Πώς γιατρεύεις έναν φανατικό;

Αυτές τις ημέρες τα άρθρα του διεθνούς Τύπου και οι αναλύσεις των ειδικών πλημμυρίζουν δύσκολα ερωτήματα. Πώς υπηρετείς την ασφάλεια των χωρών μας χωρίς να τις μετατρέψεις σε έμφοβες, σιδερόφρακτες κοινωνίες περιορισμένης ελευθερίας; Πως θα αντιμετωπίσεις την απειλή των φανατικών της τρομοκρατίας χωρίς να ενισχύσεις τις δυνάμεις της ξεονοφοβικής ρατσιστικής και εξ ίσου φανατικής αρκοδεξιάς στην Ευρώπη; Πώς να χτυπήσει η Δύση το κακό στην ρίζα του, εκεί όπου το Ισλαμικό Κράτος βρήκε έδαφος, πόρους και προορισμό, στην Συρία, χωρίς να επαναλάβει τα λάθη της στο Ιράκ, που γέννησαν αυτό το τέρας; Πώς να διαχειριστούμε, ιδίως εμείς εδώ, στην Ελλάδα, τα κύμματα των προσφύγων, με ασφάλεια και ανθρωπιά ταυτόχρονα; Όποιος έχει εύκολες τις απαντήσει, ας σηκώσει το χέρι.
ANNE-CHRISTINE POUJOULAT via Getty Images

Το 2002, την επαύριο των επιθέσεων στους δίδυμους πύργους, ο σπουδαίος Ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ έδωσε μια σειρά διαλέξεων στη Γερμανία που αργότερα κυκλοφόρησαν σε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο «Πώς να θεραπεύσεις έναν φανατικό».

Κάνουν λάθος- υποστήριζε- όσοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν την 11η Σεπτεμβρίου ως μια αντίδραση των φτωχών του κόσμου κατά των πλουσίων (αν ήταν έτσι, τότε η επίθεση θα προερχόταν από την πάμφτωχη Αφρική, δεν θα την χρηματοδοτούσαν τα πετροδολάρια της πάμπλουτης αραβικής χερσονήσου), των μη εχόντων προς τους έχοντες, των καταπιεσμένων προς τους καταπιεστές. Κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν ότι το θέμα είναι αν η Αμερική είναι καλή ή κακή, αν η παγκοσμιοποίηση πρέπει να συνεχίσει ή να διακοπεί. Πολύ περισσότερο κάνουν λάθος όσοι αποδίδουν το κακό σε κάποια βαθύτερη τάχα, φονική νοοτροπία του Ισλάμ, όπως υποστηρίζουν οι ρατσιστές.

Η 11η Σεπτεμβρίου- έλεγε- είναι μια ακόμη εκδήλωση της « μάχης του φανατισμού με τον πραγματισμό, του φανατισμού με τον πλουραλισμό, του φανατισμού με την ανεκτικότητα». Μάχη πανάρχαια, αφού ο φανατισμός προϋπήρχε των μεγάλων θρησκειών, του Ισλαμισμού, του Χριστιανισμού ή του Ιουδαϊσμού.

Ένα ερώτημα είναι πώς αντιμετωπίζεις τον φανατικό, όταν σε απειλεί, όταν σου επιτίθεται.

Και η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη: Αποκρούεις την επίθεση αποφασιστικά, με βία αν χρειάζεται, με όση βία χρειάζεται. Αλλά για να νικήσεις τον φανατικό πρέπει, προπάντων, να φροντίσεις να μην του μοιάσεις. Να μην ξεχασεις ότι δίνεις την μάχη από την σκοπιά του πραγματισμού, του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας. Αλλιώς τι νόημα έχει η μάχη σου; Ο αληθινά φανατικός, κατά βάθος, θέλει να μας «σώσει» όλους, δηλαδή να μας κάνει ίδιους με αυτόν, αλλιώς να μας εξοντώσει αν εμποδίζουμε αυτό το σχέδιο σωτηρίας του κόσμου. Το σημαντικότερο όλων, λοιπόν, είναι ακριβώς να μην του μοιάσουμε, να μην γίνουμε φανατικοί από την ανάποδη.

