Το μυστηριώδες πλοίο της Σαντορίνης

Όσο κι αν έψαξαν δεν βρήκαν ανθρώπινα ίχνη που να μαρτυρούν την προέλευση του μυστηριώδους ιστιοφόρου. Στην καμπίνα ήταν όλα κομμάτια, ενώ τα ξύλα πάνω από το βερνίκι είχαν μια κρούστα πηχτού αίματος και όλα μαρτυρούσαν το μακελειό που νωρίτερα είχε συμβεί. Έδεσαν το σκάφος και το έσυραν μαζί τους, ενώ ο κυβερνήτης έγραφε και έσβηνε την έκθεσή του, τα αναπάντητα ερωτήματα του Βρατσάνου σκέπαζαν τη σκέψη του, κάτι πολύ μεγάλο είχε συμβεί, κάτι που δεν το βάζει ανθρώπινο μυαλό.
dimellas

Η κίχλη είναι το διαβατάρικο και κυνηγημένο πουλί από τους ανθρώπους που δεν σταματούν να δαγκώνουν τις σάρκες τους και σαν από μοιραία ανάγκη ή από ατελή διασκέδαση, να σφάζονται μεταξύ τους.

Μικρό, τόσο δα πραματάκι είναι ετούτη η τσίχλα κι όμως όταν αλλάζει φορεσιά τότε μπορεί να γίνει ό,τι βάλει ο νους, ό,τι κατεβάσει η ασύνορη φαντασία.

Κάπως έτσι μια άλλη Κίχλη έστεκε μισοσβησμένη μέσα στην αλμύρα και τόλμησε να φωνάξει, πρώτα να φυλακίσει το βλέμμα κι έπειτα να αρπάξει μια παντοτινή στιγμή του μεγάλου ποιητή Σεφέρη, να εμπνεύσει και να μείνει αθάνατη, σαν την άσβηστη φωτιά της Θεάς Αθηνάς, που σιγοκαίει μέσα σε όλα τα μυαλά, αυτά που έτυχε κάποια στιγμή να περάσουν και να ζεσταθούν κοντά της.

Ο Σεφέρης θα γράψει για το «Ναυάγιο της Κίχλης»:

Ἄκουσα τὴ φωνὴ της

καθὼς ἐκοίταζα στὴ θάλασσα νὰ ξεχωρίσω

ἕνα καράβι ποὺ τὸ βούλιαξαν ἐδῶ καὶ χρόνια-

τὄ᾿λεγαν «Κίχλη» ἕνα μικρὸ ναυάγιο- τὰ κατάρτια,

σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια

ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του

στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ

σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη...῍.

Μια φορά κι ένα καιρό, στα χρόνια της δικής της νιότης, τότε που ο χρόνος δεν έκανε τόσο μεγάλα άλματα, μα από τότε καθόταν έτσι ταπεινός κι έβραζε τα αυγά του, ετούτη λοιπόν η Κίχλη είχε αφήσει στην άκρη φτερά και πούπουλα και είχε μεταμορφωθεί σε ένα μικρό καράβι, από κείνα που τους φορούν βάρβαρα κανόνια.

Λοιπόν η Κίχλη ήταν σκάφος του πολεμικού ναυτικού, μια ατμοημιολία που χτίστηκε το 1884 μέσα σε Εγγλέζικα ναυπηγεία!

Το πλοίο ήταν ένα δικάταρτο ιστιοφόρο με τετράγωνα πανιά και μια ατμομηχανή 160 ίππων. Είχε μόλις 23 μέτρα μήκος και έφτανε τα 5 μέτρα στο πιο φαρδύ σημείο του, πήρε μέρος στους πολέμους του 1897 και το 1912 στους Βαλκανικούς.

Η Κίχλη χρησιμοποιήθηκε για την επισκευή φάρων, ενώ δεν ήταν λίγες εκείνες οι στιγμές που βρέθηκε να κυνηγά λαθρέμπορους και να ψάχνει για ληστοπειρατές μέσα στο Αιγαίο. Ετούτη η σκούνα ατμού ήταν η πρωταγωνίστρια σε 'να πραγματικό θρίλερ που συνέβη στην καρδιά του Αιγαίου λίγο πριν ξημερώσει ο 20ός αιώνας.

Όταν έστειλαν το πλοίο στη Σαντορίνη κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Βρατσάνος, αργότερα, στους Βαλκανικούς πολέμους έγινε πλοίαρχος, διοικητής του τορπιλικού στολίσκου και Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Βέλος» (1907-1926).

Το ιστιοφόρο είχε λάβει έκτακτο σήμα και αποστολή να ερευνήσει ένα άγνωστο σκάφος που έδειχνε ακυβέρνητο και παρατημένο σε κάποια από τις κοντινές βραχονησίδες.

