορά δράση.

Με ένα εργαλείο ξυλογλυπτικής και ένα μικρό κατσαβίδι πάλευε με την άγνωστη κλειδαριά και τον ανελέητο χρόνο. Λίγα λεπτά αργότερα η πόρτα άνοιξε και οι τρεις τους ήταν ελεύθεροι! Κατάφεραν να ξεφύγουν από τους φρουρούς, τους φράχτες και τα σιδερένια κάγκελα, όμως ξεκινούσε μια νέα πιο επίπονη και σκληρή περιπέτεια.

Οι δραπέτες!

Ο Έλληνας «Πεταλούδας» μαζί με τους δυο συντρόφους του πέτυχαν κάτι που μοιάζει αδύνατον, ξέφυγαν από την απομόνωση μιας φυλακής - σύμβολο του Απαρτχάιντ. Ωστόσο ο ίδιος δεν στέκεται τόσο στον τεχνικό κατόρθωμα που πέτυχαν οι τρεις τους.

«Πρώτα το μυαλό έσπασε τους κώδικες και τους φόβους του, εξίσου σημαντική ήταν η άψογη και η τίμια συνεργασία. Όλα αυτά έγιναν σε μια φυλακή με 10 σημαντικούς πολιτικούς κρατούμενους που 18 μήνες πάλεψαν για την ελευθερία τους, μάλιστα κάποια στιγμή δεν είμασταν 3 άνθρωποι που θέλαμε να το σκάσουμε, στην επιτροπή απόδρασης είμασταν 8 κρατούμενοι!»

Βγήκαν από τη φυλακή και πήραν ένα ταξί για το αεροδρόμιο, από εκεί βρέθηκαν στο κέντρο της πόλης και χωρίστηκαν. Ενώ ο Stephen Lee έμεινε και κρύφτηκε σε μια γιάφκα, οι άλλοι δυο δραπέτες, ο Αλέξανδρος Μουμπάρης και ο Tim Jenkin, περπάτησαν ατέλειωτα χιλιόμετρα κυρίως τις νύχτες, έκαναν οτοστόπ και κατάφεραν να διασχίσουν τα αφύλαχτα σύνορα και να περάσουν στην Σουαζιλάνδη. Από εκεί ήταν όλα πιο εύκολα, οι ήρωες μαχητές κατά του απαρτχάιντ ανέπνεαν την ελευθερία στη Μοζαμβίκη.

Ο Αλέξανδρος θα δώσει πολλές συνεντεύξεις και θα περιγράψει τις συνθήκες κράτησης του Απαρτχάιντ κι όμως ποτέ δεν εκμεταλεύτηκε για προσωπική προβολή την μοναδική απόδραση. Το πρώτο που προβάλλει είναι η απελευθέρωση ενός 20χρονου συντρόφου, του James Mange, που άδικα καταδικάστηκε σε θάνατο.

Με τους αγώνες του ο Αλ. Μουμπάρης τίμησε την Ελλάδα αλλά και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, εκτός από την συμμετοχή στο γκρέμισμα του φυλετικού διαχωρισμού, απέδειξε ότι οι ανθρώπινες εσωτερικές δυνάμεις δεν γνωρίζουν περιορισμούς και όρια. Ολόκληρα κοινωνικά μοντέλα, καλοστημένα νομικά συστήματα και θεωρίες σωφρονισμού, σε μια στιγμούλα έσπασαν όλα!

Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, ούτε για μια καλοσχεδιασμένη κινηματογραφική παραγωγή, είναι η ζωή του Αλέξανδρου Μουμπάρη, του Έλληνα που έσπασε τις κλειδωνιές του Απαρτχάιντ και πλήγωσε το σύστημα, όταν αυτό έμοιαζε παντοδύναμο και ανίκητο!

«Είχαμε λίγα μέσα, αλλά πολύ χρόνο», θα πει ο Έλληνας που μοναδικό όπλο είχε το μυαλό και την αδήριτη ανάγκη για δικαιοσύνη και λεφτεριά.

Η προσπάθεια του θυμίζει έντονα τον ήρωα κατάδικο Ανρί Σαριέρ. Στην ομώνυμη ταινία του Φράνκλιν Σάφνερ (1973), τον ρόλο του κατάδικου είχε ο Στηβ Μαν Κουήν.

Το 1930 ο Γάλλος «πεταλούδας» καταδικάστηκε άδικα για έναν φόνο και μεταφέρθηκε στις φυλακές-κάτεργα της Καγιέννης στη Γαλλικής Γουιάνα. Κι όμως θα τα καταφέρει και θα δραπετεύσει! Θα κάνει μια απίθανη θαλασσινή διαδρομή, Ο φυγάς δεν θα γλυτώσει τη σύλληψη και την επιστροφή του στο ίδιο κάτεργο, αυτή τη φορά θα κλειδωθεί σε μια απάνθρωπη απομόνωση. Νέες προσπάθειες περιμένουν τον Πεταλούδα, όμως για δεύτερη φορά θα αποδράσει και θα ξαναγυρίσει στην απομόνωση! Θα περάσουν δεκατρία ολόκληρα χρόνια, ο χρόνος δεν θα τον λυγίσει, θα έρθει η ώρα για τη πιο μεγάλη, την τελευταία απόδραση. Ξανά από τη θάλασσα πάνω σ' ένα σακί με καρύδες με τους καρχαρίες να καραδοκούν για ένα μεζέ κι ύστερα ο ωκεανός, ένα βαρκάκι και για 23 χρόνια, μέχρι την παραγραφή, γίνεται φυγάς στη Βενεζουέλα!

Ο Μουμπάρης μοιάζει με τον «Πεταλούδα», για το πάθος, το θάρρος και την σταθερή προσήλωση σε έναν στόχο. Το μόνο που δεν έχει είναι το χαραγμένο τατουάζ στο στήθος του, μια πεταλούδα. Στα σίγουρα δεν το χρειάζεται γιατί η ψυχή του Αλέξανδρου φορά αληθινά φτερά μιας πεταλούδας του. Και πετάει!