Ένα δεύτερο ερώτημα είναι πως θεραπεύεις έναν φανατικό. Γίνεται;

Γίνεται- απαντούσε ο Οζ. Και έφερνε ως παράδειγμα τον εαυτό του, έναν μεταλλαγμένο πρώην φανατικό, που μεγάλωσε στο φανατισμένο περιβάλλον της Ιερουσαλήμ την δεκαετία του 40, φανατικός σιωνιστής ο ίδιος και όταν έπαψε να είναι φανατικός, είδε τους φίλους του να γράφουν στον τοίχο του σπιτιού του κάθε βράδυ «προδότης». Περιγράφει την εμπειρία στο αυτοβιογραφικό του «Πάνθηρας στο υπόγειο». Υπάρχει αντίδοτο, λοιπόν, στον φανατισμό; Υπάρχουν πολλά, λέει ο Οζ, αλλά κανένας δεν έχει την τέλεια θεραπεία. Το καλύτερο αντίδοτο, πάντως, είναι το χιούμορ. «Δεν ξέρω κανέναν φανατικό που να έχει αίσθηση του χιούμορ. Και κανέναν με αίσθηση του χιούμορ που να έγινε φανατικός. Οι φανατικοί διαθέτουν άφθονο σαρκασμό. Αλλά καθόλου χιούμορ».

Ξαναδιάβασα το παλιό- τόσο επίκαιρο- κείμενο του Οζ το απόγευμα της Κυριακής. Είχα επιστρέψει από μια επίσκεψη στην Γαλική πρεσβεία. Παρατηρούσα ώρα τα πρόσωπα των ανθρώπων που περνούσαν για να αφήσουν ένα προσωπικό ίχνος πένθους και συμπαράστασης. Ήταν, οι περισσότεροι, νέοι. Κι ήταν στ' αλήθεια συγκινημένοι. Από μια άποψη, είναι παράξενο ν' ανθίζει συγκίνηση σ έναν κόσμο που τον πλημμυρίζει η κοινοτοπία του κακού, που έμαθε να ζει με σκηνές βίας που αναπαράγονται καθημερινά, αδιάκοπα, σε μια οθόνη, μπροστά στα μάτια μας.

Από μια άλλη άποψη, είναι παρήγορο. Ίσως να είναι η φύση και η φρίκη της επίθεσης που δέχθηκε το Παρίσι που κάνει τον καθένα μας να βάζει τον εαυτό του στην θέση των θυμάτων, αφού θα μπορούσε ο καθένας μας να ήταν σ' ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο που ένας φανατικός είχε αποφασίσει να τινάξει στον αέρα ή σε μια συναυλία όπου τρεις φανατικοί είχαν αποφασίσει να πνίξουν τη μουσική στο αίμα. Ίσως να είναι ότι συνέβη στο Παρίσι, την πόλη των φώτων, που για γενιές Ελλήνων, εκείνους που μεγάλωναν από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια ως την πτώση της δικτατορίας, ήταν κάτι σαν μακρινός φάρος μιας απροϋπόθετης ελευθερίας. Ίσως, πάνω απ' όλα, να είναι η συνειδητοποίηση της φύσης αυτού του πολέμου στον οποίο έχουμε άθελά μας εμπλακεί, αυτή η ασυμφιλίωτη μάχη του πολιτισμού με την απόλυτη άρνησή του, των αγγέλων της ζωής με τους οπαδούς του θανάτου.

Αυτές τις ημέρες τα άρθρα του διεθνούς Τύπου και οι αναλύσεις των ειδικών πλημμυρίζουν δύσκολα ερωτήματα. Πώς υπηρετείς την ασφάλεια των χωρών μας χωρίς να τις μετατρέψεις σε έμφοβες, σιδερόφρακτες κοινωνίες περιορισμένης ελευθερίας; Πως θα αντιμετωπίσεις την απειλή των φανατικών της τρομοκρατίας χωρίς να ενισχύσεις τις δυνάμεις της ξεονοφοβικής ρατσιστικής και εξ ίσου φανατικής αρκοδεξιάς στην Ευρώπη; Πώς να χτυπήσει η Δύση το κακό στην ρίζα του, εκεί όπου το Ισλαμικό Κράτος βρήκε έδαφος, πόρους και προορισμό, στην Συρία, χωρίς να επαναλάβει τα λάθη της στο Ιράκ, που γέννησαν αυτό το τέρας; Πώς να διαχειριστούμε, ιδίως εμείς εδώ, στην Ελλάδα, τα κύματα των προσφύγων, με ασφάλεια και ανθρωπιά ταυτόχρονα;

Όποιος έχει εύκολες τις απαντήσει, ας σηκώσει το χέρι. Εγώ δεν τις έχω. Και δεν τις βρήκα ούτε στον Άμος Οζ. Βρήκα όμως μερικές σταγόνες παρήγορης, μετριοπαθούς σοφίας. Και είπα να τις μοιραστώ μαζί σας.

Δημοφιλή