Η «εννοιο-κτονία» κι ο εχθρός βαθιά μέσα μας

Ως πολίτες μπορεί να έχουμε περιορισμένη δυνατότητα να (καθ)ορίσουμε την ακριβή πορεία της εξωτερικής πολιτικής, έχουμε όμως την ευθύνη για ένα μεγάλο κομμάτι του δημόσιου διαλόγου τόσο ως προς τον τρόπο που αυτός διεξάγεται, όσο και ως προς τις ιδέες που κυκλοφορούν αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα. Η βασική διακύβευση αυτή τη στιγμή βεβαίως και είναι η αντιπαράθεση στον φονταμενταλισμό του ISIS, αλλά το ίδιο ισχύει και με τους εγχώριους και ευρωπαϊκούς φανατισμούς που οπλίζονται από τέτοια γεγονότα για να προβάλλουν τις φοβικές και ανελεύθερες θέσεις τους μολύνοντας την ατμόσφαιρα με μισαλλοδοξία, δογματισμό και βία.
NICOLAS ASFOURI via Getty Images

Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, σφυρίζουν στο μυαλό μας τα πυρά από τις πρόσφατες επιθέσεις στην Αίγυπτο, την Τουρκία, τον Λίβανο και τη Γαλλία, προκαλώντας μούδιασμα, αμηχανία, και ένα ακαθόριστο αίσθημα θυμού. Κι ενώ η Γαλλία αντεπιτίθεται με βομβαρδισμούς στη Συρία, οι διαξιφισμοί γίνονται ολοένα εντονότεροι στη σφαίρα του πολιτικού σχολιασμού και της δημόσιας συζήτησης, με τρόπο που αναζωπυρώνει την ανταλλαγή απόψεων, χωρίς απαραίτητα να μας διαφωτίζει, αφού συχνά αυτοπυροβολούμαστε εκτοξεύοντας βλήματα από στρατευμένες θέσεις. Προέχει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε, και δεσμεύομαι να προσπαθήσω να εξηγήσω, πως και γιατί θεωρώ πως αυτοπυροβολούμαστε, και τι απομένει να κάνουμε ως πολίτες ενός κόσμου που μέχρι πρόσφατα ενδεχομένως να θεωρούσαμε (αφελώς) πως απέχει πολύ από ολοκληρωτισμούς.

Το πως αυτοπυροβολούμαστε συνοψίζεται σε έναν ερμηνευτικό διπολισμό που κινείται μεταξύ μιας ρητορείας που αντιμάχεται τον «Ισλαμοφασισμό» και επικαλείται την «Δυτικο-υπεροχή», και ενός είδους «αυτομαστιγώματος» που επιρρίπτει ευθύνες στον νεο-αποκιοκρατικό χαρακτήρα των στρατιωτικών επεμβάσεων της Δύσης στο γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής από τον «πρώτο» Πόλεμο του Κόλπου μέχρι σήμερα. Και οι δύο αυτές ερμηνευτικές απόπειρες είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά προβληματικές.

Η πρώτη κατακεραυνώνει την ακραία πολιτικοποίηση του Ισλάμ, αντικαθιστώντας την με μια φανατική υπεράσπιση «Δυτικών» ιδεών και ιδεωδών. Μια τέτοια στάση είναι επικίνδυνη και επιπόλαιη αφού συγχέει την ακραία πολιτικοποίηση ενός θρησκευτικού δόγματος (ισλαμισμός), με το ίδιο το θρησκευτικό δόγμα (Ισλάμ), ενώ επικαλείται την Αναγέννηση και (κυρίως) τον Διαφωτισμό ως αποκλειστικά «Δυτικά» ιστορικά και πολιτισμικά ρεύματα, αγνοώντας επιμελώς πως δεν προέκυψαν ως αυτόνομα η αυτόφωτα γεγονότα, αλλά ως προϊόντα διαλόγου, ανταλλαγής ιδεών, και εμπορίου με τον Ισλαμικό κόσμο, παραβιάζοντας έτσι το πνεύμα του Διαφωτισμού ως «Ιδέα για μια Παγκόσμια Ιστορία από Kοσμοπολίτικη Σκοπιά» (περισσότερα εδώ, εδώ, κι εδώ).

