Η μάχη των λαϊκισμών και ο νικητής των εκλογών

Θα κρίνει ο λαϊκισμός το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου; Προτού σπεύσουμε να απαντήσουμε καταφατικά ή αρνητικά, προτείνω απλώς να κοντοσταθούμε. Γιατί σήμερα, όπως πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, έτσι και η έννοια και οι εκδοχές του λαϊκισμού ούτε ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο που τους απέδιδε κάποτε η πολιτική επιστήμη, ούτε χωράνε στα ιστορικά στερεότυπα του παρελθόντος, αλλά, κυρίως, δεν περιορίζονται σε έναν και μόνον τρόπο έκφρασης. Το 2015, ο λαϊκισμός δεν επαναφέρει μόνο το ζιβάγκο στη μόδα αλλά βγάζει και selfie δίπλα στο φράχτη του Έβρου.
SOOC

Θα κρίνει ο λαϊκισμός το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου; Προτού σπεύσουμε να απαντήσουμε καταφατικά ή αρνητικά, προτείνω απλώς να κοντοσταθούμε. Γιατί σήμερα, όπως πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, έτσι και η έννοια και οι εκδοχές του λαϊκισμού ούτε ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο που τους απέδιδε κάποτε η πολιτική επιστήμη, ούτε χωράνε στα ιστορικά στερεότυπα του παρελθόντος, αλλά, κυρίως, δεν περιορίζονται σε έναν και μόνον τρόπο έκφρασης. Το 2015, ο λαϊκισμός δεν επαναφέρει μόνο το ζιβάγκο στη μόδα αλλά βγάζει και selfie δίπλα στο φράχτη του Έβρου.

Πριν καταλήξουμε ποιος λαϊκιστής θα κερδίσει, ας ξεκαθαρίσουμε τι περίπου είναι ο λαϊκισμός. Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο λαϊκισμός αποτελεί μια συγκεκριμένη μορφή πολιτικής οργάνωσης που συνδέεται συνήθως με χαλαρά κινήματα, τα οποία εξασφαλίζουν στήριξη από ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων και συσπειρώνονται γύρω από έναν χαρισματικό ηγέτη.

Η δεύτερη προσέγγιση ορίζει τον λαϊκισμό ως κατηγορία πολιτικού στυλ. Πρόκειται για έναν «δημοκρατικό» τρόπο απεύθυνσης και επίκλησης των πολιτών, ο οποίος στοχεύει στους «κανονικούς ανθρώπους», τους «νοικοκυραίους», στο «mainstream». Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ο εκάστοτε εκπρόσωπος του εν λόγω πολιτικού στυλ κεφαλοποιεί την δημοφιλή δυσπιστία των ψηφοφόρων απέναντι στην αόριστη και ξύλινη ορολογία της πολιτικής, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι. Με «ευθύτητα», «απλότητα», «αμεσότητα». Με λόγια τσεκουράτα, της πιάτσας, της αγοράς.

Τέλος, σύμφωνα με μια τρίτη, εναλλακτική προσέγγιση, ο λαϊκισμός συνιστά έναν ασπόνδυλο οργανισμό ιδεών, ο οποίος στηρίζεται σε μια απλουστευτική κατανόηση της δημοκρατίας ως μια πάλης ανάμεσα στο καλό (την βούληση των ανθρώπων) και το κακό (την διεφθαρμένη και συνωμοτική ελίτ). Η Τρίτη εκδοχή του λαϊκισμού συνδυάζει ανέμελα και αμφίσημα αριστερόστροφες και δεξιόστροφες ιδεολογίες. Στη μια όχθη του ποταμού βλέπεις τον Τσάβες, στην άλλη το Tea Party.