Το βρήκαν και πλησίασαν με μεγάλη προσοχή, όμως το μόνο που είδαν να κινείται ήταν μια ταλαίπωρη γάτα πάνω στην κουβέρτα, το ζώο μπαινόβγαινε αλαφιασμένο από το αμπάρι, ενώ το πλοιαράκι δίχως όνομα έβγαζε μια απόκοσμη ερημιά.

Δεν άργησαν να το πλευρίσουν και να δέσουν δίπλα του, βοηθούσε και η θάλασσα αφού εκείνη τη μέρα ήταν στις καλές της, έμοιαζε σαν το ακριβό μεταξωτό ρούχο, από κείνα που φορούν τα μεσήλικα αντρόγυνα μοναχά στον ύπνο τους.

Ψυχή δεν φαινόταν κι όμως μύριζες το θάνατο, στα ξαφνικά μια ομαδική ανατριχίλα έκαμε όλους τους ναύτες, ακόμα και τον κυβερνήτη της Κίχλης, να γουρλώσουν τα μάτια τους και μηχανικά να πιάσουν τα όπλα. Είχαν αντικρίσει κουβάδες από ξεραμένα αίματα, πλώρη και πρύμνη ήταν τυλιγμένες σε ένα βαθύ, σχεδόν αποκρουστικό, μαύρο-κόκκινο χρώμα και έμοιαζαν με πάτωμα πασχαλιάτικου σφαγείου ή μήπως να ήταν ανθρώπινα όλα ετούτα τα υγρά;

Ερημιά που έμοιαζε με την επόμενη στιγμή ενός περαστικού ανεμοστρόβιλου, μα σίγουρα είχε γίνει μια άγρια μάχη, όλα τα έπιπλα ήταν σπασμένα και διαλυμένα.

Ο Βρατσάνος μέτρησε τα βήματά του, έπειτα έσφιξε το όπλο στο χέρι του και πήδηξε πρώτος, ακολούθησαν μερικοί ακόμη ναύτες της Κίχλης. Περπάτησαν με προσοχή πάνω στα διαλυμένα αντικείμενα, μοναχό ζωντανό πλάσμα εκείνη η λιπόσαρκη γάτα, που έτρεξε και μπλέχτηκε μέσα στα πόδια των ναυτών, η δύστυχη φαινόταν διψασμένη και πεινασμένη, δεν είχε δύναμη, άφηνε ανοιχτό το στεγνό στόμα της κι όμως δεν είχε κουράγιο ούτε για έναν ήχο.

Όσο κι αν έψαξαν δεν βρήκαν ανθρώπινα ίχνη που να μαρτυρούν την προέλευση του μυστηριώδους ιστιοφόρου. Στην καμπίνα ήταν όλα κομμάτια, ενώ τα ξύλα πάνω από το βερνίκι είχαν μια κρούστα πηχτού αίματος και όλα μαρτυρούσαν το μακελειό που νωρίτερα είχε συμβεί.

Έδεσαν το σκάφος και το έσυραν μαζί τους, ενώ ο κυβερνήτης έγραφε και έσβηνε την έκθεσή του, τα αναπάντητα ερωτήματα του Βρατσάνου σκέπαζαν τη σκέψη του, κάτι πολύ μεγάλο είχε συμβεί, κάτι που δεν το βάζει ανθρώπινο μυαλό. Η φαντασία του έβγαλε φτερά, πετούσε πάνω από άψυχα σώματα και ξετρύπωνε κατάρες και σιχαμερά δαιμονικά.

Δεν μπορεί, κάποια ακτή του Αιγαίου θα γεμίσει με πτώματα, εκτός κι αν προλάβουν τα ψάρια, αυτά στα σίγουρα θα χαρούν και θα χορτάσουν με τις μαλακές ανθρώπινες σάρκες.

Όπως κάθε φορά, στην αρχή έγινε σούσουρο, το μυστήριο με το άγνωστο ακυβέρνητο σκάφος έγινε πρώτο θέμα στα καφενεία, όμως έπειτα από λίγες ημέρες η υπόθεση αδυνάτισε τόσο πολύ που στο τέλος έμεινε μια ψιλή και αδιάφορη σκιά, από κείνες που δε σκεπάζουν τίποτε και έτσι δε νοιάζουν κανέναν.

Λίγους μήνες αργότερα δυο ψαράδες έδεσαν στον Πειραιά ένα ψαροκάικο και τράβηξαν γραμμή για το λιμεναρχείο. Εκεί ζήτησαν να δουν τον πιο υψηλόβαθμο και επέμειναν ότι πρόκειται για ένα μεγάλο μυστικό, ένα φοβερό θέμα. Δεν άργησε να τους δεχθεί ένας Αξιωματικός που έμεινε άφωνος με την ιστορία τους.