Η δεύτερη, «αυτομαστιγωτική» προσέγγιση, εξηγεί τις πρόσφατες επιθέσεις ως ακραία, πλην όμως δικαιολογημένη, πράξη εκδίκησης έναντι των στρατιωτικών επεμβάσεων της Δύσης χρεώνοντας την ευθύνη στις ανίερες δυτικές συμμαχίες και στον ιμπεριαλιστικό τους χαρακτήρα. Κι αυτή η στάση είναι ελλιπής, αν και αιτιολογικά ορθή, αφού σχεδόν δικαιολογεί υπόκωφα την βία και τη λογική της εκδίκησης εκφράζοντας μια τιμωρητική ερμηνεία της δικαιοσύνης κατά το πρότυπο της παροιμιώδους φράσης: «όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς» (περισσότερα εδώ).

Η ειδοποιός διαφορά της δημοκρατίας έναντι άλλων μορφών διακυβέρνησης βρίσκεται ακριβώς στην δυνατότητα επικράτησης του λογικά ισχυρότερου επιχειρήματος, κι όχι στην αριθμητική υπεροχή όσων το ασπάζονται.

Ανάμεσα σε αυτές τις δύο, ομολογουμένως επιφανειακές, αναγνώσεις της κατάστασης κρύβεται η υποψία μου σχετικά με το γιατίαυτοπυροβολούμαστε όταν/όσο σκεφτόμαστε με αυτό τον τρόπο. Το πρόβλημα είναι τόσο οντολογικό (που στεκόμαστε και τι στάση κρατάμε) όσο και εννοιολογικό (πως και με τι μέσα εκφράζουμε αυτή τη στάση). Χωρίς να θέλω να θεωρητικολογήσω ανεύθυνα ή αόριστα, πολύ φοβάμαι πως παραμένοντας οχυρωμένοι στις θέσεις μας χάνουμε τον προσανατολισμό μας, και αποομακρυνόμαστε από το ζητούμενο, αφού διακηρύττουμε έννοιες απογυμνώνοντας τες από το νόημα τους, αυτό που σχηματικά ονομάζω εδώ «εννοιο-κτονία».

Η στρατολόγηση μας στην λογική της εννοιο-κτονίας υπονομεύει την κριτική σκέψη και περιορίζει τον ορίζοντα παραστάσεων μας, μετατρέποντας μας σε ομφαλοσκόπους-παρατηρητές, αντί να εθελουργούμε ως συνδημιουργητές μιας νέας πραγματικότητας ώστε να βγάζουμε νόημα και να προτείνουμε λύσεις μέσα από τα συντρίμμια, κι όχι παραδιδόμενοι σε απολυτότητες και κλειστά σχήματα σκέψης. Ως πολίτες μπορεί να έχουμε περιορισμένη δυνατότητα να (καθ)ορίσουμε την ακριβή πορεία της εξωτερικής πολιτικής, έχουμε όμως την ευθύνη για ένα μεγάλο κομμάτι του δημόσιου διαλόγου τόσο ως προς τον τρόπο που αυτός διεξάγεται, όσο και ως προς τις ιδέες που κυκλοφορούν αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα. Η βασική διακύβευση αυτή τη στιγμή βεβαίως και είναι η αντιπαράθεση στον φονταμενταλισμό του ISIS, αλλά το ίδιο ισχύει και με τους εγχώριους και ευρωπαϊκούς φανατισμούς που οπλίζονται από τέτοια γεγονότα για να προβάλλουν τις φοβικές και ανελεύθερες θέσεις τους μολύνοντας την ατμόσφαιρα με μισαλλοδοξία, δογματισμό και βία. Το ζητούμενο λοιπόν για κάθε πολίτη του κόσμου και κάθε Ευρωπαίο, είναι η αντεπίθεση σε ολοκληρωτισμούς που δημιουργούν φαινόμενα σαν τον ISIS, κάτι που δεν λύνεται ούτε με στρατιωτικές επεμβάσεις, ούτε με ιδεολογικά ξόρκια, ούτε βεβαίως με πρακτικές και λογικές που μιμούνται αυτό που αντιπολιτευόμαστε.