Αρκετές έρευνες στην Ευρώπη έχουν υποδείξει ότι τα δεξιόστροφα κόμματα που επενδύουν στον λαϊκισμό προσελκύουν εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που έχουν πληγεί περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση: άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που (αισθάνονται ότι) απειλούνται από την ανισότητα του εισοδήματος εργασίας, την μετανάστευση και την αλλοπρόσαλλη Ευρωπαϊκή σύγκλιση. Από την άλλη, τα αριστερόστροφα κόμματα χρησιμοποιούν τον λαϊκισμό για να απορροφήσουν την οργή ή την απόγνωση μιας μικρομεσαίας και μεσαίας τάξης μορφωμένων -κυρίως δημόσιων-υπαλλήλων που, στην Ελλάδα για παράδειγμα, το μνημόνιο τους αφαίρεσε το status quo της ευημερίας. Μιας ευημερίας που βασίστηκε στην κοινωνική κινητικότητα της Μεταπολίτευσης αλλά, ενίοτε (κυρίως μετά το 2002), αποτέλεσε προϊόν μιας παρωχημένης ένταξης σε μια φαντασιακή «τοπική ελίτ».

Κρίνοντας από την συνεχόμενη οικονομική και κοινωνική αποδιοργάνωση που βιώνει η Ευρώπη και κυρίως οι χώρες του Νότου, οι πολίτες όχι μόνο αισθάνονται απογοητευμένοι από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας, αλλά θέλουν να εκφράσουν την αντίδραση και την απόγνωση τους μέσα από ένα προφανή τρόπο: ψηφίζοντας εκείνους που μεγεθύνουν τη φωνή της διαμαρτυρίας, την έκκληση για αλλαγή και άσκηση πολιτικής απέναντι σε ένα κόσμο δυσοίωνο. Με τεράστια ανεργία, υπέρογκο δημόσιο χρέος, κοινωνικές ανισότητες και υποχώρηση του κοινωνικού κράτους ως δικλείδα ασφαλείας στην απορυθμισμένη παγκόσμια οικονομία.

Στις προσεχείς εκλογές θα είναι λαϊκισμός είναι να κατηγορηθούν οι πολίτες ότι δεν έχουν αντιστάσεις απέναντι στους λαϊκιστές. Άλλωστε, ποιες είναι οι επιλογές τους; Και ποιοι είναι τελικά οι λαϊκιστές; Ανάλογα με τις παραπάνω προσεγγίσεις του λαϊκισμού, μπορούμε να διαλέξουμε και το κόμμα που τον αντιπροσωπεύει και τον εφαρμόζει αντίστοιχα. Όμως, αυτό το συμπέρασμα είναι προβληματικό, γιατί υπονοεί μιας πρώτης τάξης παγίδα: ό,τι και να κάνει το εκλογικό σώμα δεν μπορεί να αποφύγει την μια ή την άλλη εκδοχή του λαϊκισμού, αφού σε κάθε περίπτωση ο λαϊκισμός παίρνει πολλές μορφές. Σχεδόν όπως το Άγιο Πνεύμα.

Ο λαϊκισμός στην Ελλάδα δεν είναι προνόμιο ενός συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, κόμματος, κινήματος ή αρχηγού. Δυνητικά αποτελεί τη δομική ύλη του πολιτικού μηνύματος του εκάστοτε κόμματος ή πολιτικού. Αφού, λοιπόν όλοι οι πολιτικοί παίκτες είναι σε θέση να υιοθετήσουν ένα λαϊκίστικο σύνολο ιδεών σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο λαϊκισμός είναι κυρίως ζήτημα ποσοτικής διαβάθμισης, δοσολογίας και όχι προσωποπαγές ή κομματικό προνόμιο.

Επομένως, οι πολιτικοί που επιλέγουν συχνότερα και περισσότερο την λαϊκίστικη αφήγηση είναι περισσότερο λαϊκιστές από εκείνους που δείχνουν κάποια αυτοσυγκράτηση. Με έναν αστερίσκο. Ακόμη και αν αποφάσιζαν ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αλέξης Τσίπρας, ο Σταύρος Θεοδωράκης ή ο Γιώργος Παπανδρέου (τυχαία παραδείγματα) να κονταροχτυπηθούν σε ένα ice-bucket challenge λαϊκισμού, ο νικητής δεν θα κρινόταν χωρίς να υπολογιστεί ο άγνωστος παράγοντας χ σε μια πιθανή λύση της εξίσωσης: τα ΜΜΕ. Πρακτικά, μπορεί ο ένας ή ο άλλος πολιτικός να είναι περισσότερο ή λιγότερο λαϊκιστής, όμως η ένταση προβολής του μηνύματος του, λειτουργεί σαν πολλαπλασιαστής (όπως εκείνος για τον οποίο το ΔΝΤ ψιθύρισε «mea culpa») με αμφίβολα αποτελέσματα.

