Το νόημα της ζωής

Υποψιάζομαι ότι όλοι ανησυχούν για μένα. Το βλέπω στα μάτια τους και το ακούω στη φωνή τους. Μου λείπουν πολύ εκείνες οι πρώτες μέρες, όταν ολονών οι τόνοι ήταν σχεδόν ψιθυριστοί και τόσο απαλοί. Ήλπιζα το αντίθετο: ότι όσο μεγαλώνουν τα αφτιά μου, οι γύρω μου θα χαμηλώνουν τη φωνή τους. Δε μου αρέσει να παρακολουθώ τις προσδοκίες μου να διαψεύδονται.
lotoff

Σήμερα δε βρέχει, ούτε κάνει κρύο και μια μυρωδάτη σπανακόπιτα σιγοψήνεται στο φούρνο.

«Για να γίνει τραγανή, όπως ακριβώς σου αρέσει», δηλώνει η μαμά και μου αγγίζει τα μαλλιά.

Δε μου αρέσει να μου πειράζουν τα μαλλιά σκέφτομαι. Γιατί πονάει. Τα δάχτυλα τους δε γλιστράνε μέσα από τις τρίχες, παρά μόνο παγιδεύονται εκεί σα δαγκάνες. Πονάει θέλω να πω, παρά τις κρέμες και τα λάδια, που η μαμά επιμένει να αλείφει κάθε δεύτερο απόγευμα. Αλλά δεν παραπονιέμαι τελικά γιατί αυτή της η εμμονή με τα μαλλιά μου μας φέρνει πιο κοντά. Έτσι μπορώ και τη μυρίζω, όπως όταν ήμουν μωρό. Φυσικά και θυμάμαι - γίνεται να ξεχάσεις τις πιο παράξενες μέρες της ζωής σου;

Χρειάζεται όμως σύστημα για να κρατήσεις τις εικόνες. Δύο βράδια που το αμέλησα, διαπίστωσα αργότερα ότι είχα χάσει μία εικόνα. Όσο βαθιά και αν ψάξω μέσα στο κεφάλι μου, είναι πια αργά. Είναι όλα αυτά που συμβαίνουν στο παρόν και παίρνουν τη θέση των πρώτων εκείνων ημερών της ζωής μου. Οπότε πριν αποκοιμηθώ κάνω επανάληψη όλης της ζωής μου μέχρι τώρα - όσο βαρετό και αν είναι μερικές φορές.

Η σπανακόπιτα σερβίρεται, και αν δεν ήμουν «κακό κορίτσι», θα έβλεπα Μίκι Μάους τρώγοντας. Αλλά χτυπάω τα άλλα παιδιά που μένουν μαζί μου σε αυτό το σπίτι όπου με αφήνουν κάθε πρωί - όχι πάντα την ίδια ώρα έχω παρατηρήσει. Ξέρω ότι δεν πρέπει να χτυπάμε κανέναν, αλλά δεν ξέρω γιατί. Άκουσα μια φορά τη μαμά να λέει στον μπαμπά ότι «τα λεφτά είναι πολύ κακή εφεύρεση». Αλλά κάθε φορά που ανοίγει το πορτοφόλι της λεφτά βγάζει.

Υποψιάζομαι ότι όλοι ανησυχούν για μένα. Το βλέπω στα μάτια τους και το ακούω στη φωνή τους. Μου λείπουν πολύ εκείνες οι πρώτες μέρες, όταν ολονών οι τόνοι ήταν σχεδόν ψιθυριστοί και τόσο απαλοί. Ήλπιζα το αντίθετο: ότι όσο μεγαλώνουν τα αφτιά μου, οι γύρω μου θα χαμηλώνουν τη φωνή τους. Δε μου αρέσει να παρακολουθώ τις προσδοκίες μου να διαψεύδονται.

Αλλά από ό,τι καταλαβαίνω αυτό κάνουν οι καλοί άνθρωποι. Λουκουμιάζουν -- μια λέξη που αναγκάστηκα να φτιάξω μόνη μου γιατί θα μου είναι χρήσιμη για όταν σκέφτομαι. Όσο πιο πολλές λέξεις γνωρίζω, τόσο περισσότερες ιδέες έχω στο κεφάλι μου. Αλλά οι μεγάλοι δεν σου μαθαίνουν τις σπουδαίες λέξεις, παρά μόνο εκείνες όπως τραπέζι, καρέκλα, δείπνο, αμάξι, μήλο και μπανάνα. Μα όλα αυτά τα βλέπω και τα πιάνω, δε χρειάζεται να τα σκεφτώ.

Χτυπάω τα παιδιά επειδή θέλω να τους πω με κάποιον τρόπο αυτά που έχω μάθει - δε νομίζω ότι εκείνα ξέρουν. Θέλω να τα προειδοποιήσω ότι κινδυνεύουμε από λουκουμίαση. Όσο πιο νωρίς προπονήσουμε τις αντοχές μας, τόσο λιγότερες απογοητεύσεις θα έχουμε σε αυτό το μέλλον που θα έρθει, που -- χωρίς να είμαι σίγουρη γιατί -- κάποιοι το αγαπούν σαν την ζέστη και άλλοι το τρέμουν σαν το κρύο.

Εγώ το περιμένω το μέλλον με αγωνία γιατί ξέρω ότι θα είναι γυαλιστερό - όσο δηλαδή στέκομαι δυνατή και δεν αφήνω να με τεντώνουν σαν το λουκούμι.