Αντίθετα με την λογική της εννοιο-κτονίας, δεν προτείνω την φυσική εξόντωση των ιδεολογικών ή πολιτικών μας αντιπάλων λόγω των ιδεών τους, αλλά την στρατηγική αντιπαράθεση στις ιδέες που εκφράζουν με στοχευμένη επιχειρηματολογία ενάντια σε κάθε λογής απολυταρχία. Αυτό δυστυχώς είναι αδύνατον χωρίς να αντιμετωπίσουμε πρώτα την λογική της εννοιο-κτονίας που εδράζεται μέσα μας, ξεκαθαρίζοντας τι σημαίνουν οι ιδέες που στρατολογούμε, πως εξελίχθηκαν, πως/αν μπορούν να μας βοηθήσουν, και κυρίως πως κινδυνεύουν να παρερμηνευτούν για να εξυπηρετήσουν ανελεύθερες πρακτικές. Η ειδοποιός διαφορά της δημοκρατίας έναντι άλλων μορφών διακυβέρνησης βρίσκεται ακριβώς στην δυνατότητα επικράτησης του λογικά ισχυρότερου επιχειρήματος, κι όχι στην αριθμητική υπεροχή όσων το ασπάζονται.

Το τι απομένει να κάνουμε ως ενεργοί πολίτες χωρίς την δυνατότητα λήψης πολιτικών αποφάσεων, πέρα από την ψήφο και την διαμαρτυρία μας, συνοψίζεται σε δύο διδακτικές εικόνες από δύο τραυματικά στιγμιότυπα της παγκόσμιας ιστορίας. Η πρώτη εικόνα αφορά στη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου όπου οι «Γυναίκες των Τραυμάτων» (Trümmerfrauen) ξεχύθηκαν στους δρόμους του Βερολίνου για να «τακτοποιήσουν» τα συντρίμμια των κατεστραμένων πόλεων τους, ενώ η δεύτερη εικόνα προέρχεται από τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου όπου ο φωτογράφος Abdallah Farah, διασώζει μερικά αρνητικά φωτογραφιών από το πυρπολημένο στούντιο του πατέρα του, τα οποία στη συνέχεια καίει θέλοντας να σχολιάσει πως όχι μόνο η εικόνα αλλά και η ταυτότητα της Βηρυτού παραμορφώθηκε βίαια ως αποτέλεσμα του πολέμου.

Το ηθικό δίδαγμα που προκύπτει από αυτές τις δύο εικόνες είναι πως σε κρίσιμες στιγμές σαν κι αυτές που τώρα βιώνουμε, οφείλουμε να αναλάβουμε τον ρόλο καθαριστών του τοπίου από τις παραμορφώσεις και τα παραπετάσματα καπνού. Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο όμως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε σοβαρά το φαινόμενο της εννοιο-κτονίας που αρδεύει από τα ιδεολογικά μας αντανακλαστικά, τις πολιτικές μας ανησυχίες, εμμονές και φοβίες για να εκφράσει άποψη και να προτείνει πολιτικές κατευθύνσεις προς όφελος πολιτικών λύσεων. Αυτός είναι ο πραγματικός εχθρός που ζει παρασιτικά μέσα μας, και σε αυτόν ακριβώς τον εχθρό θα πρέπει να αντιταχθούμε κλείνοντας του την πόρτα.

Δημοφιλή