Μια άλλη, σχετικά υποτιμημένη, παγίδα που κρύβει το τρέχον κλίμα διαγωνισμού λαϊκισμών περιγράφεται μέσα από την αντίφαση που παρατηρούμε σήμερα στην Ευρώπη: από τη μια πλευρά, οι πολιτικοί ηγέτες που εκ προοιμίου δεν θεωρούνται λαϊκιστές «ανησυχούν» και καταφέρονται εναντίον του λαϊκισμού, αλλά ταυτόχρονα υιοθετούν σε μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση τη λαϊκίστικη ρητορική. Παράλληλα, οι πολιτικές που προωθούν (π.χ. η ορθόδοξη εφαρμογή της λιτότητας ή του μεταναστευτικού) δεν συμβιβάζονται με τη ρητορική τους.

Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, στα πλαίσια της υπόθεσης «LuxLeaks» και τις επίμαχες φοροαπαλλαγές των εταιρειών που έχουν ως έδρα το Λουξεμβούργο κατέφυγε στην αμφίσημη παραδοχή ότι ενώ δεν παραβιάστηκε η εθνική ή κοινοτική νομοθεσία, τελικά συμφώνησε «ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι και ηθικό». H Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέϊβιντ Κάμερον έχουν δηλώσει ότι «η πολυπολιτισμικότητα έχει αποτύχει» αλλά ταυτόχρονα καλούνται να εφαρμόσουν πολιτικές με στόχο την ευρωπαϊκή σύγκλιση σε ένα -το δίχως άλλο- πολυπολιτισμικό παγκόσμιο πλαίσιο.

Θεωρητικά, ο Αντώνης Σαμαράς είναι και ο ίδιος μέρος της παραπάνω σχολής «ευρωπαϊκών αντιφάσεων». Ωστόσο επειδή, όπως είδαμε, η δοσολογία παίζει στρατηγικό ρόλο στον προσδιορισμό και το είδος του λαϊκισμού, το γεγονός ότι η προεκλογική αφήγηση της Νέας Δημοκρατίας υπερασπίζεται θρησκευτικά την λιτότητα και υιοθετεί επιθετικά τα σενάρια φόβου του Grexit, τροφοδοτεί κλίμα δεισιδαιμονίας. Συνήθως η δεισιδαιμονία ως ψευδαισθητικό παιχνίδι έχει εξαιρετική ποικιλία, ένταση και αστάθεια με αποτέλεσμα να οδηγεί σε κάθε λογής παρορμήσεις. Αφού λοιπόν η δεισιδαιμονία δεν προκύπτει από τον ορθό λόγο αλλά από το φόβο, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι οι ψηφοφόροι να περιοριστούν σε ένα και μόνο είδος δεισιδαιμονίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη, ενώ προσπαθεί να προωθήσει ένα νηφάλιο, εξωστρεφές και «τεχνοκρατικό» προφίλ μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, υπονομεύει με δηλώσεις αμφιβόλου αισθητικής και αποτελεσματικότητας («θα παίζουμε λύρα και οι αγορές θα χορεύουν πεντοζάλη») την ψυχραιμία που απαιτείται ώστε να καταφέρει ό,τι θεωρεί πως θα κάνει, αν εκλεγεί μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να μην βλέπει μια ρεαλιστική ατομική και συλλογική διέξοδο από την κρίση, τόσο δεν θα μπορεί να παραμένει ήρεμη. Και όταν σε συνθήκες δημοκρατίας εξαναγκάζεται ή βασανίζεται η ελεύθερη κρίση των πολιτών με προκαταλήψεις ή προσχήματα, οι πολίτες θα εξακολουθούν να παίζουν κρυφτό με το παιχνίδι του λαϊκισμού. Ακόμη και αν σε κάθε σενάριο, μετά το «φτου και βγαίνω», το μέτρημα τελειώνει και ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος τους.

Δημοφιλή