Ψάρευαν σούρουπο ανοιχτά της Σαντορίνης, όταν του πλησίασε ένα σκάφος και από μακριά έκανε σινιάλα. Εκείνοι παράτησαν τα δίχτυα και γύρισαν προς το μέρος του, σκέφτηκαν μήπως είναι τίποτε γνωστοί και έχουν ανάγκη από βοήθεια, αλλά δεν αναγνώριζαν το σκάφος που δεν είχε όνομα! Στις ελάχιστες στιγμές που απέμειναν έπρεπε να πάρουν μια απόφαση, θα έδιναν μάχη σώμα με σώμα ή θα άφηναν τη ψαρόβαρκα μα και την ίδια τη ζωή τους στους αγνώστους, που μάλλον ήταν πειρατές!Συνεννοήθηκαν με τα μάτια, έβγαλαν τα μαχαίρια από τα ζωνάρια τους και έκρυψαν τις αστραφτερές λεπίδες από το φεγγάρι, περίμεναν, μόλις το μυστήριο σκαρί τους πλεύρισε πήδηξαν μέσα και αιφνιδίασαν τους ληστές που δεν περίμεναν επίθεση από τους δυο ψαράδες.

Έγινε άγρια μάχη και οι δυο τους έσφαξαν όλους ληστές! Έπειτα πέταξαν τα άψυχα κουφάρια στη θάλασσα, γύρισαν στη βάρκα τους και απομακρύνθηκαν φοβισμένοι μη τους πάρουν χαμπάρι και μπλέξουν για τα φονικά.

Πέρασαν οι μήνες και δεν ακούστηκε τίποτε για την υπόθεση, αποφάσισαν να αποκαλύψουν την αλήθεια που τους βασάνιζε και έτρωγε τα μέσα τους.

Η ιστορία τους έγινε πιστευτή αφού φώναξαν τον κυβερνήτη της Κίχλης, τον Βρατσάνο, που επιβεβαίωσε τα λεγόμενα δυο ψαράδων, αφού τα λεγόμενα τους συμφωνούσαν με την αποτρόπαια εικόνα που αντίκρισε ο ίδιος και το πλήρωμα της Κίχλης.

Γράφτηκε πως οι δυο ψαράδες πήραν και μια αποζημίωση για το ξεκαθάρισμα του Αιγαίου από τέτοια μούτρα.

Η ματοβαμμένη ιστορία που αποκάλυψε η Κίχλη πνίγηκε μαζί με τους ληστοπειρατές, όμως το ποίημα που υπογράφει για εκείνη ο Σεφέρης, στις 31 του Οχτώβρη 1946, μοιάζει να κρατά μια οσμή από το παρελθόν της:

«...Κι ἄλλες φωνὲς σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους

ἀκολούθησαν- ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι

ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό-

θἄ ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα-

ἤτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.

Κι ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα

πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας

ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:

«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ τὸ φαρμάκι, εὐχαριστῶ-

τὸ δίκιο σας θἆ ῾ναι τὸ δίκιο μου ποῦ νὰ πηγαίνω

γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.

Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ-

ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ θεὸς τὸ ξέρει».

Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.

Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν

ἄνθρωπο.»

Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946

Ο Σεφέρης μαγνητίζεται και εμπνέεται από τα σκουριασμένα σίδερα της 50χρονης Κίχλης, το ατμοκίνητο ιστιοφόρο ίσα που ξεμυτά από την επιφάνεια της θάλασσα, ίσα που καταφέρνει τις τελευταίες ανάσες της, γιατί πάντα ένα πλοίο είναι θηλυκό, πριν γύρει μια για πάντα μέσα στη σιωπή του απέραντου βυθού. Δεν υπάρχουν πια φωνές, μοναχά λαίμαργες ανθρώπινες λέξεις, καταπίνουν σάρκες, λιώνουν κόκκαλα και προδίδουν την ιστορία. Μόνο η ανάμνηση δε γνωρίζει θάνατο!

Οι σφαμένοι ληστοπειρατές δεν έχουν ονοματεπώνυμο, μα ούτε και οι άγνωστοι θαρραλέοι ψαράδες. Είναι από τις σπάνιες στιγμές που τα υποψήφια θύματα βρήκαν κουράγιο, γινήκαν θύτες και καθάρισαν μια για πάντα από αυτούς τους δολοφόνους.

Μυστήρια και μυστικά μοιάζουν με παιδικά παιγνίδια, τρενάκια πάνω στο αιώνιο κέντημα του χρόνου, πρωταγωνίστρια και πάλι η Κίχλη, εκείνο το μικρό πουλί, κάθε φορά που επιστρέφει υπενθυμίζει τα όρια, τις ικανότητες και τα έργα των ανθρώπων.